Τρίτη 31 Αυγούστου 2010

Το Μουσείο της Ελιάς



Η Ελλάδα είναι σπαρμένη με ελαιώνες. To Λιόδενδρο, η "παιδοτρόφος ελαία" κατά Σοφοκλή είναι πρωταγωνιστής της ελληνικής φύσης και ιστορίας, όπως το ελαιόλαδο είναι πρωταγωνιστής της ελληνικής διατροφής.

Αυτοφυές δέντρο (αγριελιά) πρωτοεμφανίστηκε στην ανατολική Mεσόγειο, αλλά ήταν στην Ελλάδα όπου καλλιεργήθηκε για πρώτη φορά. Έκτοτε, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, η παρουσία της ελιάς στον ελληνικό χώρο υπήρξε αδιάλειπτη και άρρηκτα συνυφασμένη με τις παραδόσεις και την κουλτούρα του λαού.

Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση η Ελαϊς, κόρη του Ανίου και της Δωρίππης, ήταν προστάτιδα του ελαιόλαδου. Οι αδελφές της ήταν η Οινώ, που προστάτευε την άμπελο και η Σπερμώ, που προστάτευε το σιτάρι. Λάδι, κρασί και σιτάρι, τα τρία πολύτιμα προϊόντα της ελληνικής γης.



Η ελιά, όπως μαρτυρά η εύρεση φυτικών απολιθωμάτων φύλλων ηλικίας 50.000 - 60.000 χρόνων στα ηφαιστειογενή πετρώματα της Σαντορίνης, ήταν ανέκαθεν στοιχείο της χώρας. H συστηματική καλλιέργειά της είχε ήδη αρχίσει από τις προϊστορικές εποχές του Λίθου και του Χαλκού.

Έρευνες και ευρήματα (πιθάρια, καταγραφές σε πινακίδες, απομεινάρια ελαιοτριβείων) μαρτυρούν ότι οι η παραγωγή ελαιόλαδου κατείχε εξέχουσα θέση στην κοινωνία και οικονομία των Μινωιτών και Μυκηναίων. Ήδη από τα μινωικά χρόνια γινόταν επεξεργασία του καρπού της ελιάς και παραγόταν λάδι που αποθηκευόταν σε πήλινους πίθους και αμφορείς και συχνά εξάγονταν στα νησιά του Αιγαίου και την κεντρική Ελλάδα. Πέρα όμως από τα οικονομικά οφέλη, το δέντρο της ελιάς λατρευόταν ως ιερό και το λάδι εκτός από προσφορά στους Θεούς και στους νεκρούς χρησίμευε ακόμα στην παραγωγή αρωμάτων, στην ιατρική και στην καθημερινή ζωή ως προϊόν βασικό για τη διατροφή, το φωτισμό και τη θέρμανση.



Το λάδι είχε και άμεση σχέση με τις αθλητικές δραστηριότητες. Οι αθλητές των αρχαίων αγώνων είχαν τη συνήθεια να αλείφουν το σώμα τους με λάδι πριν από την άσκηση στα γυμναστήρια για να διατηρήσουν την ελαστικότητα των μυών τους. Το έπαθλο για τους Ολυμπιονίκες ήταν ένα στεφάνι από αγριελιά, ο κότινος. Ποικίλες ήταν όμως και οι θεραπευτικές χρήσεις του λαδιού με τον ιπποκράτειο κώδικα της ιατρικής να αναφέρει περίπου 60 φαρμακευτικές χρήσεις της ελιάς για τη θεραπεία ασθενειών και παθήσεων. Σύμβολο ιερό, το λάδι χρησιμοποιούνταν και για θρησκευτικούς σκοπούς σε διάφορες λατρευτικές εκδηλώσεις. Με λάδι έκαναν οι αρχαίοι Έλληνες σπονδές στους βωμούς, άλειφαν επιτύμβιες στήλες και ιερές πέτρες.



Η αρχαία χρήση του λαδιού στην ταφική τελετουργία έχει διατηρηθεί και στη χριστιανική θρησκεία. Το ελαιόλαδο έχει σφραγίσει τις ελληνικές παραδόσεις με τις οποίες είναι άρρηκτα συνυφασμένο. Ιερό σύμβολο του κύκλου της ζωής χρησιμοποιείται σε όλες τις σημαντικές στιγμές και τελετουργίες, γέννηση, βάπτιση, γάμο και θάνατο. Για τους ορθόδοξους χριστιανούς, το λάδι, όπως και το σιτάρι και το κρασί, έχει τη σημασία θρησκευτικού αγαθού καθώς είναι συνδεδεμένο με τα μυστήρια του Xρίσματος και του Eυχέλαιου. Το αγιασμένο από την εκκλησία λάδι θεωρείται από τους πιστούς φυλαχτό και βοήθεια για κάθε δύσκολη στιγμή. Σύμφωνα με μια άλλη ελληνική παράδοση, τα "λαδαδέλφια", άτομα δηλαδή που έχουν δεχθεί το λάδι της βάπτισης από τον ίδιο νονό, δεν επιτρέπεται να παντρευτούν.

Ανεπηρέαστη όμως από την ισχυρή παρουσία της ελιάς στον ελληνικό χώρο δεν έμεινε ούτε η τέχνη. Η παραδοσιακή εικόνα των ανθρώπων της υπαίθρου που προσεύχονται για καλή συγκομιδή και συγκεντρώνονται στους ελαιώνες για το λιομάζωμα έχει αποτελέσει θέμα λογοτεχνικών έργων, ζωγραφικής και λαογραφικών αντικειμένων.

Δένδρο ιερό, πολύτιμο και αγαπημένο η ελιά έχει σημαδέψει τον ελληνικό πολιτισμό.



Οπως μαρτυρούν τα αρχαιολογικά δεδομένα αλλά και οι ιστορικές πηγές, η ιστορία της Κρήτης είναι στενά συνδεδεμένη με το δέντρο της ελιάς και με το βασικό προϊόν της, το λάδι. Ήδη από τα μινωικά χρόνια, όπως έχει αποδειχθεί από τα αρχαιολογικά ευρήματα της Κνωσού, γινόταν επεξεργασία του καρπού της ελιάς και παραγόταν λάδι που αποθηκευόταν σε πήλινους πίθους και αμφορείς και συχνά εξάγονταν στα νησιά του Αιγαίου και την κεντρική Ελλάδα. Πέρα όμως από τα οικονομικά οφέλη, το δέντρο της ελιάς λατρευόταν ως ιερό και το λάδι εκτός από προσφορά στους Θεούς και στους νεκρούς χρησίμευε ακόμα στην ιατρική, στον αθλητισμό και στην καθημερινή ζωή ως προϊόν βασικό για τη διατροφή, το φωτισμό και τη θέρμανση. Έτσι το δέντρο της ελιάς και ο ευλογημένος καρπός του από το παρελθόν και ως σήμερα εξακολουθούν να είναι σύμβολα της γνώσης της ειρήνης, της υγείας και της δύναμης. Τα τελευταία χρόνια η διεθνής ιατρική και διαιτολογία συστήνουν το ελαιόλαδο ως απαραίτητο προϊόν διατροφής για την εξασφάλιση υγείας και μακροζωίας. Η Κρήτη με το μεσογειακό της κλίμα ευνοεί την ανάπτυξη της ελιάς που φύεται τόσο σε πεδινές όσο και σε ορεινές περιοχές και καρποφορεί το χειμώνα. Στο νησί υπάρχουν εκατομμύρια ελαιόδεντρα και χιλιάδες οικογένειες βασίζουν την οικονομική τους ζωή στην καλλιέργειά τους. Το κλίμα και η σύσταση του εδάφους της Κρήτης εξασφαλίζουν το φίνο άρωμα και την υπέροχη γεύση του κρητικού ελαιολάδου, καθιστώντας το προϊόν υψηλής ποιότητος με διεθνή αναγνώριση.



Ο νομός Ρεθύμνης είναι κατάφυτος από ελιές και η παραγωγή ελαιολάδου αποτελεί μια από τις βασικές ασχολίες των κατοίκων. Τα είδη που καλλιεργούνται είναι κυρίως χοντρολιές, κορωνέικες και λιγότερες τσουνάτες. Από τα δέντρα αυτά παράγεται εκλεκτής ποιότητος ελαιόλαδο καθώς βρώσιμες ελιές εξαιρετικής ποιότητος. Ο περίφημος ελαιώνας της περιοχής Άδελε στο Δήμο Αρκαδίου, σε μια τεράστια πεδινή και ημιορεινή έκταση, θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους της Μεσογείου.



Τη μακροχρόνια και στενή σχέση της περιοχής αυτής αλλά και ολόκληρου του Ρεθύμνου και της Κρήτης με την ελιά και το λάδι αντανακλά η οργάνωση του Μουσείου της Ελιάς στα Καψαλιανά. Πρόκειται για ένα οικισμό που αποτελούσε μετόχι της Ι. Μ. Αρκαδίου. Εκεί βρισκόταν ο ελαιόμυλος του μοναστηριού που μαζί με άλλα κτίσματα οικοδομήθηκε στο τέλος του 16ου και στις αρχές του 17ου αι. Ο οικισμός είναι διατηρητέος και σήμερα έχει αναστηλωθεί και συντηρηθεί σχεδόν εξολοκλήρου.



To Eλληνικό Mουσείο της Ελιάς στα Καψαλιανά Ρεθύμνου Κρήτης, στεγάζεται στους αναστηλωμένους χώρους του ελαιόμυλου της μονής Αρκαδίου, που οικοδομήθηκε το 1763 από τον ηγούμενο Φιλάρετο. Βρίσκεται στο κέντρο ενός οικιστικού συνόλου χαρακτηρισμένου “υψηλής πολιτιστικής αξίας” και του ιστορικού ελαιώνα του. Την επιστημονική επιμέλεια του Μουσείου έχει το Κέντρο Λαογραφίας. Το κτηριακό συγκρότημα, που αποτελεί έκθεμα το ίδιο, περιλαμβάνει το Κελί του μοναχού-οικονόμου, τον χώρο παραγωγής του 1763 που παρέμεινε σε λειτουργία ως τις αρχές του 20ού αιώνα καθώς και τον φρουριακό χώρο αποθήκευσης. Το Μουσείο είναι αφιερωμένο στη μνήμη του τόπου και στην πολιτιστική κληρονομιά της ελιάς και του ελαιολάδου.

Πηγή: Tσούμπας Γιώργος

Δευτέρα 30 Αυγούστου 2010

Μετρώντας τα άστρα από ένα Λασιθιώτικο Μετόχι



Χωρίς ρεύμα και σήμα στο κινητό, στον Άσπρο Ποταμό, ένα μετόχι από τον καιρό των Ενετών που διαθέτει φωτοβολταϊκό σύστημα από το 1989, λίγο έξω από τον Μακρύγιαλο Λασιθίου, θα βρείτε την ευκαιρία για ξεκούραση και περισυλλογή.

Mια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα κρητικό μετόχι, που για καλή του τύχη έπεσε στα… σωστά χέρια! Ηταν καλοκαίρι του 1985 όταν η Αλέκα Χαλκιά, κάνοντας διακοπές στην Κρήτη, αντίκρισε τυχαία το ερειπωμένο μετόχι του χωριού Πεύκοι δίπλα σε ένα μικρό ποτάμι: τον Ασπρο Ποταμό! «Από την αρχή με γοήτευσαν αυτά τα ερειπωμένα σπιτάκια των βοσκών», διηγείται, «και σαν έμαθα ότι επρόκειτο να πουληθούν, πήρα τη μεγάλη απόφαση». Την εποχή εκείνη όλοι στρέφονταν στον μαζικό τουρισμό. Στο χωριό Μακρύγιαλος κτίζεται το πρώτο μεγάλο ξενοδοχειακό συγκρότημα και γύρω από αυτό οργανώνεται μια εκτεταμένη τουριστική ζώνη. Ακόμα και οι κάτοικοι των ορεινών περιοχών εγκαταλείπουν τα χωράφια και τα σπίτια τους και κατηφορίζουν προς την παραλία. «Οι ντόπιοι δεν καταλάβαιναν τι έκανα εγώ εδώ! Με θεωρούσαν ψώνιο!», θυμάται γελώντας η κ. Χαλκιά.

To χωριό Πεύκοι συμπεριλαμβάνεται στα κατάστιχα της εποχής ως μέρος ενετικής κατοχής. Βάσει αυτού και άλλων στοιχείων χρονολογείται περίπου από το 1700. «Εκτιζαν ένα σπιτάκι απλώς για να κοιμούνται την περίοδο που μάζευαν τις ελιές ή έφερναν τα ζώα τους για βοσκή. Με λίγη φαντασία καταλάβαινες ότι με μερικές επιδιορθώσεις, τα σπιτάκια θα μπορούσαν να μεταμορφωθούν σε κάτι τελείως ξεχωριστό!» Φαίνεται ότι και φαντασία, αλλά και πολλή υπομονή διέθετε η Αλέκα, που με περιορισμένα οικονομικά ξεκινά την αναστήλωση δέκα σπιτιών. «Eγώ απλώς διόρθωσα ή ένωσα, για παράδειγμα, δύο σπίτια, για να γίνει ένας χώρος μεγαλύτερος. Οι εξωτερικοί τοίχοι, όμως, δεν έχουν πειραχτεί καθόλου. Χώμα, καλάμι και ξύλα συνθέτουν μια στέρεη σκεπή.» Οι επισκευές κράτησαν χρόνια. «Ηταν μια τρέλα, αλλά δεν το μετάνιωσα! Θα το ξαναέκανα παρά τον κόπο και τα έξοδα!», μας εξομολογείται η Αλέκα. Η ίδια και η κόρη της, Μυρτώ, με τον σύντροφό της ζουν χειμώνα - καλοκαίρι στον οικισμό. Στο κτήμα τους έχουν ελιές, πορτοκαλιές, λεμονιές και αμυγδαλιές που καλύπτουν τις ανάγκες της οικογένειας.



Οταν η Αλέκα αγόρασε τα σπίτια, στην περιοχή δεν υπήρχε ηλεκτροδότηση. Δεν ήταν όμως αυτός ο λόγος που επέλεξε να μη βάλει συμβατικό ηλεκτρισμό στον οικισμό της. «Δεν με ενδιέφερε μόνο το φυσικό περιβάλλον, αλλά και το πολιτισμικό. Ηθελα να μείνουν όλα όπως τότε», λέει η Αλέκα, που κάνει «παραχωρήσεις» μόνο εκεί που κρίνεται απαραίτητο. «Oι άνθρωποι μαγείρευαν στο τζάκι ή στην γκαζιέρα. Δεν μπορείς όμως τώρα να φέρεις έναν τουρίστα και να του πεις, «μαγείρεψε στο τζάκι»! Η κουζίνα, όπως και η τουαλέτα, ήταν μια παραχώρηση, αλλά όσο γίνεται πιο διακριτική. Δεν έχουμε βάλει πλακάκια για να μην απομακρυνθούμε από το παλιό στυλ!» Για να καλύψει τις ενεργειακές ανάγκες του οικισμού, η Αλέκα εγκαθιστά το 1989 φωτοβολταϊκό σύστημα, ένα από τα πρώτα στην Ελλάδα! Ετσι, το τουριστικό της συγκρότημα αποσπά το πρώτο ευρωπαϊκό και ελληνικό βραβείο ως πρώτη τουριστική μονάδα με εναλλακτική πηγή ενέργειας!

Σε ποιο κοινό απευθυνόταν ο οικισμός Ασπρος Ποταμός τη δεκαετία του '90; «Οι πελάτες μας ήταν αποκλειστικά ξένοι. Γερμανοί, Αυστριακοί και σπανιότερα Αγγλοι. Το είχα παράπονο τότε ότι οι Ελληνες δεν μας καταδέχονταν…» Ο Ασπρος Ποταμός γίνεται γνωστός από στόμα σε στόμα και αποκτά θαμώνες που τον τιμούν κάθε καλοκαίρι. «Οι ξενώνες μας ήταν ορατοί από όσους έκαναν πεζοπορία και αναβάσεις. Αυτοί άλλωστε είναι οι άνθρωποι που συγκινούνται από τέτοιου είδους καταλύματα. Οι επισκέπτες που κάθονται όλη μέρα στο ξενοδοχείο και παίζουν χαρτιά δεν μπορούν να προσαρμοστούν εδώ.»

Τα τελευταία πέντε χρόνια τη διεύθυνση του οικισμού έχει αναλάβει η Μυρτώ. Εκείνη έχει οργανώσει πλήρη ιστοσελίδα, όπου κανείς μπορεί να βρει λεπτομέρειες για τον οικισμό και να κάνει κρατήσεις. Ετσι τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότεροι Ελληνες τον προτιμούν. Τον χειμώνα έχουν κυρίως Κρητικούς που θέλουν να αποδράσουν τα Σαββατοκύριακα. «Τώρα πια έχουμε Ελληνες επισκέπτες μέχρι και σαράντα ετών», λέει η Μυρτώ. «Είναι λογικό», συμπληρώνει η μητέρα της. «Οι άνθρωποι της γενιάς μου είχαν μεγαλώσει σε παραπλήσια σπίτια, αλλά δεν είχαν περάσει καλά. Μόνο η όψη ενός τέτοιου οικισμού τούς γύριζε στα παλιά και τους απωθούσε. Για τη νέα γενιά είναι κάτι εξωτικό.»



Πρωτόγνωρη εμπειρία

Η αλήθεια είναι ότι και για εμάς η παραμονή στον Ασπρο Ποταμό ήταν μια πρωτόγνωρη εμπειρία. Χρειαστήκαμε χρόνο για να μάθουμε να ανοίγουμε τον θερμοσίφωνα με το πετρογκάζ και να διαβάζουμε στο φως της λάμπας πετρελαίου. Και ενώ στην αρχή παραξενευτήκαμε που δεν είχαμε σήμα στο κινητό, όσο περνούσε η ώρα άρχισε να μας αρέσει. Χαλαρώσαμε στην αυλή του δωματίου, χαζέψαμε την πλαγιά και τη νύχτα είχαμε την πολυτέλεια να απολαύσουμε τον ουράνιο θόλο. Απολαύσαμε τη βραδιά και τον ύπνο χάρη στη δροσιά που η κατασκευή προσδίδει στο δωμάτιο. Ξυπνήσαμε με τα κοκόρια. Μας κακοφάνηκε βέβαια που αναγκαστήκαμε να κουβαλήσουμε υλικά από το σούπερ μάρκετ για το πρωινό, το οποίο ετοιμάσαμε οι ίδιοι. Φαίνεται όμως ότι όταν κάνουμε εναλλακτικό τουρισμό, θα πρέπει να ξεχάσουμε τέτοιου είδους υπηρεσίες…

Ευτυχώς ο Μακρύγιαλος απέχει μόλις οκτώ λεπτά με το αυτοκίνητο. Οι πραγματικά γυμνασμένοι πηγαίνουν με τα πόδια στο χωριό και στη θάλασσα. Είστε ένας από αυτούς; Εχετε υπάρξει πρόσκοπος ή κατασκηνωτής; Αν ναι και αν θέλετε για λίγο να αφήσετε πίσω την πολύβουη ζωή σας, ξεκινήστε για τον Ασπρο Ποταμό. Θα είναι μια εξαιρετική ευκαιρία για περισυλλογή και ξεκούραση σε ένα παρθένο μέρος.

Πάρτε μαζί σας καλή παρέα και βιβλία…


Κυριακή 29 Αυγούστου 2010

Πέρα από την ανθρώπινη φυγή



Η παράσταση είναι η αρχαία διαδρομή μιας γυναίκας, θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε, προς τη μήτρα. Ακολουθώντας τους γρίφους της θέλει να μάθει να περπατά. Να κοιτάξει το κάθε μέλος, την κάθε άκρη του κορμιού ανάστροφα.

Η ψυχή είναι καταγεγραμμένη ως ”φυλακισμένη” στο σώμα. Τι συμβαίνει όμως όταν το κορμί, καταδικασμένο να εξυψώνεται σε Θεούς που δεν έχει δει ποτέ, θελήσει να διώξει την ψυχή από πάνω του; Να διαλυθεί στα εξ ων συνετέθη χωρίς καμιά ζωοδόχο πηγή; Ποια μυστικά και ποια μνήμη το ορίζει τότε;

Ο εξαγνισμός έρχεται μέσω της έκστασης. Ο δρόμος που την οδηγεί στην λύτρωση ξεκινά και τελειώνει στην τρυφερότητα. Και η αθωότητα χάνεται για να ξαναβρεθεί σπουδαία, σε μια ταπεινή γωνιά γεμάτη κόκκαλα.

Γ. Παπυράκης




Την προσπάθεια του ανθρώπου να υπερβεί τα όρια που του θέτει η θνητή του φύση, πραγματεύεται το έργο της Όλιας Λυδάκη «HORS CORPS». Η παράσταση παρουσιάζεται την Δευτέρα 30 και την Τρίτη 31 Αυγούστου στις 9.30 το βράδυ στη βόρεια χαμηλή πλατεία της πύλης Βηθλεέμ.

Η Όλια Λυδάκη μιλά για την πρωτοποριακή παράσταση που θα παρουσιάσει στο κοινό του Ηρακλείου αλλά και τα επόμενα σχέδιά της.

Κατ’ αρχάς, μιλήστε μας για την παράσταση που θα παρουσιαστεί στο Ηράκλειο.

«Στο έργο «Hors Corps: Πέραν του σώματος», παραγωγή της ομάδας «βίδα», επινοώ μία αλληλουχία από κινούμενα τοπία με πρωταγωνιστή ένα γυναικείο δίδυμο, δύο γυναικείες φιγούρες, που σαν αντίθετες επιφάνειες του ίδιου προσώπου συναντιούνται και χωρίζουν, ιχνηλατώντας με ανάγλυφες κινήσεις τον σκηνικό χώρο και χαρτογραφώντας τον με βάση τις εσωτερικές τους διακυμάνσεις.

Το έργο πραγματεύεται την προσπάθεια του ανθρώπου να υπερβεί τα όρια της θνητής του φύσης. Κατά την αναζήτησή του θα ακολουθήσει το ένστικτο του και μέσα στον διχασμό ύλης-πνεύματος θα ψάξει να εξαγνιστεί και να απελευθερωθεί, αναμετρώντας και εξαντλώντας τις δυνάμεις που κρύβονται στο σώμα του όσο και στη γή που πατά. Άλλοτε πάλι, ανάλαφρος και υπνωτισμένος, παραδίδεται ολοκληρωτικά στην ροή μιας ανώτερης δύναμης που φαίνεται να τον κινεί και να τον ορίζει.»

Πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε με το χορό;

«Όπως τα περισσότερα παιδιά, ξεκίνησα να κάνω κλασικό μπαλέτο ως εξωσχολική δραστηριότητα. Η εκτόνωση της ενέργειας μέσα από την σωματική άσκηση, σε συνδυασμό με την μουσική και την υποκριτική, το «χτίσιμο» μιας ολόκληρης παράστασης με τα άλλα παιδιά και η λαχτάρα της έκθεσης μπροστά στο κοινό, με συνάρπαζαν.

Ο χορός εξελίχθηκε σύντομα σε μεγάλη αγάπη και επιλογή επαγγελματικής κατεύθυνσης, οπότε έφυγα για σπουδές χορού στην Γαλλία. Εκείνη την περίοδο και σε μία χώρα, όπως η Γαλλία, όπου οι κρατικοί θεσμοί ενισχύουν σημαντικά τις τέχνες και τα ιδρύματα εκπαίδευσης χορού φιλοξενούν φοιτητές από κάθε γωνιά του κόσμου, η αγάπη και η πίστη μου στο χορό δοκιμάστηκαν σημαντικά. Άρχισα να συνειδητοποιώ και να πειθαρχώ στις απαιτήσεις της δουλειάς μου, να πλάθω και να προσδιορίζω την προσωπική μου ταυτότητα.

Μέσα από τις συνεργασίες που ακολούθησαν με Έλληνες και ξένους χορογράφους από την αποφοίτησή μου έως σήμερα, τις περιοδείες σε πολλές ξένες χώρες και την επαφή με θεατές από διαφορετικές κουλτούρες, κατάλαβα καλύτερα πόσο σημαντικό ρόλο μπορεί να παίζει η τέχνη μέσα στην κοινωνία και ποια ήταν η θέση που ήθελα να καταλαμβάνω εγώ μέσα σε αυτήν.

Σήμερα, αν και συχνά αποθαρρύνομαι μπροστά στις δυσκολίες του επαγγέλματός μου, βρίσκω τρόπους να συμφιλιώνομαι μαζί τους και να επικεντρώνομαι στην διάδοση και στην ενίσχυση της τέχνης του χορού, είτε χορεύοντας και χορογραφώντας, είτε διδάσκοντας σε επαγγελματίες και ερασιτέχνες χορευτές.»

Μοιράζετε τη ζωή σας ανάμεσα στην Αθήνα και τη Γαλλία. Στο Ηράκλειο δεν σκέφτεστε να επιστρέψετε;

«Από τον καιρό που αποφοίτησα και με την υποστήριξη πάντα του φίλου και συνεργάτη Γιώργου Αντωνάκη, διευθυντή του Φεστιβάλ Ηρακλείου εδώ και χρόνια, επεδίωκα να παρουσιάζω στο κοινό της γενέτειράς μου τα έργα στα οποία συμμετείχα ώς χορεύτρια ή χορογραφούσα η ίδια. Από το 2003 συνεργάζομαι με την θεατρική ομάδα των Σχολών Ηρακλείου του Πανεπιστημίου Κρήτης, που αποτελείται από νέους με πολύ πείσμα και μεράκι. Επίσης προσπαθώ, όσο συχνότερα μου το επιτρέπει το πρόγραμμά μου, να οργανώνω στην Κρήτη σεμινάρια με σημαντικούς χορογράφους που απευθύνονται σε ερασιτέχνες και επαγγελματίες χορευτές.

Η επιλογή της ελληνικής πρωτεύουσας ως τόπος διαμονής είναι αναγκαία εφόσον για την ώρα με ενδιαφέρει κυρίως η στενή επαγγελματική συνεργασία με χορογράφους στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.»

Ο χορός δεν έχει τη θέση που του αξίζει στη χώρα μας;

«Για να ανθήσει μια τέχνη, όπως ο χορός, και να διατηρηθεί ζωντανή σε μία χώρα χρειάζεται κατά την γνώμη μου πλούσια καλλιτεχνική διάθεση και παραγωγή μαζί με τεράστια κρατική υποδομή και μέριμνα που θα εξασφαλίζει την δημιουργία, την καλή λειτουργία και την συχνή ανανέωση των σχετικών θεσμών και μηχανισμών.

Σε προσωπικό επίπεδο μπορείτε να αναρωτηθείτε και μόνοι σας πόσο συχνά δημιουργείται στον νέο-Έλληνα το ερέθισμα να έρθει σε επαφή με ένα είδος τέχνης μέσα από την παιδεία και την ψυχαγωγία του!

Ρίξτε μια ματιά, επίσης, στον αριθμό των ανώτερων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων χορού και θεάτρου στην Ελλάδα, στην οργάνωση και στην ποιότητα των σπουδών που παρέχουν, εξετάστε την επιτυχή(;) λειτουργία κρατικών και ιδιωτικών θεάτρων και τον τρόπο με τον οποίο υποτίθεται πως το αρμόδιο υπουργείο τα στηρίζει και τα συντηρεί επαρκώς με τον θεσμό των κρατικών επιχορηγήσεων. Δείτε τις ελάχιστες προσφορές εργασίας και τις απογοητευτικές συνθήκες που τις συνοδεύουν και την χαοτική νομοθεσία και γραφειοκρατικό όγκο που επιβαρύνει ακόμα και την μικρότερη διοικητική διαδικασία για να πάρετε μια ιδέα για το αν η θέση του χορού στην χώρα μας μπορεί να είναι αυτή που θα έπρεπε να του αναλογεί....»

Υπάρχουν Έλληνες που ασχολούνται με το χορό;

«Είναι πολύ θετικό πως ο αριθμός των συμπατριωτών μας που ασχολούνται ερασιτεχνικά όσο και επαγγελματικά με τον χορό εδώ και στο εξωτερικό, καθώς και ο αριθμός όσων παρακολουθούν χορό στην Ελλάδα, ολοένα αυξάνεται. Χαίρομαι ιδιαίτερα όταν στο κοινό βρίσκονται πρόσωπα πέρα απο την βασική μερίδα των θεατών που αποτελείται από συγγενείς, φίλους και συναδέλφους εξοικειωμένους με τις χοροθεατρικές παραστάσεις.»

Ποια είναι τα σχέδιά σας;

«Αυτή την περίοδο βρίσκομαι σε πρόβες με την νέα ταλαντούχα χορογράφο της ομάδας Fόρα etc, Μέντη Μέγα, για την δημιουργία ενός σόλο που στοχάζεται πάνω στην φύση και την λειτουργία των σύγχρονων μέσων και που θα παρουσιαστεί στην Αθήνα τον ερχόμενο Οκτώβριο. Παράλληλα, ετοιμάζουμε με την, επί πολλών χρόνων δασκάλα και συνεργάτιδά μου, χορογράφο Carlotta Ikeda ένα παιδικό χοροθεατρικό έργο πάνω στην ζωή του Ιάπωνα μοναχού Ikkyu που υπήρξε ένας πολύ σημαντικός δάσκαλος της φιλοσοφίας ζεν αλλά και του οποίου η ζωή έγινε πολύ δημοφιλές περιοδικό κόμικ στη Ιαπωνία και στην Ευρώπη. Η παράσταση αυτή θα ανέβει στο Μπορντώ στις αρχές Νοεμβρίου.

Πέρα από τις δύο αυτές παραγωγές θα ακολουθήσω την φετινή προγραμματισμένη περιοδεία της ομάδας Ariadone που παρουσιάζει προηγούμενα έργα της Carlotta Ikeda σε Γαλλία και εξωτερικό και θα αφιερώσω χρόνο σε διδασκαλίες και σεμινάρια χορού butoh.»

Πηγή: Εφημερίδα Πατρίς

Παρασκευή 27 Αυγούστου 2010

O Νεραϊδόσπηλιος



Πηγαίνοντας στο Νεραϊδόσπηλιο, στους Αστρακούς Πεδιάδος, είχε ξυπνήσει μέσα μου μια μικρή, πολύ μικρή κρυφή ελπίδα, ότι θα δω επιτέλους τις Νεράιδες ή έστω απ' αυτές, ένα σημάδι τους, ας πούμε. Κι ότι θα εκπληρωθεί έτσι ένα παιδικό μου όνειρο, που μου είχε στοιχίσει πολλούς κόπους, ξενύχτια και περπάτημα στο παρελθόν। Μια ελπίδα σαν κι αυτή που έχουν όλοι οι μεγάλοι, που δεν έχουν σκοτώσει ακόμα το μικρό παιδί μέσα τους, ότι ο Άγιος Βασίλης θα ’ρθει αυτή την Πρωτοχρονιά και θα τους φέρει το δώρο τους. Ότι όλα αυτά τα ωραία και αγνά (παραμύθια;) που πιστέψαμε ως παιδιά, δε μπορεί να ’ναι ολότελα ψέματα. Κάπου πρέπει να υπάρχει μια δόση αλήθειας, ή έστω αληθοφάνειας.

"Ας ήταν να δω έστω και μια απ' αυτές" σκεφτόμουν, καθώς κατηφόριζα το μονοπάτι, "κι ας είναι μόνο για μια στιγμή, όσο διαρκεί ένα ανοιγόκλεισμα ματιών". Κι ας ήξερα ότι θα διαψευστώ για άλλη μια φορά, δε μπορούσα (ή μάλλον δεν ήθελα) να σκοτώσω αυτή τη μικρή ελπίδα μέσα μου. "Δε βαριέσαι" σκεφτόμουν, "έχω διαψευστεί και έχω απογοητευτεί τόσες φορές στο παρελθόν αναζητώντας τις, που μια φορά πάνω ή κάτω δεν έχει πια καμιά ιδιαίτερη σημασία".

Τις Νεράιδες αναζητούσα λοιπόν στο Νεραϊδόσπηλιο των Αστρακών, έναν απ’ τους πολλούς Νεραϊδόσπηλιους της Κρήτης και ένα από τα πολλά μέρη που αναφέρονται ως τόποι εμφάνισής τους.

Οι θυγατέρες του Νηρέα στην αρχαιότητα, οι νύμφες των νερών, μετονομάστηκαν σε Νεράιδες και με το όνομα αυτό πέρασαν στη Νεοελληνική λαϊκή μας παράδοση. Ο λαός μας τις θεωρεί ως γυναίκες εξαίρετου κάλλους και ομορφιάς, με μακριά μαλλιά, με κάτασπρη σάρκα που φεγγοβολά στο σκοτάδι και το διασπά, ντυμένες με άσπρο αραχνοΰφαντο πέπλο. Η όψη τους είναι γλυκιά, οι κινήσεις τους αέρινες και το τραγούδι κι ο χορός τους σαγηνεύουν τους ανθρώπους. Δεν είναι ορατές όμως απ’ όλους τους ανθρώπους, παρά μόνον απ' τους "αλαφροΐσκιωτους" και τους "Σαββατογεννημένους".

Ζουν κοντά στη φύση, ιδιαίτερα όμως τους αρέσουν τα μέρη με πολλά νερά, δροσιά, δέντρα και λουλούδια. Οι τόποι εμφάνισής τους σχετίζονται άμεσα με τους τόπους λατρείας των αρχαίων νυμφών, των Νηρηίδων, που γινόταν σε τρίστρατα, σε δισταύρια, σε σπηλιές, σε πηγές, σε ποτάμια ή κοντά στη θάλασσα. Αγαπούν ιδιαίτερα το χορό, τη μουσική και τα τραγούδια και είναι ιδιαίτερα προκλητικές την ώρα του χορού τους. Κυριολεκτικά, εκείνη την ώρα, μαγεύουν τους (τυχόν) περαστικούς, μαγνητίζοντας τα βλέμματα και το μυαλό τους.



Αυτά είναι σε γενικές γραμμές τα γενικά χαρακτηριστικά των Νεράιδων, όπως εξελίχθηκαν και διαμορφώθηκαν από την αρχαιότητα (Νηρηίδες) ως τις μέρες μας(Νεράιδες). Από ’κει και πέρα όμως, οι παραδόσεις και οι θρύλοι που σχετίζονται μ’ αυτές είναι τόσο πολλοί, με τόσες παραλλαγές από τόπο σε τόπο (καθώς η μυθοπλαστική φαντασία του λαού μας είναι τεράστια και δεν μπορεί ν’ αφήσει τίποτα στην τύχη, τίποτα να γίνει μόνο του), ώστε κάθε μέρος που αναφέρεται ως τόπος εμφάνισής τους να έχει τη δική του μοναδική, ξεχωριστή, διαφορετική ιστορία. Τη δική του ιδιαιτερότητα.

Ας αφήσουμε όμως το θρύλο του Νεραϊδόσπηλιου των Αστρακών να ξετυλιχθεί μπρος τα μάτια μας, μεταφέροντάς μας συγχρόνως σε μια άλλη εποχή, στην εποχή που "υπήρχαν" οι Νεράιδες και οι άνθρωποι (ιδίως οι άντρες), τις έβλεπαν, τις ερωτεύονταν ή τις φοβόταν κι ας προσπαθήσουμε μετά μαζί να καταλάβουμε γιατί σήμερα δεν υπάρχουν πια. Εξαφανίστηκαν όπως και τόσα άλλα είδη από τούτο τον πλανήτη ή εμείς χάσαμε τη δυνατότητα να τις βλέπουμε; Να "βλέπουμε" και "κάτι" παραπέρα από το τυπικό είδωλο που αποτυπώνεται στον αμφιβληστροειδή του ματιού μας;

Λέει λοιπόν ο θρύλος, όπως τον κατέγραψε ο Βασίλης Γ. Χαρωνίτης στο βιβλίο του "Η Κρήτη των Θρύλων" (τόμος Β') ότι στο Νεραϊδόσπηλιο των Αστρακών που βρίσκεται μέσα στο φαράγγι του Καρτερού, πήγαιναν οι Νεράιδες και χόρευαν.

Αυτή την υποβλητική σπηλιά, με τις πολλές πηγές, τα κρύα νερά, τα δέντρα και τα πλατάνια γύρω γύρω, που είναι κάπως αποκομμένη από τη γύρω περιοχή. εξαιτίας του ότι βρίσκεται μέσα στο φαράγγι, είχαν διαλέξει για τόπο τους οι Νεράιδες! Ώσπου μια νύχτα, ένας νέος, καλός λυράρης, άκουσε το τραγούδι τους και από περιέργεια μπήκε στη σπηλιά. Κι εκεί τις είδε! Οι Νεράιδες, με ξέπλεκα μαλλιά, πεπλοντυμένες, λουσμένες στο φως μιας αιώνιας άνοιξης, χόρευαν! Η λάμψη τους διασπούσε το σκοτάδι, το τραγούδι τους του χάιδευε τ’ αυτιά και τα μάτια του δεν χόρταιναν να βλέπουν τον "αέρινο" χορό τους.

Συνεπαρμένος απ’ όλα τούτα τα πρωτόγνωρα που ξετυλίγονταν μπροστά στα μάτια του, έπιασε χωρίς να το καταλάβει τη λύρα του και τις συνόδεψε στο χορό. Οι Νεράιδες ακολούθησαν το παίξιμό του και ξετρελάθηκε ο νέος από τα όσα γίνηκαν μπροστά του. Την αυγή, άμα χάθηκαν οι Νεράιδες, ο λυράρης δεν ήξερε αν έζησε ένα όνειρο ή αν πραγματικά συνόδεψε τις Νεράιδες στο χορό τους με τη λύρα του. Μα το επόμενο και το μεθεπόμενο βράδυ, οδηγημένος από κάποια αόρατη δύναμη, βρέθηκε πάλι στη σπηλιά και με τη λύρα του έπαιζε ασταμάτητα για τις Νεράιδες που χόρευαν. Σιγά σιγά, η ματιά του σταμάτησε πάνω σε μια απ’ αυτές και δεν χόρταινε να την κοιτάζει! Ήταν ερωτευμένος μαζί της!

Όταν το συνειδητοποίησε, πήγε σε μια γριά πολύξερη και ζήτησε τη βοήθειά της. Η γριά, αφού τον άκουσε με προσοχή, του είπε πως άμα πλησιάζει η ώρα να λαλήσουν οι πετεινοί (οπότε χάνονται οι Νεράιδες), ν’ αρπάξει από τα μαλλιά εκείνη που αγαπούσε και να μην την αφήσει με κανέναν τρόπο. Ήρθε το βράδυ και ο νέος πήρε τη λύρα του και πήγε στη σπηλιά, όπου άρχισε να παίζει όσο γλυκύτερα μπορούσε, χορευτικούς σκοπούς. Σε λίγο, παρουσιάστηκαν οι Νεράιδες και πιάστηκαν στο χορό.

Λίγο προτού λαλήσουν οι πετεινοί, ο νέος άφησε τη λύρα του και έκαμε όπως τον είχε συμβουλέψει η γριά. Η Νεράιδα αντιστάθηκε με λύσσα, αγρίεψε, έβαλε τις φωνές, μα τίποτα! Ο νέος την κρατούσε γερά! Άρχισε τότε να μεταμορφώνεται πότε σε σκύλο, πότε σε φωτιά, πότε σε φίδι, πότε σε καμήλα, αλλά ο λυράρης την κρατούσε γερά από τα μαλλιά και δεν την άφηνε. Ξαφνικά, λάλησαν οι πετεινοί κι οι άλλες Νεράιδες εξαφανίστηκαν. Τότε εκείνη που κρατούσε ο νέος ξανάγινε πανέμορφη, όπως ήταν πριν και τον ακολούθησε στο σπίτι του. Έζησε μαζί του ένα χρόνο, του γέννησε ένα γιο, αλλά τη μιλιά της δεν την άκουσε ποτέ!



Δυστυχισμένος καθώς ήταν ο νέος λυράρης με τη βουβαμάρα της Νεράιδας - γυναίκας του, μεταχειρίστηκε όλα τα μέσα για να την κάνει να μιλήσει, χωρίς αποτέλεσμα όμως. Ξαναπήγε λοιπόν στη γριά και της ζήτησε τη συμβουλή της. Εκείνη του ορμήνεψε να πυρώσει καλά το φούρνο κι ύστερα να πάρει το παιδί από τα χέρια της γυναίκας του, να κάνει πως θα το πετάξει μέσα στο φούρνο και να πει: "Δε μου μιλείς; Τότε ρίχνω κι εγώ το παιδί σου στο φούρνο". Ακολούθησε πιστά τη συμβουλή της, μα τη στιγμή που έκανε ότι θα έριχνε το παιδί στη φωτιά, η Νεράιδα χίμηξε πάνω του σέρνοντας φωνή: "Μη σκύλε το παιδί μου!". Του τ’ άρπαξε από τα χέρια και έγιναν άφαντοι, μάνα και παιδί μαζί.

Απελπισμένος τους αναζήτησε με φωνές, παρακάλια και κλάματα, αλλά μάταια. Η Νεράιδα - μάνα και το παιδί, δεν ξαναφάνηκαν πια. Πήγε λένε στις αδελφές της, αλλά αυτές δεν τη δέχτηκαν. Δεν της συχώρεσαν το ότι άφησε άνθρωπο και την άγγιξε και τη μόλυνε. Γι’ αυτό αναγκάστηκε και πήγε λίγο πιο πέρα σε μια βρύση που τη λένε Λούτρα. Εκεί τη βλέπουν δυο - τρεις φορές το χρόνο να κρατεί το παιδί στην αγκαλιά της και να κλαίει. Οι άλλες εξακολουθούν να χορεύουν και να τραγουδούν, χωρίς όμως να έχουν πια λύρα να τις συνοδεύει και χωρίς την αδελφή τους. Η Νεράιδα - μάνα κάθεται λυπημένη παραπέρα και κλαίει. Τα δάκρυά της πέφτουν πάνω στο νερό και το θολώνουν, γι’ αυτό τα νερά του Νεραϊδόσπηλιου εμφανίζονται θολά πότε - πότε.

Αυτά λοιπόν, λέει ο θρύλος. Γύρω από το Νεραϊδόσπηλιο των Αστρακών υπάρχουν πολλές πηγές και σχισμές από τις οποίες βγαίνει νερό, συνοδευόμενο από ένα ελαφρύ θόρυβο, κάτι σαν κλάμα. Και μετά από κάθε νεροποντή στη γύρω περιοχή, τα νερά των πηγών θολώνουν. Τούτα τα απλά φαινόμενα πυροδότησαν τη φαντασία του λαού μας και τον οδήγησαν στην κατασκευή του μύθου για τη Νεράιδα που κλαίει.

Φαινόμενα που παρατηρούνται και σήμερα. Γιατί και σήμερα τα "δάκρυα της Νεράιδας" εξακολουθούν να θολώνουν τα νερά του ποταμού. Τόσα χρόνια δε στερέψανε. Τρέχουν ακόμα απ' τα μάτια της. Μόνο που τα τελευταία χρόνια τρέχουν μερικές φορές, κυριολεκτικά "μαύρα δάκρυα". Και τα νερά του ποταμού δε θολώνουν απλά, αλλά παίρνουν ένα σκούρο καφέ ως μαύρο χρώμα, αναδίδοντας μια έντονη δυσοσμία. Όχι, δεν άλλαξε η χημική σύσταση των δακρύων της Νεράιδας. Για κατσίγαρο πρόκειται! Για κατσίγαρο που ρίχνουν (άθελα θέλω να πιστεύω), τα ελαιουργεία της περιοχής, ανεξέλεγκτα, σε κάποιους χώρους στην ευρύτερη περιοχή του Νεραϊδόσπηλιου, λερώνοντας έτσι τη φύση, τα υπόγεια νερά και την ψυχή μου (πιστεύω και τη δική σας, αγαπητοί αναγνώστες).

Τα πετρώματα της γύρω περιοχής, εξαιτίας της μεγάλης τους υδροπερατότητας δεν μπορούν να συγκρατήσουν μέσα τους τα νερά και να τα "φιλτράρουν", όπως κάνουν άλλου είδους πετρώματα, αλλά τα απελευθερώνουν άμεσα, οδηγώντας τα στις σπηλιές του Νεραϊδόσπηλιου, μέσα από "δρόμους" που έχει χαράξει εδώ και αιώνες με το αλάθευτο "χέρι" της η φύση.

Αυτά σχετικά με τα "δάκρυα" της Νεράιδας. Αλλά με τις ίδιες τις Νεράιδες τι γίνεται; Υπήρξαν ή όχι; Κι αν ναι, γιατί δεν τις βλέπουμε σήμερα; Γιατί εγώ, αν και Σαββατογεννημένος, δεν τις έχω δει ποτέ κι ας τις έχω αναζητήσει τόσο πολύ; Γιατί κατέληξα μάταιος αναζητητής τους, εγώ, που ούτε με τη φαντασία μου δεν μπορούσα να τις πλάσω, αφού τόσα πολλά είχα ακούσει γι' αυτές (ας όψεται η γιαγιά μου και οι άλλες γυναίκες της γειτονιάς του χωριού μου), για την εξωτική ομορφιά του χορού και της θωριάς τους, για την αιώνια νιότη τους και για τα βάσανα που περίμεναν οποιονδήποτε προσπαθούσε να τις κάνει "δικές του";

Μάταια τις αναζήτησα σε σπηλιές, σε ρεματιές (κυρίως), σε τρίστρατα, σε δισταύρια, σε πανσεληνόφωτες, φεγγαρόφωτες ή αφέγγαρες νύχτες, μεσάνυχτα, μεσημέρια, δειλινά και αυγές. Τίποτα, Νεράιδες πουθενά!

Ώσπου κατάλαβα! Κατάλαβα τη δυνατότητα που είχαν "τα μάτια" των παλιών αντρών που τις έβλεπαν (γιατί κυρίως οι άντρες είχαν αυτό το προνόμιο) και την αδυναμία των δικών μου. Ας όψεται η σεξουαλική απελευθέρωση, η χειραφέτηση της γυναίκας, οι φεμινίστριες, το πλησίασμα των δυο φύλων, η άρση του ενδυματολογικού καθωσπρεπισμού των περασμένων ετών και το ... πλυντήριο (κι αυτό άντρας το ανακάλυψε).



Πήγαιναν οι γυναίκες παλιά (που δεν υπήρχαν ούτε πλυντήρια ούτε σκάφες ούτε νερό στα σπίτια) να πλύνουν τα ρούχα στους ποταμούς, στα ρέματα και στα ρυάκια, ξεκινώντας πολύ πρωί, αξημέρωτα ακόμα και πολλές φορές έμεναν εκεί όλη μέρα, μέχρι το βράδυ, ακόμα κι όταν η νύχτα είχε αρκετά προχωρήσει. Άλλωστε είχαν να κάνουν τόσες δουλειές: να βράσουν νερό, να πλύνουν τα ρούχα, να τα ξεπλύνουν, να τα στραγγίξουν, να τα απλώσουν στον ήλιο να στεγνώσουν, να τα μαζέψουν και να φύγουν. Έβγαζαν τα "περιττά" ρούχα τους, μένοντας με τα εσώρουχα (μεσοφόρι) και μέσα στα νερά έπλεναν. Πολλές φορές, καθώς περίμεναν τα απλωμένα ρούχα να στεγνώσουν, εκμεταλλεύονταν την ευκαιρία για ένα μπάνιο στα καθαρά νερά του ποταμού.

Όλοι οι ποταμοί είχαν καθαρά νερά τότε κι ας μη ξεχνάμε ότι ο κόσμος δεν πήγαινε καλοκαιρινές διακοπές εκείνες τις εποχές. Περνούσαν λοιπόν (τυχαία;) οι καημένοι οι άντρες, μόνιμα "πεινασμένοι" για γυναικείο σώμα, χάδι, τρυφερότητα και ομορφιά, μονίμως ακόρεστοι, έβλεπαν αυτό το πρωτοφανές γι’ αυτούς θέαμα και έμεναν έκθαμβοι. Έβλεπαν τα απόκρυφα γυναικεία μέλη (χέρια, πόδια, καμιά φορά και κάτι παραπάνω), κάτασπρα, με τις σταγόνες του νερού να στραφταλίζουν στον ήλιο, τα μακριά μαλλιά ξέπλεκα και ... "έχαναν τη λαλιά τους" (αρκετές φορές και κυριολεκτικά).

Έτσι δημιούργησαν το μύθο σχετικά με τις Νεράιδες, για το χορό τους και την ομορφιά τους. Οι πιο πεζοί και συνάμα ρεαλιστές (οι "χορτάτοι";) το εκμεταλλεύονταν ανάλογα (οι "ματάκηδες" της εποχής). Οι άλλοι, οι πιο αλλοπαρμένοι και ίσως πιο "πεινασμένοι σεξουαλικά", έβλεπαν ... Νεράιδες! Έτσι δημιουργήθηκαν κατά τη γνώμη μου οι διάφοροι μύθοι σχετικά με τις Νεράιδες. Το στηρίζω ακόμη στο ότι κανείς δε μου διηγήθηκε ποτέ ότι τις είδε χειμώνα, με βροχή, με κρύο ή με χιόνι. Άνοιξη, καλοκαίρι και φθινόπωρο τις έβλεπαν. Επίσης δεν αναφέρονται σε Βόρειες χώρες, αλλά μόνο σε Μεσογειακές.

Και σήμερα δεν υπάρχουν Νεράιδες; Υπάρχουν, είναι η απάντηση. Μόνο που έχουν αλλάξει χώρο και χορό. Υπάρχουν στα μπαράκια, στα κέντρα, στα clubs, στις pubs, στις καφετέριες, στους δρόμους, στις πλατείες. Δίπλα μας είναι. Και δε χορεύουν πια στους ρυθμούς της λύρας, αλλά της τζαζ, της ροκ, της ποπ, της τέκνο, της ραπ, της χέβυ μέταλ μουσικής. Ενδυματολογικά, μοιάζουν πολύ με τις Νεράιδες, αλλά εκεί που σίγουρα τις ξεπερνούν είναι στο ότι εξακολουθούν να "παίρνουν" σε μεγαλύτερο βαθμό τα μυαλά και τη λαλιά εμάς των αντρών.

Αλήθεια, έχετε παρατηρήσει πόσο όμορφες είναι σχεδόν όλες οι κοπέλες τα τελευταία χρόνια;

Πηγή: "ΣΤΙΓΜΕΣ", το Κρητικό περιοδικό

Τρίτη 24 Αυγούστου 2010

Το φεγγάρι σκόνταψε...



«…Χτές βράδυ δεν κοιμήθηκαν καθόλου τα παιδιά… Είχανε κλείσει ένα σωρό τζιτζίκια στο κουτί των μολυβιών, και τα τζιτζίκια τραγουδούσαν κάτου απ΄το προσκεφάλι τους ένα τραγούδι που το ξέραν τα παιδιά από πάντα και το ξεχνούσαν με τον ήλιο.

Χρυσά βατράχια κάθονταν στις άκρες των ποδιών χωρίς να βλέπουν στα νερά τη σκιά τους. Κι ήτανε σαν αγάλματα μικρά της ερημιάς και της γαλήνης.

Τότε το φεγγάρι σκόνταψε στις ιτιές κι έπεσε στο πυκνό χορτάρι. Μεγάλο σούσουρο έγινε στα φύλλα. Τρέξανε τα παιδιά, πήραν στα παχουλά τους χέρια το φεγγάρι κι όλη τη νύχτα παίζανε στον κάμπο.

Τώρα τα χέρια τους είναι χρυσά, τα πόδια τους χρυσά, κι όπου πατούν αφήνουνε κάτι μικρά φεγγάρια στο νοτισμένο χώμα. Μα, ευτυχώς, οι μεγάλοι που ξέρουν πολλά, δεν καλοβλέπουν. Μονάχα οι μάνες κάτι υποψιάστηκαν.

Γι αυτό τα παιδιά κρύβουνε τα χρυσωμένα χέρια τους στις άδειες τσέπες, μην τα μαλώσει η μάνα τους που όλη τη νύχτα παίζανε κρυφά με το φεγγάρι.»

(Γ. Ρίτσος, Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού)


Τετάρτη 18 Αυγούστου 2010

Άγιος ο Έρωτας



Ξεροί καημοί και νερό θαλασσινό
το σώμα σου κόλλησε στο σώμα μου
με τον πανσέληνο πόνο του χειμώνα.
Ακούς νερά που χύνονται στα μέσα των ποδιών σου;

Ανάμεσα στα όνειρα σπαράζει η ζωή μας,
ανάμεσα στα όστρακα παφλάζει η καρδιά μας.

Άγιος ο Έρωτας, άγιος καημός
δικός μου και ο Αύγουστος
με τις μεγάλες μνήμες.
λέω μάτια μου κι αστράφτει κεραυνός
θέλω θάλασσα κι ανοίγει ουρανός.

Πάνω από την θάλασσα, στη μεριά του ανέμου
στα μαύρα ντύνεσαι κι ανοίγεις το σκοτάδι
σηκώνεις τα άστρα σε χορό
και το κορμί μου σ' άγριο ποτάμι.

Άγιος ο Έρωτας, άγιος καημός
δικός μου και ο Αύγουστος
με τις μεγάλες μνήμες.
λέω μάτια μου κι αστράφτει κεραυνός
θέλω θάλασσα κι ανοίγει ουρανός.


Κυριακή 15 Αυγούστου 2010

Αγιομονιώτισσα



Ο Αύγουστος επάτησε, η άκρα του χειμώνα, λέει ο λαός μας. Μα στα κρητικά χώματα είναι τριπλά τα καλοκαίρια και λιγοστός ο χειμώνας.Οι αυγουστιάτικες μέρες ολόζεστες ξημερώνουν και βραδιάζουν. Είναι οι μέρες της γλυκιάς νοσταλγίας με τα δεκαπεντίσματα, τις νηστείες για τη Λαμπρή του καλοκαιριού η γιορτή της μάνας Παναγίας και τις χαρές του γαλανού γιαλού μας.

Τα σοκάκια του χωριού μοιραζότανε τη χαρά της αθωότητας, είχανε πανεγύρι από τον γιαγερμό των αλαργοξορισμένων, μεθούσανε από τα μύρα των βασιλικών,μοσχοβολούσανε μυρωδιές νιοφούρνιστου φτάζυμου ψωμιού, μα και ξυνόχοντρου, που σε τάβλες, σε πινακωτές των φούρνων, σε τεψά και σε δίσκους ξεραίνανε στα χωματένια δώματα οι γυναίκες, για να πορέψουν τις μεγάλες φαμελιές τους, τις χειμωνιάτικες φαγώμερες.

Η τριανταπεντάχρονη Μαρία του Κωνσταντή, με τα μακρά κουρλιά, το είχε τάξιμο κάθε Δεκαπεντάρη να φορεί τα μαύρα και ήταν από κλωστής ντυμένη σαν καλογρά, γαλατερή κι όμορφη έμοιαζε με την Παναγία. Νήστευε Δευτέρες και τετραδοπάρασκα το λάδι, νήστευε ακόμα και τα τέσσερα μικρά κοπέλια της και τως επαράγγελνε:

-Να μη φάτε πουθενά πράμα ελεργιά και μαγαρίσετε.

Συντροφιαστή με τις σκουροφορεμένες γυναίκες της δικολογιάς και με τις γειτόνισσες βαστούσανε από τα σπίτια τους τα κεριά στο μοναστήρι να τα ανάψουν, δυο γράμματα της λειτρουγιάς ν’ ακούσουνε, να μερώσει ο νους τους.

Ο άντρας της ο Κωσταντής βαθιά θρήσκος κι εκείνος είχε μάθει από τους σοφούς γεροντήδες του χωριού να μηνολογιάζει. Εξέταζε τα παρατηρήματα τις έξε πρώτες μέρες του Αυγούστου και τις έξε ύστερες για να μαντέψει τον καιρό.Καλές βεντέμες ανέ ’ρθουνε ή δυστυχισμένες κακοχρονιές ανέν πλακώσουνε.

Με εκείνα, τα λίγα που γατέχανε, πορευόντανε, ήταν ευχαριστημένοι και δοξολογούσανε το Θεό. Σήμερα έχομε πολλά, θέμε και πιο πολλά και το θέλω τελειωμό δεν έχει και λίγοι είναι οι ευχαριστημένοι και ευτυχισμένοι.

Το γλυκό λάλος της καμπάνας νύχτα βαθιά καλούσε τους χωριανούς για το δεκαπεντίσματα.Ω! πόση μαγεία είχανε αυτές οι ταχινιάτικες λειτουργίες του Δεκαπεντάρη.Μέσα στο μισοσκόταδο της εκκλησιάς μονάχα με φως των καντηλιών και των κεριών φέγγανε οι ψαλτάδες να διαβάζουνε τα άγια χαρτιά, που ήτανε γεμάτα σταξίματα κεριού.

Σεμνά εδιάβαζε κι ο παπάς το ευαγγέλιο με το λίγο φως της λαμπάδας.Το γυναικομάνι βαθιά συγκινιόταν, σταυροκοπιόταν, έκανε μετάνοιες κι όταν ψάλλανε την παράκληση, πολλά τροπάρια που τα γατέχανε ξεστήθου,τα σιγοψάλλανε με βαθιά συγκίνηση και παρηγοριά αυτές οι αγνές ψυχές των χωριανών, που έβρισκαν ανακούφιση, παρηγοριά και καταφύγιο στα βάσανα της τυραννισμένης τους ζωής.

«Από των πολλών μου αμαρτιών, ασθενεί το σώμα και η ψυχή …προς σε καταφεύγω… και τα σπερνά με τα τροπάρια, Απόστολοι εκ περάτων» και τόσα άλλα χάριζαν ψυχική ανακούφιση στις αγνές ψυχές της αγροτιάς, που σεβόταν την πίστη και και τις παράδοσεις τους.

Ήτανε από τα λίγα αγαπημένα αντρόϋνα στο χωριό, που δεν εμαλώνανε, η Μαρία με τον Κωνσταντή. Αγαπούσε πολύ και σεβότανε τον άντρα της η Μαρία. Μα κι ο Κωνσταντής χατίρι δεν της χαλούσε. Είχε δυο μακρά κουρλιά ομορφοπλεμένα και χαιρόσουνα να την απαντήξεις στη στράτα, να την καμαρώσεις, σαν ερχότανε φορτωμένη από την εξοχή αυγουστιανά κατάκαλα, χοντράπιδα, μηλάπιδα, βασιλικάπιδα και στραβόρια. Εγέμιζε το κόσκινο, έδιδε σε δικούς και στη γειτονιά.

Και έλεγε και ξανάλεγε, για να μαθαίνουν οι νεότερες πώς του Πρόφητη Ηλία παίρνουνε τα αμύγδαλα και τα καρύδια, το λάδι τους, μα και οι ελιές κι ανέν τύχει και είναι λίγωση, το λάδι είναι λίγο κι ανέν τύχει και είναι γέμιση κατεβαίνει καλή χρονιά λαδερή.

Έφερνε ακόμη καλαθιές τα γλυκόρωγα σταφύλια από του Διάκου τον κάμπο. Πολλές φορές από το μεσοστράτι ξαναγιάγερνε, να ξαναγεμίσει το καλάθι, να βαστά των κοπελιών της μια ρόγα, γιατί, όποιον απάντηχε, κατέβαζε το καλάθι από τον ώμο να του δώσει ένα τζαμπί σταφύλι, να ξεκολιτσανιάσουνε τα χείλια τους.

Μεγάλο δώρο λογότανε εκείνη την εποχή ένα τζαμπί σταφύλι στον αλωνάρη, στο λυχνιστή και στης νηστείας την ώρα. Τα πράματα εκείνη την επόχη ήταν λίγα, μα σ’ εχόρταινε το ήθος των ανθρώπων, που όσο περνούνε οι καιροί, τόσο ποιο σπάνιο γίνεται. Μάζωνε το γάλα από τις μαρταρές στα μολυβωτά θραψανιώτικα κουρούπια για ξυνόγαλο. Στον αυλόγυρο του σπιτιού της, το πατρικό του άντρα της το στολίζανε βασιλικά και μεσημεράκια και κάτω από τον ήσκιο της κρεβατίνας άπλωνε μια παλέτσα, από πάνω ένα σεντόνι και έβαζε το χερόμυλο και άλεθε στάρι για τον ξινόχοντρο. Άναβε το καντήλι κάθε βράδυ, θυμιάτιζε, προσευχόταν, δεν έλειπε από την εκκλησά και καταλούσε τη ζωή της στο γνώριμο κύκλο του χρόνου των τεσσάρων εποχών και η ζωή της κυλούσε ευτυχισμένη στη μικρή κοινωνία.

Χίλιες δόξες στο όνομά σου, Παρθένα Παναγία μου, που γκαρδιώνεσαι τα πρικιά του κόσμου, παραστέκεσαι, παρηγορείς και σκουπίζεις τα δάκρυα.

Ο φετινός Αλωνάρης τη Μαρία και τον Κωσταντή τους βρίσκει στα βιαστικά τους, τα σπαρτά τους γενήκανε, παπούρια στέσανε τις θεμωνιές στ’ αλώνι τους, τα λινάρια ντως πετύχανε. Φορτώναν γομάρια μάτσους λινάρι και το πετρώνανε στους κολύμπους για να ’φάνει δύο τρία φύλλα παλέτσας για τα λιομαζώματα μα και να σκεπάζονται καθ’ αργά.

Κάθε χρόνο τα σπερνά του Δεκαπεντάρη από νωρίς ξεζευλώνανε τα βούγια από το αλωνικό τους, να τα ποτίσουν στον ποταμό, να τα δέσουν στην καλαμιά και γρηγορωπά να πεταχτεί στο σπίτι, ν’ αλλάξει το φυστάνι της να πάει στο σπερνό. Με χαρά και θρησκευτική συγγκίνηση περίμενε κάθε χρόνο τις όμορφες και άγιες μέρες του Δεκαπεντάρη.

Μα άξαφνα τη βρήκε μεγάλο κακό.Κάρφωσε μια βελόνα στο ζερβό βυζί της.Εμαζώχτηκε η δικολογιά στο σπίτι της και καθένας έλεγε το δικό του:

-Να την πας, Κωσταντή ,ντελόγο στη Χώρα ή στην Αθήνα, ανέ θες να ’χεις γυναίκα, γιατί κακορίζικο η βελόνα, μόλις θα μπεί στο αίμα ,γλακά να φτάξει στην καρδιά και ποθαίνει ο άθρωπος.

-Να κάμετε μια λειτρουγιά και να τηνε τάξεις στσ’ αγίους και να πέσετε με την Παναγία.

-Κακή ώρα κακορίζικο σας ήλαχε, τα δρίματα φταίνε, που γυρίζουνε σταύρωμα της μεσημεράς οι ανεράϊδες και πατάσσουνε τσ’ ανθρώπους. Και λαθρακιούνε τα ξύλα, κόβανε γουλιές και κομμάτια τα απλωμένα ρούχα καταμεσήμερα, να κάμεις διαβαστικά και ένα φυλαχτό να κρεμάσεις στο λαιμό σου, είπε η γρα -Νταντάλα, μα οι άντρες είχανε άλλη γνώμη:

-Μην αφουκράστε των γυναικών, καλά ’ναι και τα διαβαστικά, μα να πάτε τη γυναίκα στου γιατρού, ανέ θέτε να γενεί καλά, είπε ένας της θείος.Ο κύρης της Μαρίας, ένας σεμνός και καλοσυνάτος και θρησκευόμενος γεροντής είπε.

-Παναγία μου, βοήθησε τη Μαρία μου, φώτισέ μας είντα θα γενούμε και πώς θα λαληθούμε στο ξαφνικό κακό, που μας βρήκε.

Ο αγροτικός γιατρός της Βιάννου κατά τύχη, μόλις είχε φτάξει με την κόκκινη φοράδα του στο χωριό, είδε τη φαμελίτισσα και είπε να πάνε στη Χώρα να της κάμουνε εγχείρηση, να γενεί καλά.

-Ωφου κακό που με βρήκε, να βάλω τη γυναίκα μου στο μαχαίρι, έλεγε και ξανάλεγε ο Κωσταντής και μεγαλοποιούσε τα πράματα με τη φαντασία του.

-Ανέν πάθει η γυναίκα μου πράμα, θα πα σκοτωθώ.

-Μη στενοχωράσαι, Κωσταντή, μα θα μου περάσει.Και έκανε κουράγιο στον άντρα της να μη στενοχωράται και ας στενοχωριούντανε εκείνη κατάβαθα.

Αν και είχανε καρπούς και ζυμώνανε ολοχρονίς του χρόνου, είχανε λάδι, τα κρασοπύθαρά τους ήτανε γεμάτα γλυκόπιοτο κρασί. Το μέσα σπίτι τους ήταν καράβι να κινήσει. Στις κουρούπες είχανε τα φαγώσιμα, στις νταμουτζάνες τη ρακή , τα τυριά του βοσκού στο λάδι, ξίδι δραπέτι στο πιθάρι, στις καλαμωτές τα τυροζούλια είχανε του κόσμου τ’ αγαθόκαλα, μα παράδες δεν είχανε κι ας λογούτανε ο Κωσταντής ένας από τους ρούκουνες του χωριού. Εκείνη την εποχή ήτανε λίγα τα λεφτά και λιγοστοί τα είχανε.Έκοψε δυο χρισμένα διακοσάρικα πιθάρια λιόλαδο, πήρε τους παράδες και κίνησε για να γιατρικουλέψει τη γυναίκα του. Την αγαπούσε πολύ και φοβότανε μη πάθει κακό και κλείσει η πόρτα του σπιτιού του και είντα θελα γενεί.

Η Μαρία δεν εσυβάστηκε να την εγχειρήσει ο γιατρός ντελόγο.

-Γιατρέ, θα πάω στο χωριό μου, να κάμω το τάσιμό μου και θα ξαναγείρω. Άντρα μου ανε μ’ αγαπάς, μη μου χαλάσεις το χατίρι.

-Γατές, Μαρία, πώς αμνώνω στ’ όνομά σου και δεν θα σου χαλάσω ποτές το χατίρι σου.

-Ετούτηνε τη δύσκολη ώρα έχω την ανάγκη να με βοηθήσουνε όχι μόνο οι άνθρωποι, μα και ο Θεός, η Παναγία μας η Παρηγορήτρα.

Όλα τα παραιτήσανε με τον άντρα της τον Κωνσταντή λυτά δεμένα. Σκεπάσανε το μάλαμα στ’ αλώνι. Αφήσανε τα ζούμπερα του κύρη της να τα μεταδένει στις καλαμιές και να τα ποτίζει και το κλειδί του σπιτιού τους στη μάνα της και ετοιμαστήκανε μαζί με τα τέσσερα κοπέλια τους να πάνε στο κοντινό μοναστήρι της Αγίας Μονής, που γιορτάζει την Κοίμηση της Παναγίας να δεκαπαντίσουν.

Γέμισε ένα τσουβάλι άχερα ο Κωσταντής για το χτήμα. Βάλανε σ’ ένα φάρδο το γάστρινο μουζωμένο τσικάλι και στο ντρουβά τα μαγεροψήματα πήρα και το σταμνί να το γεμίζουνε νερό από το Καβούσι του μοναστηριού. Όσο και αν παρακάλιενε ο Κωσταντής τη γυναίκα του να καβαλικέψει, αυτή προπαταρά κίνησε για το μοναστήρι της Αγιάς Μονής. Οι άλλοι δεκαπεντιστάδες, από την παρέα της λέγανε:

-Έλα, μπρε Μαρία, να καβαλικέψεις μιαολιά κι εμείς δεν το λέμε τση Παναγίας.

-Όι, θα κάμω σωστό το τάμα μου. Θα πάω αξυπόλυτη να προσκυνήσω τη χάρη της.

Πρωί και βράδυ έκανε μετάνοιες, μαυροφορεμένη και από το καντήλι της Παναγίας λάδωνε το πονεμένο στήθος της. Και σαν περνούσε ο Δεκαπεντάρης, θα ξαναπήγαινε στους γιατρούς.

Αγαπούσε τόσο πολύ αυτό το μικρό μοναστήρι και της Παναγίας το θαματουργό εικόνισμα της ψυχοσώστρας. Αν και μικρό μοναστήρι, εκείνο μονάχα είχε το ξεχωριστό όνομα της Αγιάς Μονής. Ποιος ξέρει, αν κάποιος από τους πρώτους καλόγερους ήταν και ποιητής και χάρισε ένα τόσο μεγάλο και μοναδικό όνομα σ’ ένα μικρό μοναστήρι.

Ολημερίς σύντρεμε με άλλες δεκαπεντούσες κι ασβεστώνανε το μοναστήρι. Τρατέρνανε καφέ τους περαστικούς προσκυνητάδες και διαρμιζόνταν μέσα κι όξω την εκκλησιά, παρασύρνανε το μικρό αυλόγυρο του μοναστηριού από τις πευκοβελόνες και ασβεστώνανε και τα πετροπέζουλα.

Σ’ εκείνον το μικρό αυλόγυρο του μοναστηριού είναι οι τάφοι των καλογέρων, που όσοι τους γνωρίσανε, αναζητούν το χαμένο ήθος τους, που στόλιζε το ιδιόρρυθμο αντρικό μοναστήρι και έφεγγε και στα Βιαννίτικα χωριά.

Στον αυλόγυρο του μοναστηριού είναι ο τάφος του Παπαμαστοράκη, του πρωθυπουργού της Κρητικής Πολιτείας, που υπέγραψε την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, ο τάφος του γιατρού, βουλευτή της Βιάννου Παπαμαστοράκη και ο δεσποτικός τάφος του στερνού δεσπότη της Βιάννου της τότε επισκοπής Αρκαδίας, Νικοδήμου Κατσαράκη, μια εποχή, που η Βιάννος είχε τη φήμη μεγάλης πολιτείας.

Ξεχώριζε για το ήθος και την πίστη της η Μαρία του Κωσταντή.Με βαθιά πίστη παρακαλούσε την Παναγία την Αγιομονιώτισσα όπως την έλεγε να τη συντράμει στο κακό που την βρήκε. Φοβότανε να μην αφήσει τα κοπέλια της αρφανά.

Οι γονέοι της αναλάβανε να ποτίζουν το περβόλι της και τις βιόλες της αυλής, για να μην ξεραθούνε. Εξεκρομμυδιάσανε, επλέξανε όμορφες κρομμυδοπλεχτές και τις κρεμάσανε στα τζένια.

Και σαν εσιγανέψαν οι αέρηδες και έκαμε καλό καιρό για λίχνισμα, ελιχνίσαν και κουβαλίσαν τους καρπούς στο σπίτι τους.

-Η Παναγία να βοηθήσει τη θυγατέρα μας και οι δουλειές της όλες θα γενούνε, ελέγανε οι γονέοι της Μαρίας. Ο μπαρμπα-Δημητρός με τη θεια Ζωή, από το πρωί της παραμονής του Δεκαπεντάρη σύντραμε με άλλες δεκαπεντούσες γυναίκες και στολίσανε τον επιτάφιο, διαρμιστήκανε τον αυλόγυρο κι ασβεστώσανε τα σκαλοπάτια και τα πεζούλια, για να δώσουνε πανεγυργιώτικο χρώμα στο μοναστήρι,για το χατίρι της αγίας μάνας, της παρηγορήτρας Παναγιάς.

Της Παναγίας το σπερνό χαρούμενα ελάλησε το καμπαναριό, διαβάσανε την ενάτη, σπερνιάσανε γιορταστικά, βλογήσανε τους άρτους. Στο πρώτο απόστιχο βγάλανε το σώμα της Παναγίας. Θύμιαζε, ροδοστάμνισε ο ηγούμενος. Κατανυχτική συγκίνηση απλώθηκε στις πιστές ψυχές, όταν κίνησαν να ψάλλουν τα εγκώμια.« Η αγνή εν τάφω κατετέθης…» έγινε η περιφορά του επιταφίου. Από τα γυροχώρια κύματα κύματα ερχόντανε οι προσκυνητάδες. Αμαρθαλιές, κλωνάρια των βασιλικών φέρνανε γομάρια τους άρτους στους ντουβάδες, οκάδες τα κεριά και το λιόλαδο, ταξίματα και λιβάνι.

Είχε πια τελειώσει ο κατανυχτικός σπερνός με τα εγκώμια και οι πανεγυργιώτες άλλοι στα κελιά, άλλοι στα δώματα των κελιών, άλλοι στον αυλόγυρο και άλλοι σε καλύβες κάτω από τα λιόδενδρα ξεκουράζονταν. Μονάχα η τριανταπεντάχρονη Μαρία του Κωσταντή δεν επήε να ξαπλώσει. Γονάτισε σιμά στα τέμπλα κάτω από την εικόνα της Ψυχοσώστρας Παναγίας στο λιγοστό φως του καντηλιού, που ’φεγγε στο μικρό μοναστήρι. Ζερβά από το εικόνισμα του Αφέντη Χριστού, περίφημο έργο του Αγγέλου στα μέσα του 15ου αιώνα.

Κάτω από τα ξύλινα τριγωνοτά τέμπλα παρακαλούσε την Παναγία να τη γιατρέψει. Κι άθελά της ανεστορήθηκε τα λόγια της γιαγιάς για το χτίσιμο του μοναστηρίου, πώς το ’χτισαν δυο Κύπριες καλογρές και πως είναι μετόχι της Μονής Αγίου Αντωνίου της Άρβης και μονολόγησε:

-Πριχού γνωρίσω τον κόσμο, εμετάνιωνα, που δεν εκαλογέρεψα. Μα και παντρεμένη θα λατρεύω το θεό μου και στα κοπέλια μου θα παραδώσω την πίστη μου σε σένα Χριστέ μου, Παναγία μου, ξεμίστεψέ με από το κακό, που με βρήκε. Να γενώ καλά, να μην πάθω κακό και τα κοπέλια μου να πέσουνε σε ξένα χέρια και γεμίσανε τα μάτια της δάκρυα.

Ύστερα από πολύ αποκοιμήθηκε και βλέπει όνειρο, πως πέρασε μια γυναίκα με τα μαύρα, την ακούμπησε στο στήθος της και εκείνη της είπε παρακαλετά: Μη με αγγίζεις στο στήθος, γιατί πονώ. Και ξύπνησε φοβισμένη.

Είχε πια πάρει να χαράζει η μέρα κι ένιωσε ογρασάδα στον μπέτη της. Ξεκούμπωσε το φουστάνι της, σήκωσε το μεσοφόρι της και είδε ότι είχε ανοίξει το στήθος της και είχε βγει η βελόνα.

Άρχιξε να κλαίει τώρα πια από χαρά και να ευχαριστεί την Παναγία και ταχινιάτικα σ’ όσους ερχότανε στη λειτρουγιά να διηγείται το θαύμα.

Σαν εγροίκησε τα γενόμενα, ο καλόγερος ο Ανανίας ταχινιάτικα έπαιζε την καμπάνα απανωτά, ανεμαζωχτήκανε οι πανεγυργιώτες και η πιστή φαμελίτισσα διηγότανε το θαύμα, κλαημένη από χαρά και δοξολογούσε την Παναγία.

Μα κι όπου στεκότανε σε γειτονιά, σ’ αποσπερίδα, στη βρύση να γεμίσει το σταμνί της νερό ή στην εξοχή, όπου συναπάντηχνε γυναικομάνι, διηγότανε το θαύμα, σταυροκοπιότανε και συνέχεια έλεγε: Μεγάλη η χάρη της Παναγίας μας της Αγιομονιώτισσας, όπως εκείνη μόνο συνήθιζε να ονομάζει την Παναγία, από τις πολλές φορές που έλεγε και ξανάλεγε για την Αγιομονιώτισσα και οι χωριανοί την ονομάτισαν Αγιομονιώτισσα.

(Από το βιβλίο «Σ’ ένα παλιο χωριό» του Δ. Θεοδοσάκη. Η φωτογραφία είναι από το εξαιρετικό αρχείο του Ονειροθέρη. Στην Παναγιά τη Χρυσοσκαλίτισσα το 1960 )

Πέμπτη 12 Αυγούστου 2010

Το πέμπτο λιοντάρι



Κάθε τόσο οι δρόμοι ανοίγονταν σε δημοτικές πλατείες περιστοιχισμένες από τρελά κτίρια αφιερωμένα στο νόμο, τη διοίκηση, την εκκλησία, την εκπαίδευση, τους άρρωστους και τους τρελούς. Στο εκτυφλωτικό ηλιόφως μια λεπτομέρεια, όπως μια καγκελωτή πόρτα ή μια έπαλξη που μένει χωρίς υπερασπιστή, τονίζεται με θαυμαστή ακρίβεια τέτοια που βρίσκει κανείς μόνο στα ζωγραφικά έργα είτε των πολύ μεγάλων είτε των τρελών… Είναι μια πόλη σε σύγχυση, εφιαλτική, ολότελα ανώμαλη, ολότελα ετερογενής, ένας τόπος ονείρου που αιωρείται στο κενό ανάμεσα Ευρώπης και Αφρικής…

… έγραφε για το Ηράκλειο ο Χένρυ Μίλερ στον Κολοσσό του Μαρουσιού, στο ένα από τα δυο κείμενα ξένων λογοτεχνών που ανθολογούνται εδώ.

Αν όμως ο Μίλερ απολαμβάνει έκπληκτος τις αντιφάσεις του τόπου αλλά και την σχεδόν μεσσιανική του αποδοχή από τους εντόπιους (άλλοτε λόγω του γεγονότος ότι έφτασε με αεροπλάνο, άλλοτε λόγω της αμερικανικής, δημοσιογραφικής ή συγγραφικής ταυτότητας), ο Ζαν Κοκτώ στο Ελληνικό του Ημερολόγιο περιορίζεται σε αποκλειστικά αρνητικές εντυπώσεις από μια πόλη «όπου τα πάντα είναι χυδαία, και περήφανα που είναι έτσι».

Πόλη παλίμψηστη και πολυώνυμη, με τους χυμούς των αιώνων να κυκλοφορούν υπόγεια και με τον Μινώταυρο πάντα ανάμεσά μας ή στα όνειρά μας, πόλη που αντιστέκεται στους βιαστικούς και κρύβεται στις περίκλειστες αυλές, σύμφωνα με τον ανθολόγο της σε «Είκοσι τέσσερις ψηφίδες για τον Χάνδακα» Χριστόφορο Λιοντάκη, το Ηράκλειο του κεντρόφυγου αεροδρομίου, της θεωρητικής ευρυχωρίας και της εδαφικής στενότητας κατά την Κλαίρη Μιτσοτάκη είναι …

Μια πόλη πιο δυνατή απ’ τους ανθρώπους της. Έχει ένα τρόπο να επιβάλλει τη δική της προσωπικότητα και αφήνει τα πράγματα και τα πρόσωπα στη σκιά. Κανένας δεν μπορεί να την εκπροσωπήσει, κανένας δεν μπορεί να την καταχραστεί. Έχει τόσους πολιτισμούς και χρόνια πίσω της, τόσα ονόματα και τόσες εξαρτήσεις, τόσες εκτινάξεις, που πάντα μ’ έναν τρόπο θα παραμένει απόρθητη, πόλη πολλών πόλεων, πολλών προσωπείων, πολλών μεταμφιέσεων….Γι’ αυτό δεν είναι παράξενο που περισσότερο από λογοτεχνία ή πόλη αυτή παράγει ζωγραφική… αποφεύγοντας τις μηχανές της ρητορείας και του μύθου.

Από την παλαιότερη λογοτεχνία ανθολογούνται φυσικά σπουδαίες μορφές του τόπου όπως οι Έλλη Αλεξίου, Λεφτέρης Αλεξίου, Μηνάς Δημάκης, Λιλή Ζωγράφου, Γαλάτεια Καζαντζάκη, και ακόμα οι Ιωάννης Δαμβέργης, Άγγελος Σικελιανός, Γιάννης Σφακιανάκης, Διονύσιος Ρώμας, Οδυσσέας Ελύτης, Άρης Δικταίος, ενώ η σύγχρονη γραφή περιορίζεται, εκτός από τους προαναφερθέντες, στους Γιώργη Γιατρομανωλάκη, Ρέα Γαλανάκη, Γιώργο Ξενάριο και Άρη Σφακιανάκη, που με το γνωστό του απολαυστικό ταξιδιωτικό κειμενο-ύφος συνδέει την τουριστική περιήγηση με το ερωτικό ημερολόγιο.



Σε μια μελλοντική επανέκδοση θα πρότεινα στον εκλεκτό ποιητή να συμπεριλάβει και αποσπάσματα από την πληθώρα των βιβλίων εντόπιων και εν γένει Κρητών (έστω και λιγότερο «προβεβλημένων») λογοτεχνών και όσων έγραψαν με λογοτεχνικές αξιώσεις για την πόλη – αναφέρω ενδεικτικά: Μανόλης Δερμιτζάκης, Από όσα θυμούμαι: Το παλιό κάστρο. Μια βόλτα στο Ηράκλειο των αρχών του 20ού αιώνα, Α΄ – Β΄ (Ηράκλειο, 1962-1963), Νικόδημος Κριτσωτάκης, Σημαδιακά χρόνια (εκδ. Δωρικός, 1979), Μαρίκα Φρέρη, Το κάστρο μας. Κρητικό ηθογραφικό χρονικό, εκδ. Καστανιώτη, 1979, Στέλιος Παπαδομιχελάκης – Θ’ ανθρωπέψει ο άνθρωπος (εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1985), Κώστας Αρβανιτάκης – Τάξις τρίτη. Σχολικόν ενθύμιον (εκδ. Η Τόλμη, χ.χ.), Μανόλης Καρέλλης – Το βιβλίο των επιτηδευμάτων (εκδ. Κάκτος, 2001) – έστω και κατ’ ανάγκη με μείωση των 40 σελίδων (σε σύνολο 219, δηλαδή σχεδόν το ένα πέμπτο του βιβλίου) που αφιερώνονται στον Νίκο Καζαντζάκη με ανθολόγηση των ούτως ή άλλως κλασικών «Καπετάν Μιχάλης» και «Αναφορά στον Γκρέκο» ή των ταξιδιωτικών των «ογκόλιθων» της Γενιάς του Τριάντα (Μυριβήλη, Θεοτοκά, Βενέζη).

Ας φύγουμε με τον Αντώνη Σανουδάκη: Αιφνίδια ανατολή των Νεωρίων. Επί πώλου εισέρχεται ισόβιος γαμπρός εντός σου ο Κορνάρος κομίζων μες στο στόμα του το Ερωτικόν Έπος της φυλής. Αναδυομένη η ποίηση του Χορτάτζη, ξεκαρδιστή ή κλαίουσα, στον κόλπο του Δερματά, κραυγή πολιορκημένων εορταστών του Φώσκολου ο Φορτουνάτος, μια πεταλούδα ο χρωστήρας του Θεοτοκόπουλου, αναγγέλλων την Ανατολή της Εσπερίας, ύδραυλος παλμική στον Άγιο Τίτο ο Λεονταρίτης… Προώρως επέλεξα το θόλο σου, όπως ο εραστής τη χαίτη της νεάνιδος που ορχούται στην ιερή σκιά του Γιούχτα. Καλημερίζω την ηχώ των ερειπίων σου, μαργαριτάρια που μέλπουν στα χαλάσματα…

Εκδ. Μεταίχμιο, 2001, 219 σελ.



ΥΓ. Κάπου εκεί κοντά είναι η καρδιά μου κάθε βράδυ... παλεύει να ημερέψει το έκτο λιοντάρι...

Τρίτη 10 Αυγούστου 2010

Καλό ταξίδι δάσκαλε Ροδάμανθε



" Κατάγομαι από τον Οψιγιά Αμαρίου Ρεθύμνου.

Από πολύ μικρός έπιασα τη λύρα στα χέρια μου αν και εξασκούσα παράλληλα την τέχνη του ράφτη. Απ΄ ότι έδειχναν όμως τα πράγματα πρέπει να ήμουν γεννημένος ταλέντο αφού να σκεφτείτε έπιανα ένα χοχλιό, του άνοιγα μια τρύπα, έβανα μια σκέπη από τη ρογαλίδα κι έκανα μπουκόλυρα μιας κι έβγαζε τόσο ωραίο ήχο που μου δημιουργούσε την επιθυμία να παίζω.

Έπαιζα, λοιπόν, όλους τους σκοπούς με τη βουκόλυρα από το χοχλιό στα παρτάκια που έκαναν οι νεαροί και οι κοπελιές του χωριού μου, πότε στο ένα σπίτι, πότε στο άλλο.
Ήμουν, λοιπόν, ο λυράρης με τη μπουκόλυρα.

Έτσι με φώναζαν… Παράλληλα όμως μ΄ αυτή την ιδιόρρυθμη λύρα έκανα προσπάθειες να μάθω και την κανονική λύρα. 'Ήταν η εποχή που είχε κυκλοφορήσει το «Μόνο εκείνος π΄ αγαπά μπορεί να το πιστέψει» του Σκορδαλού. Μόλις το άκουσα, τρελάθηκα... "

Aφήγηση του Ροδάμανθου Ανδρουλάκη στο περιοδικό ΣΤΙΓΜΕΣ

Η Λύρα του ροδάμανθου σώπασε αλλά η μεγάλη του μουσική κληρονομιά θα μείνει εις τους αιώνες ..

Δευτέρα 9 Αυγούστου 2010

Ριζωμένα βράχια



Ξόδεψα τις προσδοκίες μου από τους ανθρώπους. Έτρεξα όμως στην ανεξάντλητη πηγή της φύσης να ρουφήξω όχι μόνο τις μυρουδιές της, αλλά και τους ήχους, τις εικόνες της, τα σιωπηλά της λόγια, την αέναη δύναμή της. Διψώ για τα μυστικά της.

Θέλω να τη ρωτήσω πως βγαίνει πάντα δυνατή από το χειμώνα, που αποθηκεύει την περισσευούμενη δύναμη της και την ξεφανερώνει το καλοκαίρι.



Οι θάμνοι* ριζωμένοι στη σκιά μιας πέτρας ή στο χείλος του γκρεμού αναρωτήθηκαν ποτέ για την τύχη τους να είναι αμετακίνητοι;

Έψαξαν να βρουν τον ατέλειωτο κόσμο που υπάρχει γύρω τους; Δίψασαν για μια βουτιά στην κοντινή θάλασσα;

Ονειρεύτηκαν ταξίδια πέρα από τη γραμμή του ορίζοντα; Μίσησαν το χώμα και τα βράχια που τους κρατούν καθηλωμένους;

Δες με .. ψάξε με …βρες με ..η σιωπηλή περήφανη απάντηση.




* Το Androcymbium rechingeri φύεται σε μικρές περιοχές στις παραλίες της Δυτικής Κρήτης (Νησίδα Ήμερη Γραμβούσα, Φαλάσσαρνα, Ελαφονήσι) και πουθενά αλλού στον πλανήτη. Περιγράφηκε για πρώτη φορά το 1967 από τον Ελβετό βοτανικό Werner Greuter.
Είναι μικρό βολβώδες πολυετές φυτό, ύψους μόνο μέχρι 7 cm σπάνια 10 cm και τα φύλλα του έχουν μήκος μέχρι 15 cm. Ανθίζει από το Δεκέμβριο έως το Φεβρουάριο. Κάθε φυτό έχει περισσότερα από 4 άνθη τα οποία είναι λευκά και συνήθως με επιμήκεις μωβ λεπτές ρίγες. Τα σπέρματα ωριμάζουν μέσα στις κάψες και τα υπέργεια μέρη του φυτού ξεραίνονται τέλη Μαΐου προς αρχές Ιουνίου.
Προστατεύεται από το Π.Δ.67/81, από τη Συνθήκη της Βέρνης, περιλαμβάνεται στα παραρτήματα ΙΙ* και IV της Οδηγίας των Οικοτόπων. Κινδυνεύει με άμεση εξαφάνιση σύμφωνα με το Κόκκινο Βιβλίο των Σπάνιων και Απειλούμενων Φυτών της Ελλάδας, διότι οι πληθυσμοί του δέχονται μεγάλες πιέσεις κυρίως από την τουριστική ανάπτυξη.
Στα πλαίσια του προγράμματος CRETAPLANT, το Μικρο- Απόθεμα του φυτού ορίστηκε σε μια έκταση 20 στρεμ. στη νησίδα Ελαφονήσι.

Σάββατο 7 Αυγούστου 2010

Όλος ο κόσμος ένας πεντοζάλης


Από τα Χανιά μέχρι το Λασίθι, σε μήκος 200 χιλιομέτρων, άντρες και γυναίκες από την Κρήτη -και όχι μόνο- θα ενώσουν τα χέρια και θα χορέψουν ένα συμβολικό πεντοζάλη που θα έχει στόχο τη συναδέλφωση των λαών του πλανήτη.

Η προσπάθεια αυτή, που αναμένεται να έχει παγκόσμια προβολή, θα πραγματοποιηθεί στις 7 Αυγούστου, ενώ δεν αποκλείεται να κερδίσει και μια θέση στο βιβλίο των ρεκόρ Γκίνες.

Όπως δήλωσε ο πρόεδρος του Σωματείου «Πλανήτης Γη» (στο οποίο ανήκει η πρωτοβουλία) Σπύρος Πρεβεζάνος:

«Θα χορέψουμε έναν αργό πεντοζάλη, συμβολικά, που θα έχει διάρκεια 15-20 λεπτών, στέλνοντας μηνύματα συναδέλφωσης των λαών της Γης και καλώντας τους να γίνουμε ένα. Μετά τον χορό στις τέσσερις πρωτεύουσες των νομών της Κρήτης θα συνεχιστεί η εκδήλωση με τραγούδια και παραδοσιακούς χορούς”.

Ο κ. Πρεβεζάνος σημείωσε ότι επειδή θα είναι η μοναδική πλανητική εκδήλωση, θα έχει διεθνή κάλυψη. Αναφορικά με την ημερομηνία που επιλέχθηκε για την εκδήλωση, ο ίδιος τόνισε:

«Η 7η Αυγούστου δεν επιλέχθηκε τυχαία. Στις 6 Αυγούστου είναι η επέτειος της πτώσης της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα. Εμείς διαλέγουμε την επομένη ως ημέρα για τη συναδέλφωση των λαών του κόσμου. Αυτή την εκδήλωση, η οποία θα πραγματοποιηθεί με την υποστήριξη των νομαρχιών και των δήμων της Κρήτης, θα την επαναλαμβάνουμε κάθε χρόνο, ούτως ώστε να γίνει θεσμός».

Μάλιστα, αν και εφόσον το βραβείο Γκίνες φτάσει στην Κρήτη, όλοι όσοι έλαβαν μέρος στην εκδήλωση θα λάβουν αντίγραφό του στο όνομά τους. Οσοι ενδιαφέρονται να συμμετάσχουν μπορούν να δηλώσουν συμμετοχή στην ιστοσελίδα www.200000.gr.

Ο πρόεδρος του σωματείου «Πλανήτης Γη» επισήμανε, τέλος, ότι ο βόρειος οδικός άξονας της Κρήτης, όπου θα λάβει χώρα η εκδήλωση, θα προταθεί να ονομαστεί «Οδός των λαών της Γης»: «Επίσης θα χωριστεί σε ίσα τμήματα, όσες είναι οι χώρες τις οποίες αναγνωρίζει ο ΟΗΕ, και σε κάθε τμήμα αυτού θα δοθεί με αλφαβητική σειρά το όνομα της κάθε χώρας».



Κρήτη τση συναδέρφωσης

Τα πρώτα ζάλα του χορού στη Γκρήτη θα γενούνε.
Τάφοι πολλοί θα τρίξουνε, κι’ όσες ψυχές θα βγούνε
θα πχιάσουνε μπροστάρηδες για χάρη του Πλανήτη,
να’ χει κι’ η συναδέρφωση πατρίδα τζη τη Γκρήτη.

Σειρά - σειρά θα πχαίνουνε -πάν’ από τα κροσσάτα-
σα γκαντινέλλες οι ψυχές · να οδηγού ντα νειάτα.

Κι’ είναι πολλές. Κι’ α μπάει μπρός αυτή του Βενιζέλου,
του Καζαντζάκη τσ’ακλουθεί, του Γκρέκο. Κι’ όσοι θέλου
να νοιώσουνε το πέταγμα...,το Γκώστα το Μουντάκη
και του Ξυλούρη τη φωνή ας θυμηθού λιγάκι.
Κι’ως έρθει λιοβασίλεμα φεγγάρι θ’ ανατείλει
ολόγιομο, πανσέληνο , το μήνυμα να στείλει .
Και όπου γης οι Κρητικοί τη λύρα ντως θα πχιάσου,
τα τέλια - για τη λευτεργιά του κόσμου - να τα σπάσου.

Στο σπάσιμον... ας ακουστεί σ’ ούλης τση γης τα μέρη :
« Αγκαλιαστά τη Λευτεργιά ο κάθα είς θα φέρει
σα θα μικράν’ η απόσταση με τση καρδιάς το μέτρο
κι’ απλώσει ρίζες η ελιά, που ’ναι τσ’ Ειρήνης δέντρο».

Εύα Νικ. Χαλκιαδάκη – Παπαδημητρίου (8-5-2010)


Κι όταν τα κοπέλια χορεύουν πεντοζάλη η λύρα παίζει δυνατά να μην ακούγονται οι μπαλωθιές!

Αντιλαλούνε τα βουνά , φωνάζει ο Ψειλορήτης. "Η λεβεντιά γεννήθηκε εις το νησί τσι Κρήτης", λέει η μαντινάδα.



ΥΓ. Πήρε το όνομα του από τα πέντε ζάλα του (βήματα) και αποτελεί μέρος της κρητικής λεβεντιάς και αρετής. Τα ήρεμα, καθοριστικά βήματα ακολουθούνται από θυμωμένα, γρήγορα, πηδηχτά.
Καθαρά πολεμικός χορός διαδηλώνει τον ξεσηκωμό, τον ηρωισμό και την ελπίδα. Το μαύρο κρουσάτο μαντήλι που φορά στο κεφάλι ο χορευτής μαρτυρά τις θυσίες του κρητικού λαού.

Τετάρτη 4 Αυγούστου 2010

Βίος και πολιτεία



Να, μια μέρα περνούσα από ένα χωριουδάκι. Ένας γέροντας ενενήντα χρονώ φύτευε μια μυγδαλιά.

- "Ε παππούλη του κάνω, μυγδαλιά φυτεύεις;"

Κι αυτός, έτσι σκυμμένος που ήταν, στράφηκε και μου κάνει:

- "Εγώ, παιδί μου, ενεργώ σα να ήμουν αθάνατος!"

- "Κι εγώ, του αποκρίθηκα, ενεργώ σα να ΄ταν να πεθάνω την πάσα στιγμή".

Ποιός από τους δυο μας είχε δίκιο, αφεντικό;


Νίκου Καζαντζάκι, Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά