Τετάρτη 31 Μαρτίου 2010

Τα πασχαλινά παπούτσια



Μικρός το Πάσχα το περνούσα συνήθως στην Κρήτη, στο χωριό μου. Μπάλα, σκαρφάλωμα στο βουνό, κυνήγι με σφεντόνες αλλά μόλις έπεφτε ο ήλιος έπρεπε να μαζευτούμε στο σπίτι, να πλύνουμε πρόσωπο και χέρια, να ντυθούμε και να ακολουθήσουμε – εγώ και οι αδελφές μου- τη γιαγιά μου στην εκκλησία. Η γιαγιά Αλεξία έκανε πάντα όλα αυτά που ήθελε ο Θεός. Και δεν αναφέρομαι στη νηστεία (γιατί έτσι και αλλιώς ήταν τόσο λιγόφαγη που δεν καταλάβαινες πότε νήστευε και πότε όχι -παξιμάδι, ελιές, ντομάτα, άντε και μερικές σταγόνες λάδι).

Τη Μεγάλη Εβδομάδα ξυπνούσε την νύχτα, πήγαινε στο μαγαζέ –στην αποθήκη δηλαδή- έκλεβε τυριά, λάδι, παξιμάδια, σιτάρι και ότι άλλο ήταν πάνω από δύο και πήγαινε και τα άφηνε στις πόρτες των φτωχών. Όταν ξυπνούσε ο παππούς ήταν πια πολύ αργά. Την μια του έλεγε ότι το τυρί τι μαγάρισαν οι ποντικοί και αναγκάστηκε να το πετάξει και την άλλη τον μπέρδευε στο μέτρημα – ήταν αγράμματος και εύκολα τους παρουσίαζες το επτά για δέκα. Υπήρχαν φορές βέβαια που ο παππούς καταλάβαινε το κλέψιμο και γινόταν ο κακός χαμός. Την έλεγε κουζουλή, την κυνηγούσε αλλά αυτή δεν νοιαζόταν και το σούρουπο χαμογελαστή έδινε το σύνθημα για την εκκλησία- σαν να ήταν διασκέδαση. Εκεί στο δρόμο για τον Άγιο Νικόλαο γινόταν κάτι που μόνο την πρώτη φορά με παραξένεψε. Η γιαγιά μου μόλις άρχιζε ο τσιμεντένιος δρόμος – στα τελευταία 100 μέτρα πριν την εκκλησία – άλλαζε παπούτσια. Έβγαζε δηλαδή τα ταλαιπωρημένα από τα χώματα και τις πέτρες παπούτσια και έβαζε το καλό της ζευγάρι αυτό που ήταν μόνο για τις γιορτές. Και είχε μια μικρή θεωρία γιαυτο.

Οι άνθρωποι δεν πρέπει να είναι τόσο σπάταλοι ώστε να φορούν τα καλά τους παπούτσια στους κακούς δρόμους αλλά και ούτε τόσο μίζεροι ώστε να μην έχουν ένα ζευγάρι καλά παπούτσια. Τα παλιά παπούτσια λοιπόν τα έκρυβε σε κάτι χαλάσματα και μετά όταν τέλειωνε η εκκλησία, τα ανέσυρε τα φορούσε και έμπαινε άφοβα στον χωματόδρομο για το σπίτι.

Εμένα το μάτι μου στην εκκλησία αντί να πηγαίνει στα εικονίσματα πήγαινε κατευθείαν στα παπούτσια των ανθρώπων. Αν ήταν καλά και καθαρά ήταν φανερό ότι ήταν μυημένοι από την γιαγιά μου. Αν ήταν βρώμικα και καινούργια ήταν οι σπάταλοι. Και αν ήταν βρώμικα και παλιά ήταν οι μίζεροι. Αυτά ήταν τότε για μένα τα τρία κόμματα.

Όσο μεγάλωνα, η θεωρία της γιαγιάς μου που είχε γίνει πια και θεωρία δική μου, εμπλουτιζόταν. Έβλεπα δηλαδή ότι τα καθαρά παπούτσια «κουβαλούσαν» σεμνούς ανθρώπους. Τα βρώμικα και καινούργια επιδειξιομανείς και τα βρώμικα και παλιά γκρινιάρηδες. Οι επιδειξιομανείς ήταν και φαφλατάδες, οι γκρινιάρηδες ήταν και τεμπέληδες. Απλουστευτικά σας τα λέω και απόλυτα αλλά πάνω κάτω έτσι ήταν. Και αφού τους χώριζα σε κατηγορίες μετά τους μετρούσα κιόλας. Αυτό χρόνο με το χρόνο μου έφερνε απογοήτευση. Οι σεμνοί κάθε Πάσχα λιγόστευαν, οι επιδειξιομανείς και οι γκρινιάρηδες πλήθαιναν.

Όταν πέθανε η γιαγιά οι επισκέψεις μου στον Άγιο Νικόλαο περιορίστηκαν. Τα τελευταία χρόνια δεν πάω καν. Άλλωστε μπήκε άσφαλτος σε όλους τους γύρω δρόμους και τα παπούτσια – που όπως σας είπα με ενδιέφεραν περισσότερο και από τα εικονίσματα - έπαψαν να έχουνε σημάδια.

Του Σταύρου Θεοδωράκη

Τρίτη 16 Μαρτίου 2010

Το παραμύθι με το σκιάχτρο



Φωτογραφίζω τα σκιάχτρα με συμπάθεια. Και για τα ίδια και για τους ανθρώπους που τα φτιάχνουν. Και για τα πουλιά που άλλοτε ξεγελιούνται κι άλλοτε όχι. Με συμπάθεια και κατανόηση. Χιλιάδες χρόνια πριν κάποιος μακρινός πρόγονος μπλεγμένος στο παιγνίδι του ανταγωνισμού των όντων σκέφτηκε ότι πρέπει να κοροϊδέψει τα πουλιά.
Συμπαθώ τα σκιάχτρα. Προσπαθώ να μαντέψω τα μυστικά τους, να συμμεριστώ την οδύνη τους. Χορταίνουν το λιοπύρι και παίζουν με το χρόνο φορώντας κουρελιασμένα ρούχα. Μερικές φορές έρχεται κι ο άνεμος για να παίξει μαζί τους, μερικές φορές αντιστέκονται, κι είναι τότε που τα αναρριχητικά φυτά σκαρφαλώνουν στα άδεια κορμιά τους.

Κάποτε στον κόσμο των παραμυθιών μπορεί ένα σκιάχτρο να ζωντανέψει, να αρχίσει να κουνά τα ισχνά μέλη του, κάποτε… Θυμάμαι ακόμη έναν παλιό παραμυθά. Τον είχα ακούσει ένα προχωρημένο απόγευμα, λίγο πριν νυχτώσει, στα παιδικά μου χρόνια. Έλεγε μια ιστορία για μια βασιλοπούλα· δεν θυμάμαι το παραμύθι. Όταν τέλειωσε, κοίταξε κάπου στο βάθος, είδε ένα άδειο ρούχο να κρέμεται και να πηγαίνει πέρα – δώθε στο φύσημα του ανέμου. Αυτό ήταν.
Αρχή του παραμυθιού, καλησπέρα σας. Κι άρχισε να λέει για ένα σκιάχτρο στο μποστάνι, σε χρόνο μακρινό κι απροσδιόριστο.
Μια φορά κι έναν καιρό. Το μποστάνι είχε απ’ όλα τα καλά. Πεπόνια, καρπούζια, κηπικά· παράδεισος. Πουλί πετούμενο δεν πλησίαζε. Και μια μέρα φάνηκε στο χωριό μια γριούλα με κουρελιασμένα ρούχα. Κλαδάκια από φασολιές κρέμονταν στα μανίκια της κι ένα καπέλο, δηλαδή τι καπέλο – πάτος από ένα σαπισμένο παλιό καλάθι ήταν, σκέπαζε το κεφάλι της. Δίπλα στα χέρια της κρεμόταν ένα παλιό ξεραμένο καλάμι. Και κρατούσε μιαν αρμαθιά με άδεια κουτάκια, τσίγκινα.
- Να σαν αυτά που κρατά το σκιάχτρο και χτυπούν όταν φυσά ο άνεμος.
Ήταν το σκιάχτρο που είχε γίνει άνθρωπος.


Ποτέ δεν κατάλαβα αν ήταν παραμύθι ή επινόηση της στιγμής. Είχε πετύχει όμως το σκοπό του. Σε μια γωνιά του δρόμου είμασταν καθισμένα πέντε – έξι παιδιά. Καθώς τον ακούγαμε φέρναμε στο νου μας όλα τα σκιάχτρα που είχαμε δει μέχρι τότε, προσπαθώντας να εντάξομε στο δικό μας χώρο και χρόνο το παραμύθι. Δε μπορεί, με κάποιο θα μοιάζει…
Δεν έμοιαζε με κανένα. Κάθε που πλησίαζα σε μια γνώριμη εικόνα ο παραμυθάς λες και το καταλάβαινε. Έβαζε κάτι καινούργιο στο παραμύθι και μου χαλούσε την εικόνα. Στο τέλος έβαλε κι ένα παράξενο φυτό να έχει φυτρώσει κάπου εκεί δίπλα. Έκανε φρούτα ροδοκόκκινα σαν το βερίκοκο, μεγάλα σαν καρπούζι και νόστιμα σαν όλα τα φρούτα μαζί. Άντε τώρα να καταλάβεις. Αυτό το φρούτο δεν το δοκίμασα ποτέ. Και πολύ φοβάμαι πως δεν θα το δοκιμάσω.
Παρακολουθώ από τότε τη γριούλα να περιφέρεται σαν αερικό στους δρόμους του χωριού και να κλείνουν οι πόρτες. Ακούγονται ακόμη σαν απόηχος μιας αδιερεύνητης μαγείας οι τρομαγμένες φωνές των παιδιών. Κανείς δεν την ανοίγει την πόρτα. Ποιος μπορεί να αντέξει ένα τέτοιο θέαμα;
Δεν ξέρω γιατί δεν μπορώ να φανταστώ τη γριά, δηλαδή το σκιάχτρο που ζωντάνεψε κι έγινε γριά, να καταλαγιάζει σε μια γωνιά. Ίσως επειδή κι εγώ, τώρα μεγάλος, αμφιβάλλω αν θα μπορούσα να τη δεχτώ, να την πάρω από τον κόσμο των φόβητρων και να την εντάξω στον κόσμο αυτών που φοβούνται, δηλαδή των ανθρώπων. Τελικά νομίζω πως οι άνθρωποι επινόησαν το σκιάχτρο με βάση την αρχή της ομοιότητας: Αφού φοβούνται οι ίδιοι θα φοβούνται και τα πουλιά.
Όσο κι αν οι άνθρωποι σήμερα γίνονται όλο και συχνότερα σκιάχτρα του άλλου εαυτού τους, δεν μπορώ να φανταστώ τη γριά του παραμυθιού να κάθεται σε τραπέζι, να πίνει καφέ δίπλα στους κανονικούς ανθρώπους. Αρκούμαι να παρακολουθώ το παραμύθι, να βλέπω τους πιο ψύχραιμους να ψάχνουν τρόπο να ξορκίσουν το κακό, τα μεγαλύτερα παιδιά να αρχίζουν πρώτα να πετροβολούν, τον παραμυθά να κάνει χειρονομίες – σα να πετά κι ο ίδιος πέτρες. Εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω γιατί να είναι τόσο κακό η μεταμόρφωση ενός σκιάχτρου.
Ο παραμυθάς, που ήξερε τι σκεφτόμουν, τι σκεφτόμασταν όλοι, συνεχίζει. Κι όσο τα απορημένα μάτια μας τον κοιτάζουν, τόσο ζωντανεύει το λόγο του. Όταν μιλά για πετροβόλημα σκύβει και παίρνει μια πέτρα. Κι εγώ στοιχηματίζω αν ξεχαστεί και την πετάξει συνεπαρμένος από το λόγο του. Ο παραμυθάς μοιάζει πια με αλλοπαρμένο θεατρίνο που γοητεύεται από την αντίδραση του κοινού του. Οι διάλογοι ζωντανοί, οι χειρονομίες, τα χέρια που ανεβοκατεβαίνουν, ο λόγος, ο μύθος.

Το παραμύθι σταματά απότομα το ταξίδι μου:
Αφού είδε κι απόειδε η γριά έγινε πάλι σκιάχτρο. Διωγμένο από τους ανθρώπους ξαναπήγε στο περβόλι, οι φασολιές ξαναφύτρωσαν στη γη. Το φυτό με τα μεγάλα φρούτα, ροδοκόκκινα σαν βερίκοκο, ήταν εκεί. Μόνο που τώρα ήρθε η σειρά των άλλων σκιάχτρων να ξεσηκωθούν για να διώξουν τον άνθρωπο.
Πέρασαν χρόνια, λοιπόν, από τότε. Ακόμη και σήμερα όταν βλέπω σκιάχτρο προσπαθώ να μαντέψω αν είναι αληθινό ή αν είναι η γριά του παραμυθιού, εκείνη που προκαλούσε φόβο στους ανθρώπους και αισθήματα απέχθειας στα άλλα σκιάχτρα. Είναι αληθινά σκιάχτρα ή μήπως είναι ο φόβος που παίρνει ζωή και σχήμα; Τα φτιάχνομε επειδή φοβούμαστε τα πουλιά. Κι ύστερα τα βλέπουν τα πουλιά και φοβούνται με τη σειρά τους. Ο ένας φόβος φέρνει τον άλλο.
Το αιώνιο παιγνίδι της φύσης. Ο ανταγωνισμός. Η μάχη για την τροφή.
Η αιώνια γοητεία του προφορικού πολιτισμού. Της ανθρώπινης ευρηματικότητας. Και του παραμυθιού. Εκείνος ο παλιός παραμυθάς τα έλεγε όμορφα, έλεγε πως το σκιάχτρο γίνεται άνθρωπος. Σκέφτομαι, λοιπόν, πως το σκιάχτρο του παραμυθιού γίνεται άνθρωπος για να επιστρέψει πίσω το φόβο. Και προκαλεί φόβο στους ίδιους που το είχαν φτιάξει. Ένα παιγνίδι που δεν έχει τέλος.
Κι αν δεν είναι παραμύθι, τι πειράζει; Ο παλιός παραμυθάς ήξερε να δένει το λόγο, να ταξιδεύει με το νου, να παίρνει κι εμάς στα ταξίδια του.
Δεν θυμάμαι το τέλος. Ίσως και να μην είχε τέλος. Όταν έβλεπε ο παραμυθάς πως είχε κουραστεί το ακροατήριο, έκοβε την κουβέντα στη μέση:

- Αύριο το υπόλοιπο.

Τώρα το παραμύθι έχει τελειώσει. Τον παραμυθά έχω χρόνια να τον δω. Το δικό μας αύριο δεν έχει τέτοια παραμύθια.
Και τα σκιάχτρα λιγοστεύουν.

Έγραψε ο Νίκος Ψιλάκης

Παρασκευή 5 Μαρτίου 2010

Σπιναλόγκα, το νησί με τις βαθιές πληγές



Η Σπιναλόγκα είναι μικρό νησί κοντά στην Ελούντα στην Ανατολική Κρήτη. Έχει γίνει γνωστή σαν το νησί των λεπρών, αφού εδώ απομονώνονταν οι λεπροί από την Κρήτη και την υπόλοιπη Ελλάδα μέχρι το 1957.
Σήμερα τη Σπιναλόγκα επισκέπτονται κάθε καλοκαίρι χιλιάδες τουρίστες με καραβάκια από τον Αγιο Νικόλαο, την Ελούντα και την Πλάκα για να ξεναγηθούν στα ερειπωμένα της κτίρια, που με κόπο προσπαθεί η αρχαιολογική υπηρεσία να συντηρήσει.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του 2009, τους καλοκαιρινούς μήνες δέχεται 1200 - 1500 επισκέπτες καθημερινά και είναι ο πιό επισκέψιμος αρχαιολογικός χώρος στην Κρήτη μετά την Κνωσό.
Η καίρια θέση της βραχονησίδας Σπιναλόγκα για τον έλεγχο και την προστασία του λιμανιού της Ελούντας δεν θα μπορούσε παρά να σημαδέψει τη Σπιναλόγκα με μία πολυτάραχη ιστορία γεμάτη σκληρές μάχες και πολύ ανθρώπινο πόνο.



Σήμερα Σπιναλόγκα ονομάζουμε μονάχα το μικρό νησί, αλλά οι Ενετοί με το όνομα αυτό αποκαλούσαν και την μεγάλη χερσόνησο Νησί ή Κολοκύθα που ενώνεται με την Ελούντα με ένα στενό ισθμό.

Αναφέρεται ότι η Κολοκύθα ήταν ενωμένη με την Σπιναλόγκα (γι αυτό μοιράζονταν το ίδιο όνομα), αλλά το 1526 οι Ενετοί άνοιξαν διώρυγα με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί το μικρό αυτό νησί.

Η πληροφορία αυτή προέρχεται από τον Ενετό χαρτογράφο Vincenzo Coronelli και την αναφέρουμε με κάθε επιφύλαξη για την ακρίβεια της. Πάντως το νησί απέχει από την Κολοκύθα μόνο 170 μέτρα και τα νερά είναι αβαθή, οπότε είναι πιθανό οι Ενετοί πράγματι να προχώρησαν στο έργο αυτό προκειμένου να δημιουργήσουν ένα απόρθητο νησί - φρούριο.



Το όνομα Σπιναλόγκα προέκυψε γύρω στο 13ο αιώνα με νονούς τους Ενετούς κατακτητές, οι οποίοι αφού δεν είχαν εξοικείωση με την ελληνική γλώσσα παρέφθειραν (παράφρασαν) το τοπωνύμιο «στην Ολούντα» σε Σπιναλόντε αρχικά (13ος αιώνας) και αργότερα σεΣπιναλόγκα. Όχι τυχαία βέβαια, γιατί το Σπιναλόγκα τους ήταν ήδη γνωστό από μία νησίδα στη Βενετία, τη σημερινή Τζιουντέκα (Εβραϊκή).



Μια άλλη ερμηνεία του ονόματος Σπιναλόγκα, το θέλει να έχει προκύψει από το σχήμα της νησίδας που θυμίζει μακρύ αγκάθι (σπίνα=αγκάθι, λόνγκα=μακρύ), μία θεωρία που δεν την ενστερνίζονται πολλοί.

Αρκετά αργότερα το 1957 παρουσιάστηκε ένα άλλο όνομα για τη νησίδα, το όνομα Καλυδών, σαν μια ανεπιτυχής προσπάθεια για να αντικατασταθεί το λατινογενές Σπιναλόγκα με ένα ελληνοπρεπές όνομα.



Η Σπιναλόγκα παρά την μεγάλη και πολυτάραχη ιστορία της είναι κυρίως γνωστή σήμερα σαν το νησί των λεπρών.
Το 1903 στην Κρήτη ιδρύεται Λεπροκομείο στη Σπιναλόγκα για την απομόνωση όσων έπασχαν από τη νόσο του Χάνσεν από τον υγιή πληθυσμό.
Δεν είχε βρεθεί ακόμα το φάρμακο για τη λέπρα και η κολλητική νόσος ήταν ο φόβος και ο τρόμος των ανθρώπων. Οι χανσενικοί ήταν απομονωμένοι σε περιοχές (μεσκινιές) έξω από τις πόλεις περιμένοντας να ζήσουν από την φιλευσπλαχνία των διαβατών.
Στην Κρήτη διατηρούνται ακόμα τα τοπωνύμια Μεσκινιά, για παράδειγμα στο Ρέθυμνο και στο Ηράκλειο. Ειδικά στο Ηράκλειο πρόκειται για τη συνοικία Χρυσοπηγή που βρίσκεται νότια από τη Λεωφόρο Ικάρου, πριν τη συνοικία Πόρος.



Ηταν η εποχή που ο κόσμος πανικοβάλλονταν από τη λέπρα και οι λεπροί έπρεπε να φορούν κουδούνια για να προειδοποιούν τον κόσμο να απομακρύνεται έγκαιρα από κοντά τους. Τότε δεν γνώριζαν ότι το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού έχει φυσική ανοσία στην ασθένεια αυτή και ότι ο κίνδυνος μόλυνσης ήταν πολύ μικρότερος από όσο νόμιζαν. Ποιος όμως θα ρίσκαρε να μολυνθεί από μια ανίατη, θανατηφόρο ασθένεια;
Έτσι ένα νησάκι ήταν ιδανική λύση για να απομακρυνθούν από τον υγιή πληθυσμό οι χανσενικοί και να αισθανθούν ασφαλείς οι υγιείς. Η Σπιναλόγκα ήταν ιδανική λύση γιατί πρόσφερε εύκολη επικοινωνία με τη στεριά για τη μεταφορά των ασθενών, τροφίμων και εφοδίων. Επίσης υπήρχαν πολλά άδεια σπίτια σ’ αυτή μετά την αποχώρηση των μουσουλμάνων κατοίκων της.
Στις 30 Μαίου του 1903 υπογράφηκε η απόφαση για να μετατραπεί η Σπιναλόγκα σε νησί των λεπρών και μεταφέρθηκαν 250 ασθενείς από διάφορα μέρη της Κρήτης. Μετά το 1913 η Κρήτη ενώθηκε με την Ελλάδα και άρχισαν να έρχονται ακόμα περισσότεροι άρρωστοι στη Σπιναλόγγα, ενώ αργότερα δέχτηκε ασθενείς ακόμα και από άλλες χώρες και χαρακτηρίστηκε σαν Διεθνές Λεπροκομείο.


Η λέπρα ή νόσος του Χάνσεν

Η νόσος του Χάνσεν εξακολουθεί να ταλαιπωρεί ακόμα και σήμερα τους ανθρώπους. Σε πολλές χώρες, όπως η Ελλάδα, η νόσος έχει εξαφανιστεί, αλλά δεν συμβαίνει το ίδιο στην Ινδία, στην Αφρική και τη Λατινική Αμερική.
Το 2001 νόσησαν από λέπρα 763.000 άνθρωποι, κυρίως στη νοτιο-ανατολική Ασία (668.000), ενώ ο αριθμός νέων περιστατικών μειώθηκε σε 300.000 το 2005.
Η λέπρα οφείλεται στο Μυκοβακτηρίδιο της λέπρας (mycobacterium leprae), που είναι συγγενικό με το μυκοβακτηρίδιο της φυματίωσης. Ο μικροοργανισμός αυτός ανακαλύφθηκε από τον γιατρό G.A.Hansen το 1873, γι αυτό και η λέπρα λέγεται επίσημα Νόσος του Χάνσεν.
Η νόσος είναι μεταδοτική όταν υπάρχει συχνή επαφή με ασθενή, αλλά το μεγαλύτερο μέρος (95%) του πληθυσμού έχει φυσική ανοσία.
Σήμερα υπάρχουν φάρμακα που θεραπεύουν τη λέπρα και όσοι κάνουν την κατάλληλη θεραπεία μπορούν να έχουν μια κανονική ζωή χωρίς να μεταδίδουν την ασθένεια. Ωστόσο η λέξη «λεπρός» εξακολουθεί να αποτελεί κοινωνικό στίγμα και είναι ένας από τους κύριους λόγους που κάποιοι ασθενείς δεν αναζητούν ιατρική βοήθεια στα πρώτα στάδια της ασθένειας.



Η καθημερινή ζωή των χανσενικών στην Σπιναλόγκα

Οι ασθενείς στην Σπιναλόγκα δικαιούνταν ένα μικρό επίδομα μηνιαίως, που συχνά δεν κάλυπτε τη διατροφή και τα φάρμακά τους. Ηταν μια περίοδος που το ελληνικό κράτος τυραννιόταν από διαδοχικούς πολέμους (Μακεδονικός, Βαλκανικοί, Α’ & Β’ Παγκόσμιοι, Εμφύλιος). Συνεπώς η Ελλάδα προσπαθούσε με δυσκολία να σταθεί οικονομικά στα πόδια της, γεγονός που δυσχέραινε τη θέση των χανσενικών στη Σπιναλόγκα. Οι συνθήκες ζωής των χανσενικών ήταν ιδιαίτερα δύσκολες. Αναφορές μάλιστα λεπρών μιλάνε για εξαθλίωση.
Η σημαντική αλλαγή ήρθε τη δεκαετία του 1930 όταν στην Σπιναλόγκα μεταφέρθηκε ο Επαμεινώνδας Ρεμουνδάκης. Ο Ρεμουνδάκης, που ήταν τριτοετής φοιτητής της Νομικής όταν αρρώστησε, φαίνεται πως ήταν ο άνθρωπος που περιμένανε οι υπόλοιποι μέχρι τότε για να διεκδικήσουν ανθρώπινες συνθήκες ζωής.



«Ημασταν μαζί. Ηταν σπουδαίος άνθρωπος και η φοβερή αρρώστια τον είχε καταδικάσει σε τύφλωση και αποκοπή του χεριού...» Μανόλης Φουντουλάκης.

«Περπατώντας στον δρόμο της Σπιναλόγκας, σταμάτησε και κράτησε την αναπνοή σου. Από κάποιο χαμόσπιτο τριγύρω σου θα ακούσεις τον απόηχο από κάποιο μοιρολόγι μιας μάνας, μιας αδελφής ή τον αναστεναγμό ενός άνδρα. Αφησε δύο δάκρυα από τα μάτια σου και θα δεις να λαμπυρίζουν εκατομμύρια δάκρυα που πότισαν αυτόν τον δρόμο». Επ. Ρεμουνδάκης

Έτσι τα σπίτια στην Σπιναλόγκα ασβεστώθηκαν μετά από πολλά χρόνια, άνοιξε ο περιμετρικός δρόμος, συστάθηκε υπηρεσία καθαριότητας των εξωτερικών χώρων, έχτισαν θέατρο, κινηματογράφο και από τα μεγάφωνα του δρόμου ακουγόταν συνεχώς κλασική μουσική.

Ανθρωποι ερωτεύτηκαν και παντρεύτηκαν στη Σπιναλόγκα. Εκαναν παιδιά, που μερικά από αυτά μεγάλωσαν μαζί τους χωρίς να αρρωστήσουν ποτέ. Φρόντιζαν ο ένας τον άλλο, έκαναν όποια δουλειά μπορούσαν για να καλυτερέψουν τη ζωή τους, λειτουργούσαν δικό τους καφενείο και κουρείο, είχαν την εκκλησία τους τον Αγιο Παντελεήμονα, όπου λειτουργούσε ένας γενναίος ιερέας που χωρίς να είναι άρρωστος δέχτηκε εθελοντικά να μοιραστεί τη ζωή του με αυτή των εξόριστων λεπρών.

Η «Αδελφότητα Ασθενών Σπιναλόγκας» που ίδρυσε ο Ρεμουνδάκης έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης. Η ζωή στο νησί των λεπρών άρχισε να θυμίζει κάτι από αυτή που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν στα σπίτια τους για να μεταφερθούν στη Σπιναλόγκα.
Από το 1948 και μετά ο αριθμός των λεπρών στη Σπιναλόγκα άρχισε να μειώνεται γιατί τότε ανακαλύφθηκε το πρώτο φάρμακο κατά της φρικτής αυτής αρρώστειας.

Το Λεπροκομείο έμεινε ανοιχτό μέχρι το 1957, οπότε οι τελευταίοι 20 ασθενείς μεταφέρθηκαν σε λεπροκομείο στην Αθήνα. Στο μεταξύ πολλοί είχαν θεραπευτεί και επέστρεψαν στα σπίτια τους.
Από τότε και στο εξής η Σπιναλόγκα εγκαταλείπεται και λεηλατείται, ενώ πολλά αρχιτεκτονικά μέλη των οικοδομών της στολίζουν τα πολυτελή ξενοδοχεία της περιοχής της Ελούντας.