Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2010

Ταυτότητα από τσιγαροκούτι…



Είναι από τις πιο συγκινητικές ιστορίες που έχω ακούσει… Αφηγητής ο εξαίρετος λόγιος, συνταξιούχος κτηνίατρος σήμερα, κ. Γιάννης Καραβαλάκης, γεννημένος και μεγαλωμένος στο Οροπέδιο Λασιθίου.

Κάπου στα 1945, στο Ψυχρό.

Στον αστυνομικό σταθμό υπηρετούσε ως σταθμάρχης ο Ευάγγελος Ζώγας. Δεν ήταν Κρητικός, αλλά είχε υπηρετήσει στο Οροπέδιο για αρκετά χρόνια – εκεί είχε ζήσει και κατά την περίοδο της ναζιστικής κατοχής. Δύσκολες εποχές, ο τόπος μόλις βγαλμένος από την περιπέτεια του πολέμου, το Λασίθι θρηνούσε ακόμη θύματα. Το φαινόμενο της αγροτικής εξόδου δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί και το Οροπέδιο κρατούσε καλά· ήταν αληθινό περιβόλι καθώς οι χιλιάδες ανεμόμυλοί του είχαν προσφέρει άφθονο νερό χωρίς ενεργειακό κόστος. Η εικόνα των χωριών ήταν διαφορετική από αυτήν που ξέρομε σήμερα. Η πλειοψηφία των ανθρώπων ήταν νέοι και τα σχολεία έσφυζαν από ζωή.

Ο σταθμάρχης της Αστυνομίας ήξερε να ψάλλει καθώς γνώριζε πολύ καλά τη βυζαντινή μουσική και τη σημειολογία της. Αποφάσισε, λοιπόν, να μαζεύει τα παιδιά του χωριού στο γραφείο του κάθε απόγευμα και να τα διδάσκει. Ανάμεσα στους μαθητές ήταν και ο κ. Καραβαλάκης, παιδί κι εκείνος με έφεση στα γράμματα. Σήμερα θυμάται με συγκίνηση και τον σταθμάρχη Ζώγα και τη διδασκαλία της βυζαντινής μουσικής, σημαντικό γεγονός για τους ανθρώπους μιας αγροτικής κοινότητας στην οποία σπάνιζαν τέτοιες ευκαιρίες. Άλλωστε, σε όλη την Κρήτη οι άνθρωποι προσπαθούσαν να μάθουν στα παιδιά τους γράμματα θεωρώντας την εκπαίδευση σαν μοναδικό δίαυλο που θα τους οδηγούσε σε μια καλύτερη ζωή. Ωστόσο, οι ευκαιρίες για σπουδή και μάθηση ήταν αρκετά περιορισμένες.

Στα χωριά λειτουργούσαν μόνο δημοτικά σχολεία. Κι αν ήθελε να φοιτήσει κανείς σε γυμνάσιο γνώριζε καλά πως έπρεπε να ξενιτευτεί από τα 12 χρόνια του. Ειδικά τα παιδιά από το Οροπέδιο έπρεπε να περπατούν για πολλές ώρες μέχρι να φτάσουν στο Γυμνάσιο Καστελίου, στην Πεδιάδα, περνώντας ολόκληρο τον ορεινό όγκο της Δίκτης.
Κάποιο βράδυ λοιπόν, την ώρα του μαθήματος της βυζαντινής μουσικής, εμφανίζεται στον αστυνομικό σταθμό ένας νέος άνδρας. Οι περισσότεροι στο Οροπέδιο τον ήξεραν ως πολυτεχνίτη, αφού ήξερε να επισκευάζει ομπρέλες και ποδήλατα, παρά το ότι η φύση του είχε στερήσει τη δυνατότητα της ομιλίας. Ήταν κωφάλαλος. Τον έλεγαν Φραγκίσκο – Φραγκιό στο κρητικό γλωσσικό ιδίωμα. Όλοι όμως τον ήξεραν με το όνομα «Βουβός». Η μειονεξία είχε γίνει ταυτότητα – η αδυναμία του να μιλήσει ήταν το χαρακτηριστικό που τον διαφοροποιούσε από τους άλλους.

Ο Φραγκίσκος είχε γεννηθεί και ζούσε στο Κάτω Μετόχι και καταγόταν από την οικογένεια των Ανδριάνηδων. Εκείνα τα χρόνια η όποια σωματική ή ψυχική μειονεξία εσήμαινε και την αυτόματη περιθωριοποίηση, φαινόμενο συνηθισμένο σε όλη την αγροτική Ελλάδα. Ωστόσο, η τοπική κοινωνία είχε σταθεί μάλλον με συμπάθεια στο κωφάλαλο παιδί. Γράμματα δεν είχε μάθει καθόλου. Δεν ήξερε ούτε να γράφει, ούτε να διαβάζει. Άλλωστε, πώς θα μπορούσε να φοιτήσει σε σχολείο ένα παιδί που δεν μιλούσε; Η κοινωνία του αναγνώριζε την ευφυΐα και του εμπιστευόταν εργασίες που απαιτούσαν αυξημένες ικανότητες.

Ας επιστρέψομε, όμως, στο Ψυχρό του 1945.

Ο «Βουβός» μπήκε στο γραφείο του σταθμάρχη και με νοήματα του εξήγησε ότι ήθελε να βγάλει ταυτότητα. Όλοι οι άνδρες του χωριού είχαν «Δελτία Ταυτότητος» εκτός από τον ίδιο. Κι εκείνη την εποχή οι «ταυτότητες» έμοιαζαν με μαγικά χαρτάκια. Είχε φτάσει η βοήθεια της Ούνρα και είχε αρχίσει η διανομή της στους φτωχούς και ταλαιπωρημένους από τα δεινά του πολέμου Έλληνες. Καθώς δεν υπήρχαν ούτε χρήματα ούτε ρούχα, τα πολύχρωμα και αταίριαστα ενδύματα που μοίραζε η «Ούνρα» (UNRA: United Nations Relief and Rehabilitation Administration) ήταν περιζήτητα σε όλη την ύπαιθρο, πολύ περισσότερο όμως σε ορεινές περιοχές όπου το ψύχος είναι δριμύ. Κι όποιος δεν είχε «ταυτότητα» δεν μπορούσε να πάρει. Να θυμίσομε πως η «Ούνρα» μοίραζε στους σχεδόν εξαθλιωμένους Έλληνες είδη πρώτης ανάγκης. Το κράτος και το παρακράτος συνεργάζονταν άψογα. Κι όταν ήθελαν να κρατήσουν τους τύπους μπορούσαν να το κάνουν χωρίς δυσκολία. Μπορούσαν να δώσουν στον Φραγκίσκο το μερίδιο που του αναλογούσε. Αλλά όταν θέλει το θεριό της γραφειοκρατίας και της επίσημης αυθαιρεσίας να δείξει τα δόντια του, ζητά… δελτία ταυτότητας.

Ο πανέξυπνος Φραγκιός ένιωσε τότε την πίκρα της στέρησης. Θεώρησε λογικό να διεκδικήσει το στοιχειώδες δικαίωμά του και αποφάσισε να το κάνει μόνος του. Έτσι βρέθηκε στο γραφείο του σταθμάρχη. Οι πληροφορίες που πήρε δεν ήταν καθόλου ευχάριστες. Ο Ζώγας του εξήγησε με όποιον τρόπο μπορούσε ότι χρειαζόταν φωτογραφία. Αλλιώς δεν μπορούσε να του βγάλει ταυτότητα.

Η ιστορία θα μπορούσε να τελειώσει εδώ. Σαν ένα όνειρο που δεν πραγματοποιείται, σαν μια ελπίδα που διαψεύδεται. Ίσως κάποιος άλλος να τα παρατούσε. Φωτογράφος στο Οροπέδιο δεν υπήρχε. Κι όποιος ήθελε φωτογραφίες έπρεπε ή να περιμένει κάποιον πλανόδιο – αμφίβολο αν μπορούσε ο πλανόδιος να βγάλει φωτογραφίες με τις προδιαγραφές του υπουργείου - ή να ταξιδέψει σε κάποια πόλη, στο Ηράκλειο, στη Νεάπολη, στον Άγιο Νικόλα, εκεί όπου υπήρχαν φωτογράφοι και φωτογραφεία. Και δεν είναι δύσκολο να καταλάβομε σήμερα πως κάτι τέτοιο ήταν σχεδόν αδύνατο για τα ανύπαρκτα οικονομικά του Φραγκιού και για την κοινωνική του θέση. Ο κωφάλαλος άνοιξε την πόρτα και έφυγε…

Το επόμενο απόγευμα, την ώρα που οι μαθητές του Ψυχρού παρακολουθούσαν το μάθημα της βυζαντινής μουσικής, εμφανίζεται και πάλι ο ίδιος επισκέπτης. Στα χέρια του κρατούσε ένα χοντρό χαρτί. Με χειρονομίες και νοήματα το παρέδωσε στον σταθμάρχη. Κι ήταν σα να του ’λεγε «σου έφερα τη φωτογραφία».

Ήταν ένα πακέτο από τσιγάρα. Αλλά στην πίσω πλευρά, στη λευκή, ήταν αποτυπωμένη η μορφή του. Τότε τα πακέτα των τσιγάρων κατασκευάζονταν με σκληρό χαρτόνι και ήταν «πλακέ». Στα χωριά μας δεν τα πετούσαν ποτέ. Οι μπακάληδες έγραφαν συχνά τις παραγγελίες τους σ’ αυτά, άλλοι έγραφαν ενθυμίσεις, ακόμη και τα ονόματα των τεθνεώτων που μνημόνευαν οι παπάδες σε τσιγαρόκουτες και τσιγαρόχαρτα τα έγραφαν. Αυτό, λοιπόν, ήταν και το μόνο πρόσφορο μέσο για τις δυνατότητες του Φραγκιού. Φωτογραφία δεν μπορούσε να βγάλει. Μπορούσε, όμως, να ζωγραφίσει ο ίδιος τη μορφή του. Αν και δεν είχε πιάσει ποτέ μολύβι στα χέρια του, πήρε έναν καθρέφτη από ποδήλατο και άρχισε να ζωγραφίζει.

Ο σταθμάρχης έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Η ομοιότητα του ανθρώπου με την αυτοπροσωπογραφία του δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί. Ήταν ολόιδιος! Και η ποιότητα της εικόνας εξαιρετική.

Ο Φραγκιός δεν είχε προσπαθήσει μέχρι τότε να ζωγραφίσει. Αυτή ήταν η πρώτη φορά, ίσως και η τελευταία. Η ανθρώπινη ευρηματικότητα και η ευφυΐα του ανθρώπου είχε θριαμβεύσει. Όμως, άλλα λέει ο νόμος της λογικής (της τετράγωνης λογικής του κωφάλαλου νέου) κι άλλα λένε οι νόμοι. Όπως είναι φυσικό, «δελτίον ταυτότητος» δεν μπορούσε εκδοθεί. Ο νόμος δεν αναγνωρίζει το δικαίωμα της αποτύπωσης της ανθρώπινης μορφής σε κανένα ζωγράφο, ούτε σπουδαγμένο ούτε αυτοδίδακτο. Κι εκεί που δεν δίνουν λύση οι νόμοι, δίνουν οι άνθρωποι.

Ο Ζώγας πήρε το άδειο τσιγαροκούτι και φώναξε τον εισπράκτορα του λεωφορείου. Του έδωσε ένα χρηματικό ποσόν και το πακέτο και του παράγγειλε να πάρει μαζί του την επόμενη μέρα τον Φραγκίσκο στο Ηράκλειο, να τον πάει σ’ ένα φωτογραφείο και να περιμένει να πάρει τις φωτογραφίες. Του είπε ακόμη να αντιγράψει τη ζωγραφιά. Ο ευαίσθητος σταθμάρχης ήθελε να κρατήσει ως ενθύμιο αυτό το ωραίο σχέδιο.

Ένας από τους μαθητές που άκουγαν τη συζήτηση με τον εισπράκτορα σηκώθηκε αμέσως, έδωσε κι εκείνος λίγα κέρματα από το «χαρτζιλίκι» του και παρακάλεσε να του τυπώσουν ένα ακόμη αντίγραφο της προσωπογραφίας. Ο μαθητής αυτός δεν ήταν άλλος από τον φίλο μου τον Γιάννη Καραβαλάκη, στον οποίο χρωστούμε όχι μόνο την ωραία αφήγηση αλλά και το μοναδικό ίσως αντίγραφο της προσωπογραφίας.

Ο «Βουβός» από το Κάτω Μετόχι απέκτησε απροσδόκητα «δελτίον ταυτότητος». Ο σταθμάρχης απέκτησε, επίσης απροσδόκητα, ένα από τα πιο σημαντικά θυμητάρια της καριέρας του. Κι εμείς αποκτήσαμε μια πολύτιμη γνώση για τη δύναμη της ανθρώπινης θέλησης.

Όταν άκουσα την αφήγηση κοίταξα την προσωπογραφία. Δε έτυχε να δω ποτέ την πολυπόθητη ταυτότητα του αυτοσχέδιου ζωγράφου. Νομίζω, όμως, ότι πέρα από τους τύπους, τις διατάξεις, τους νόμους, τη γραφειοκρατία και όλα τα παρελκόμενα, η αληθινή ταυτότητα του κωφάλαλου καλλιτέχνη είναι αυτή η ζωγραφιά. Κανένα «νόμιμο» χαρτί δεν μπορεί να την αντικαταστήσει.

Ο Φραγκιός έζησε μέχρι το 1974. Πέθανε σε ηλικία 52 ετών. Δεν ξέρω αν έχει σωθεί τίποτ’ άλλο δικό του πέρα από την αγαθή ανάμνηση κι αυτό το ταλαιπωρημένο αντίγραφο που νομίζω πως αδικεί πολύ το πρωτότυπο. Σκέφτομαι πως οι δυνατότητες του φωτογράφου να αντιγράψει την αυτοπροσωπογραφία από το πακέτο των τσιγάρων ήταν κι αυτές περιορισμένες – ταιριαστές με μιαν Ελλάδα περιορισμένης κυριαρχίας, περιορισμένης δημοκρατίας και περιορισμένης φαντασίας.

Έγραψε ο κ. Νίκος Ψιλάκης

Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2010

Το νομπέτι


Οι χειμώνες στη Χερσόνησο περνούσαν με την αγωνία αν θα βρέξει και πόσο θα βρέξει, γιατί από την ποσότητα και τη διάρκεια της βροχής εξαρτιόταν η σοδειά τους, τα σιτηρά τους, τα σταφύλια, το λάδι και τα χαρούπια.

Οι παλαιότεροι έντονα θυμότανε κατά τη δεκαετία προ του Είκοσι τη μεγάλη ανυδρία. Παραμονή Χριστουγέννων και δεν είχε βρέξει ακόμη, όταν ξαφνικά κατά την πρωινή λειτουργία των Χριστουγέννων ήρθαν τα πρωτοβρόχια. Άλλες χρονιές οι μεγάλες γιορτές ήσαν αφιερωμένες στο Θεό.

«Σάββατα Κυρίω τω Θεώ σου».

Σήμερα όμως ο παπα – Γιάννης Σαρρής με το «Δι’ευχών» προέτρεψε τους χωριανούς να πάρουν τα βόδια και τα ζυγάλετρά τους και με τη δική του ευχή, να ξεκινήσουν το όργωμα και τη σπορά, χωρίς την ενοχή της αμαρτίας. Τα καλοκαίρια πάλι, άλλη τυραννία. Οι βροχές που έπεφταν τον χειμώνα ήταν τόσο λίγες, τα σπαρτά έμεναν μία σπιθαμή, ο καρπός των ελιών δάφνιζε, γινόταν σκοινόκαρπος. Άρχιζαν, λοιπόν τις λιτανείες και τις περιφορές των εικόνων της Παναγίας, να τους λυπηθεί η Χάρη της και να στείλει εξ ουρανού τη ζωογόνο βροχή της. Μάλιστα, αν κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, έστω και σπανίως, ερχόταν θερινή καταιγίδα και έπαιρνε το «λαμί», το σωρό των σιτηρών από το αλώνι, πάλι εθεωρείτο το γεγονός ευτυχία. Τυχεροί ήσαν όσοι πρόφταναν να βγάλουν μία πέτρινη πλάκα του αλωνιού και στη θέση της να τοποθετήσουν ένα θυμάρι, να φύγει το νερό και να εμποδίσει παράλληλα την έξοδο του καρπού. Με
πόσο θαυμασμό, αλήθεια, παρατηρούσαν τα υδραυλικά έργα των αρχαίων Χερσονιωτών, το «κουτούτο», τον αγωγό νερού που ερχόταν από τις «Ξεροκαμάρες», με την «αέτητη» γέφυρα, έφτανε στο βυζαντινό υδραγωγείο, στα «Παλάθια», για να δροσίσει την «Πόλη», την αρχαία και ένδοξη Χερσόνησο.

Αλλά, δυστυχώς, ο Θεός, λέει, οργίστηκε για τις αμαρτίες των κατοίκων της, έκαμε πλημμύρα και την κατέστρεψε. Και όταν, πάλι, τα προπολεμικά χρόνια των παππούδων μας έκαμε πλημμύρα και πήρε γεμάτα, λέει, τα κρασοβάρελα του χωριού και τα κατέβασε ως τη «Μαρκαβούσα», το γεγονός τώρα το θεώρησαν ευτυχία για το χωριό τους, την ιστορική
αλλά άνυδρη Χερσόνησο.

Το χειρότερο, βέβαια, εξ όλων ήταν το λεγόμενο «νομπέτι». Τους καλοκαιρινούς μήνες, όχι μόνο τα βενετσάνικα καβούσα της Μαρκαβούσας και της Αγίας Άννας, αλλά και τα πηγάδια του χωριού εστέρευαν. Ερχόταν «νεροφυριά», το νερό λιγόστευε και η κοινότητα αναγκάστηκε να φτιάξει ξύλινα σκεπάσματα και να κλειδώσει τα πηγάδια. Έτσι, κάθε πρωί, με την καμπάνα, οι γυναίκες του χωριού στηνόταν με το «νομπέτι» μπροστά στα πηγάδια, που στα τούρκικα «nobet» σήμαινε στη σειρά, για να πάρουν ένα μόλις σταμνί, θολό νερό για κάθε σπίτι, για όλες τις ανάγκες, με διαγκωνισμούς, φωνές και πρωινά τσακώματα.

Το πλύσιμο των ρούχων γινόταν μακριά, στο υφάλμυρο νερό από τα ξεροπήγαϊδα στις Γούρνες, στο βενετσάνικο πηγάδι του Άι-Νικόλα και της Μαρκαβούσας ή στα υφάλμυρα πηγάδια με τους ανεμόμυλους του Ανισαρά. Ήταν τόσο μεγάλη η τυραννία της λειψυδρίας ως και το Εξήντα που έγινε η πρώτη γεώτρηση, που στα πρώτα ποιήματά μας γράφαμε για τη Χερσόνησο:

«Άνυδρη αγάπη,
στου λύχνου τη φλόγα
με γέννησες,
κάτω από τον ήσκιο των λιόφυτων
σε λάτρεψα,
μες στις σπηλιές της καρδιά σου
με βύζαξες,
στ’ απότιστα αμπέλια σε πόθησα…»

Έγιναν κι άλλες γεωτρήσεις τα επόμενα χρόνια, οι εντατικές ανάγκες των θερμοκηπίων πλήθυναν και τα «χλώρια», τα χιλιάδες άλατα έκαναν το νερό ακατάλληλο «προς πόσιν».
Έτσι, σαν τον αρχαίο Τάνταλο, βλέπουμε χρόνια τώρα το υφάλμυρο νερό να τρέχει στις βρύσες και στα χωράφια, να καταστρέφει τις ηλεκτρικές συσκευές στα σπίτια και να αδυνατούμε να πιούμε απ’ αυτό. Ένα νέο «νομπέτι», μάλιστα, δημιουργήθηκε στα σούπερ μάρκετ του χωριού για εμφιαλωμένο νερό, για όσους μόνο
έχουν χρήματα, ενώ οι «νεόφτωχοι» συγχωριανοί κατακαίουν τα σωθικά και τα χωράφια τους με το αλμυρισμένο νερό των γεωτρήσεων, ονειρευόμενοι τώρα στον ύπνο και τον ξύπνιο τους πως βρέχει ασταμάτητα, ενώ μια λίμνη, λέει, σχηματίζεται σε όλη τη λεκάνη της ιστορικής Λαγκάδας, από τις Γωνιές ως τη Χερσόνησο.

Η βροχή ήταν πάντα κυρίαρχο στοιχείο στα όνειρά τους. Ειδικά στα ευχάριστα και τα ευτυχισμένα όνειρα. Ακόμη και αν οι γριές του χωριού, όπως και η μάνα μου, τα ερμήνευαν δυσάρεστα, ότι δηλαδή η βροχή εσήμαινε δάκρυα και στενοχώρια.

Έγραψε ο Αντώνης Σανουδάκης

Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2010


17 Ιανουαρίου – 14 Μαρτίου 2010

Η δεύτερη περίοδος της Δημοτικής Χαρτοθήκης Κοζάνης αρχίζει το Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2010 με τα εγκαίνια, από τον Δήμαρχο Κοζάνης, Λάζαρο Μαλούτα, της έκθεσης χαρτών «Η Κρήτη ταξιδεύει με χάρτες στη Δυτική Μακεδονία» στις 18:00, στους ανανεωμένους χώρους του Αρχοντικού Λασσάνη.



Η έκθεση, με επιλεγμένους χάρτες της Μεγαλονήσου από τον 15ο αιώνα μέχρι σήμερα, από τη σημαντική χαρτογραφική συλλογή της Μαργαρίτας Σαμούρκα, συνοδεύεται από πλούσιο οπτικό ψηφιακό υλικό και γίνεται με τη συνεργασία του Συλλόγου Κρητών Κοζάνης, της Χαρτογραφικής Επιστημονικής Εταιρείας Ελλάδας και των συλλεκτικών εκδόσεων «Μικρός Ναυτίλος» του Ηρακλείου Κρήτης. Οργανώθηκε από το Δήμο Κοζάνης, την Κοβεντάρειο Δημοτική Βιβλιοθήκη και την επιστημονική ομάδα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, που έχει αναλάβει την επιμέλεια και ανάδειξη της Δημοτικής Χαρτοθήκης στο Αρχοντικό Λασσάνη, με την υποστήριξη της Τεχνικής Υπηρεσίας του Δήμου και τις δωρεές - χορηγίες πολιτών της Κοζάνης.



Η έκθεση λειτουργεί για το κοινό, από την Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2010, παράλληλα με τη μόνιμη έκθεση της Χάρτας του Ρήγα Βελεστινλή, των χαρτών του Άνθιμου Γαζή και άλλων γεωγραφικών τεκμηρίων του νεοελληνικού Διαφωτισμού, από τη συλλογή της Κοβενταρείου Δημοτικής Βιβλιοθήκης Κοζάνης, με συνοδευτικό οπτικό ψηφιακό υλικό.



Κατά τη διάρκεια της έκθεσης των χαρτών της Κρήτης στο Αρχοντικό Λασσάνη και σε ημερομηνία που θα ανακοινωθεί, ο πρέσβης ε.τ. Χρήστος Ζαχαράκις θα παρουσιάσει το λεύκωμα «Κρήτης Νήσου Θέσις, τέσσερις αιώνες έντυπης χαρτογραφίας της Κρήτης 1477- 1800» και θα μιλήσει για τη χαρτογραφία της Μεγαλονήσου.

Πληροφορίες: Τηλ. 24613 50435, Ιωάννα Στεργιοπούλου


Το ενημερωτικό έντυπο [ pdf ]

Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2010

Ιστορίες του χτες και του σήμερα



Καβάλα στο περήφανο άτι του, ο Οπλαρχηγός Χατζή- Μιχάλης Νταλιάνης οδηγούσε αμίλητος την βουβή πομπή των Παλικαριών του, στην αμμουδιά, παράλληλα με την ακτή, με κατεύθυνση προς το Φραγκοκάστελλο.

Σε λίγο θα ξημέρωνε η τελευταία μέρα της ζωής τους. Πορεύονταν μέσα στο αχνό λυκαυγές εφ' ενός ζυγού προς το μισοχαλασμένο Καστέλλι, όπου θα ταμπουρώνονταν όπως- όπως για να δώσουν την τελική κι απελπισμένη τους μάχη ενάντια στους Αγαρηνούς. Η αριθμητική υπεροχή των εχθρών συντριπτική, ο χαμός των λιγοστών Επαναστατών βέβαιος, μα ο ηρωισμός και η περηφάνια των αγέρωχων Ηπειρωτών και Κρητικών απέκλειε οποιαδήποτε πιθανότητα συνθηκολόγησης.



Η μελαγχολική πομπή των καβαλάρηδων ίσα που ξεχώριζε, με φόντο το Λιβυκό Πέλαγος, όταν ακούστηκε ένας γδούπος, και όλοι σταμάτησαν.

«Ωρέ, τί 'ναι πάλι τούτο»; Αγρίεψε ο Χατζη-Μιχάλης, πεσμένος από το άλογό του, που είχε κάπου σκοντάψει.

«Ομπρελοξαπλώστρα το λένε νομίζω, καπετάνιε», απάντησε ο Κυριακούλης ο Αργυροκαστρίτης, το πρωτοπαλίκαρό του. «Έχει γεμίσει ο τόπος από δαύτες τα τελευταία χρόνια».

«Το κέρατό μου», είπε ο Αρχηγός, και ξανακαβάλησε το περήφανό του άτι.



Φτάνοντας μπροστά στην είσοδο του Καστελλιού, η πομπή ξαναστάθηκε.- αναγκαστικά. Μεγάλα μεταλλικά αντικείμενα με ρόδες έφραζαν την είσοδο. Αδύνατον να περάσουν οι καβαλάρηδες.

«Να φωνάξουμε τη Δημοτική Αστυνομία, Αρχηγέ; Την τροχαία, μήπως»; Τόλμησε να ρωτήσει ο Κυριακούλης μετά από μερικά λεπτά σιγής.

"Ρε μπάρμπα, δεν παίρνεις το γάιδαρό σου από τη μέση να μπούμε στο αμάξι μας σαν άνθρωποι;" είπε ένας σουρωμένος νεαρός που μόλις είχε ξεμυτίσει από το παρακείμενο ξενυχτάδικο-beach bar.


Ο Χατζή- Μιχάλης Νταλιάνης δεν μίλησε.

Στ’ αδάκρυτα μάτια του φαντάσματος εμφανίστηκε ένα λαμπερό δάκρυ.

Οργής.