Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2008

Όταν η Κρήτη μυρίζει ρακοκάζανο ο χειμώνας έρχεται..























Αν μπορούσε κανείς αυτή την εποχή να δει τη Κρήτη από ψηλά, θα νόμιζε πως έβλεπε το Γαλατικό χωριό του Αστερίξ με τις διάφορες εστίες καπνού να καίνε.

Όχι, δεν είναι τα γουρουνόπουλα του Οβελίξ. Είναι τα εκατοντάδες ρακοκάζανα που καίνε εδώ και ένα μήνα τουλάχιστον, μέχρι και το τέλος του Νοέμβρη από άκρη σε άκρη στο νησί.

Αυτός είναι ο παραδοσιακός τρόπος απόσταξης σταφυλιού, που αμείωτα συνεχίζεται από γενιά σε γενιά, δίνοντας δείγματα κουλτούρας, πολιτισμού και ιδιοσυγκρασίας του λαού μας, ενάντια στην παγκοσμιοποίηση και τη κάθετη τυποποίηση των προϊόντων.

Εκεί ο κάθε ένας έχει το δικαίωμα να βγάλει το δικό του προιόν που γι αυτόν η αξία του δε μετριέται ούτε σε κόπο ούτε σε χρήμα.

Είναι το μεράκι του, μια ακόμη αφορμή να μαζέψει τους φίλους του να χαρούν στη φύση όλοι μαζί, να μυρίσουν μυρωδιές βαθιά ριζωμένες στο DNA μας.

Χώμα, βροχή, φωτιά, στράφυλλα, ρακί, αστεία, πειράγματα, μαντινάδες, πατάτες οφτές, μεζέδες για όλο τον κόσμο, μα προπαντός για το περαστικό. Αυτό είναι το ρακοκάζανο, αυτή είναι η Κρήτη που αντιστέκεται και αγαπάμε.

Όσοι μπορείτε, μη χάσετε την ευκαιρία. Επισκεφτείτε όποιο καζάνι βρείτε απ τα πολλά. Είστε κι εσείς καλεσμένοι κι ας μη σας το είπανε.

Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2008

Νοέμβρης στο νησί



Λέει ιστορίες ο παπούς, πολλές απ’τα παλιά
Κι όλοι γροικούνε αχόρταγα, γυναίκα και παιδιά.
-Τον είδες με τα μάθια σου, παπού, τον Βενιζέλου;
Κι εμίλησες του κι άκουσες την ίδια την φωνή του;
-Δεν ήτονε στσ’αγώνες του ποτέ του κουρασμένος
κι ο λόγος του σε μάγευε, σε σκλάβωνε η θωριά του.


ΣΕ όλα τα χωρικά σπίτια της Κρήτης, αρχοντικά και φτωχόσπιτα, το τζάκι (ή παρασιά) αποτελούσε το βασικώτερο στοιχείο του σπιτιού. Το σχήμα του, ακόμα και η τοποθεσία του, διέφεραν από τόπο σε τόπο. Εκεί, πλάϊ στο τζάκι, διαπλάσσονταν η κρητική ψυχή.

Τις βαριές χειμωνιάτικες νύχτες, απ’ τον παπού ως το εγγονάκι, το τζάκι ζέσταινε τα κορμιά και την ψυχή τους.

Σαν κάποτε έσβηνε η τρεμάμενη φλόγα του λυχναριού τα πρόσωπα φωτίζονταν απ’την αναλαμπή της φλόγας των ξύλων που τριζοβολούσαν στο τζάκι και τα μάτια ορθάνοιχτα κυττούσαν τις σκιές που χόρευαν στον τοίχο και η φαντασία απ’τις ιστορίες των περασμένων ηρωϊκών στιγμών του παππού φλόγιζε και γιγάντωνε τις καρδιές των νεαρών παλληκαριών.

Εκεί, στο κρητικό αυτό τζάκι, μεταλαμπαδεύονταν οι θρύλοι και οι παραδόσεις. Εκεί θέριευε το πνεύμα της θυσίας για τον τόπο και ρίζωνε ως τα φυλλοκάρδια των νεαρών Κρητικόπουλων η αγάπη και η λαχτάρα για ό,τι ωραίο και ευγενικό.

Όποιος δεν γνώρισε την γλύκα του, δεν φωτίστηκε από την λάμψη του, δεν ζεστάθηκε από την φλόγα του, δεν κοιμήθηκε κοντά του κι ακόμα δεν καπνουλιάστηκε δεν μπορεί να καταλάβη την αξία του και την επίδραση που είχε στην ψυχοσύνθεση του Κρητικού.

Δυστυχώς όμως και το σύμβολο αυτό της οικογενειακής γαλήνης και ευτυχίας τα τελευταία χρόνια το ξετοπίζει σιγά-σιγά ο καταλύτης πολιτισμός, το πετρογκάζ και ο ηλεκτρισμός και το θάβουν οριστικά και αμετάκλητα στο γραφικό παρελθόν.

πηγή από ριζίτικο