Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2010

Η συναγωγή των Χανίων

Υπάρχει στην Ελλάδα ρατσισμός ή αντισημιτισμός; Με αφορμή τους απανωτούς εμπρησμούς της συναγωγής των Χανίων, θα έπρεπε να έχει ξεσπάσει τουλάχιστον δημόσια συζήτηση. Τίποτε τέτοιο δεν έγινε. Η κοινωνία δέχθηκε με ανακούφιση ότι για τον εμπρησμό συνελήφθησαν «τέσσερις ξένοι κι ένας Ελληνας». Είναι πάντα βολικό να φταίει κάποιος άλλος...



Ο ραβίνος Εβλαγόν Χανίων


Στις 5 και στις 16 Ιανουαρίου έγιναν δύο απόπειρες εμπρησμού της εβραϊκής συναγωγής Etz Hayyim των Χανίων, μιας από τις παλαιότερες της Ευρώπης. Η δεύτερη απόπειρα προξένησε ζημιές 200.000 ευρώ, χώρια τα δυσεύρετα βιβλία και αντικείμενα τέχνης που κάηκαν. Από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο η συναγωγή λειτουργούσε ως αποθήκη και κινδύνευε να γκρεμιστεί. Τη δεκαετία του '90, ο Νίκος Χαννάν Σταυρουλάκης ανέλαβε το μοναχικό και δύσκολο έργο να την αναστηλώσει. Ζωγράφος, μελετητής ισλαμικών σπουδών, ιστορικός, εξαιρετικός μάγειρας και συγγραφέας ενός βιβλίου που αναζητά τις πολιτισμικές ρίζες των Εβραίων της Ελ- λάδας μέσα από τις κουζίνες τους, μας ξεναγεί στην ιστορία των Εβραίων των Χανίων και το λόγο ύπαρξης μιας συναγωγής σε ένα μέρος χωρίς εβραϊκή κοινότητα.

Πόσο παλιά είναι η εβραϊκή κοινότητα των Χανίων; «Μέχρι το τέλος της βυζαντινής περιόδου δεν έχουμε ακριβή στοιχεία. Υποθέτουμε ότι τον 1ο αιώνα μ.Χ. υπήρχε εβραϊκή κοινότητα στην Κίσσαμο και ότι τον 10ο αι. υπήρχε εβραϊκή κοινότητα στο Ηράκλειο, που τότε λεγόταν Χάνδαξ, και είναι πιθανό να είχε εξαπλωθεί και στα Χανιά. Στα τέλη του 15ου αι., επί Ενετοκρατίας, στο Ηράκλειο ζούσαν 400 εβραϊκές οικογένειες. Οταν οι Οθωμανοί κατέκτησαν την Κρήτη, πολλοί Εβραίοι είχαν αρχίσει να μεταναστεύουν προς τη Βενετία και το Ιόνιο. Οταν η Κρήτη ενσωματώθηκε στο ελληνικό κράτος, στα Χανιά ζούσαν 364 Εβραίοι· μόλις οκτώ ακόμα Εβραίοι ζούσαν στο Ρέθυμνο και το Ηράκλειο».

Πώς ζούσαν; «Υπήρχαν δυσκολίες και περιοδικές εντάσεις με τους Χριστιανούς. Αλλά, σε γενικές γραμμές, οι Κρητοεβραίοι ήταν ενσωματωμένοι στην τοπική κοινωνία. Δεν μπορούσες να τους ξεχωρίσεις από τους χριστιανούς. Ιδια βράκα φορούσαν, ίδιο γιλέκο, ίδιες κάλτσες, ίδιες μπότες. Από τα δημογραφικά στοιχεία, που δυστυχώς χάσαμε στον εμπρησμό της συναγωγής, φαίνεται ότι οι μεγάλες εβραϊκές οικογένειες στα Χανιά είχαν ρίζες ενετικές. Δεν ήταν μόνο έμποροι, αλλά και γιατροί, φιλόσοφοι, ραβίνοι, οτιδήποτε. Οι πλούσιοι ζούσαν στη Χαλέπα, οι φτωχοί στην Οβραϊκή γειτονιά και στη Νέα Χώρα. Υπήρχαν, μάλιστα, και εβραϊκά χωριά, κάτι σπάνιο στην Ευρώπη, και ορισμένοι έπαιρναν το όνομά τους από τα χωριά αυτά. Και φτιάχναν μέλι, κρασί και τυρί, που ήταν φημισμένα σε όλη τη Μεσόγειο».



Η οικογένεια Σολομώντος Κωνσταντίνη, σε προπολεμική φυσικά φωτογραφία, που χάθηκε κι αυτή στα νερά της Μήλου, μαζί με ολόκληρη την εβραϊκή κοινότητα Χανίων και αρκετούς ιταλούς και έλληνες αιχμαλώτους

Η συναγωγή πότε έγινε; «Το κτήριο πρέπει να κτίστηκε ανάμεσα στα 1400 με 1500· μάλλον ήταν ο καθολικός ναός της Αγίας Αικατερίνης, τον οποίο αναφέρει ένας ενετός περιηγητής του 19ου αι., ο Τζερόλα. Γύρω στο 1535 με 1540 ο οθωμανικός στόλος βομβάρδισε τα Χανιά και ο ναός καταστράφηκε. Μετά το 1550 οι Ενετοί έχτισαν καινούργια, μεγάλα τείχη γύρω από τα Χανιά, το Ηράκλειο και το Ρέθυμνο. Εχουμε τα ονόματα 36 Εβραίων, που δούλεψαν εθελοντικά στα τείχη, όπως είχαν βοηθήσει και στην άμυνα. Φαίνεται πως οι Ενετοί έδωσαν ως ανταπόδοση ή πούλησαν τη γκρεμισμένη εκκλησία στην εβραϊκή κοινότητα κι έτσι έγινε η συναγωγή, γύρω στα 1560».

Σε τι κατάσταση τη βρήκατε εσείς; «Σε άθλια κατάσταση. Πριν από τον πόλεμο υπήρχαν δύο συναγωγές, που μοιράζονταν μια κοινή αυλή. Η άλλη συναγωγή καταστράφηκε στον πόλεμο με το βομβαρδισμό των Χανίων· έμειναν μόνο κάτι επιγραφές. Σώθηκε αυτή εδώ η συναγωγή, που μετά τον αφανισμό των Εβραίων από τους Γερμανούς λειτουργούσε ως στάβλος και χωματερή. Η συναγωγή χωρίστηκε σε τμήματα και έμεναν τέσσερεις οικογένειες. Οταν πρωτοεπισκέφθηκα τη συναγωγή το 1957, μόλις είχε φύγει η τελευταία οικο- γένεια και ήταν γεμάτη σκουπίδια. Από τότε κρατούσαν μέσα σκυλιά, κατσίκες και κότες και πετούσαν σκουπίδια και μπάζα. Εχουμε ένα λειτουργικό λουτρό στη συναγωγή, το λεγόμενο "μικβέ". Οταν ξεκινήσαμε την αναστήλωση στη δεκαετία του '90, μας πήρε τρεις μήνες να το αδειάσουμε, γιατί δεν αντέχαμε να δουλέψουμε πάνω από δύο ώρες την ημέρα· βγάζαμε σκελετούς από σκυλιά, από γάτες, αποφάγια, σπασμένες κατσαρόλες, παλιά ποδήλατα, τενεκέδες, μπάζα, ό,τι ήθελες».

Τι απέγινε η εβραϊκή κοινότητα; «Το 1944 στα Χανιά ζούσαν 267 Εβραίοι. Τα ξημερώματα της 29ης Μαΐου ο γερμανικός στρατός τούς διέταξε ξαφνικά να βγουν από τα σπίτια τους, αφού πάρουν ρούχα και τροφή για 8 ημέρες. Τους κράτησαν στη φυλακή της Αγιάς περίπου 10 ημέρες, και μετά τους έβαλαν σ' ένα πλοίο, το "Τάναϊς", με έλληνες και ιταλούς αιχμαλώτους. Γύρω στο 1950 αποκαλύφθηκε ότι ένα βρετανικό υποβρύχιο παρακολουθούσε το "Τάναϊς" και, έξω από τη Μήλο, του έριξε τρεις τορπίλες και το βύθισε μέσα σε 15 λεπτά. Που σημαίνει ότι υπήρχε έλεος».

Ελεος; «Ελεος. Αν είχαν φτάσει στην Αθήνα, θα τους είχαν πάει στο Χαϊδάρι, όπου θα περίμεναν τους Εβραίους από τη Ρόδο και την Κέρκυρα· στη συνέχεια θα τους είχαν βάλει σε φορτηγά μέχρι τη Λάρισα. Από τη Λάρισα μέχρι το Αουσβιτς, τότε, το ταξίδι έπαιρνε 11 με 12 ημέρες. Και οι Γερμανοί έκαναν παράπονα για τα "φορτία" που έφταναν από την Ελλάδα, πως οι μισοί είχαν αυτοκτονήσει ή είχαν τρελαθεί από τη ζέστη και την πείνα. Είναι σκληρό, αλλά τουλάχιστον οι Χανιώτες τελείωσαν γρήγορα και στη θάλασσα της Κρήτης».

Είχε περάσει περισσότερος από ένας χρόνος από το «ξεκλήρισμα» των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, όπως το λέει ο Γιώργος Ιωάννου. Πώς στα Χανιά δεν είχαν προσπαθήσει να διαφύγουν; «Οταν ήμουν διευθυντής του Εβραϊκού Μουσείου της Ελλάδας, είχε έρθει ένας κύριος, δυστυχώς δεν κράτησα τα στοιχεία του, και μου είπε ότι το 1944 δούλευε στην Τράπεζα της Ελλάδος στην Αθήνα. Εμαθαν εκεί πως οι Γερμανοί ήταν έτοιμοι να πιάσουν τους Εβραίους των Χανίων και ειδοποίησαν το υποκατάστημα της τραπέζης στα Χανιά να ενημερώσει τους Εβραίους. Ο επισκέπτης μού είπε πως, απ' ό,τι άκουσε μετά, οι άντρες της κοινότητας συγκεντρώθηκαν στη συναγωγή. Και οι μισοί έλεγαν, «Γιατί σ' εμάς; Ελληνες είμαστε, δεν είμαστε Ισπανοί, όπως στη Θεσσαλονίκη». Δεν είχαν καλό όνομα οι Σεφαραδίτες της Θεσσαλονίκης σε ορισμένες από τις ρωμανιώτικες κοινότητες της Ελλάδας. Αλλοι, πάλι, πίστευαν αυτό που είχαν κυκλοφορήσει οι Γερμανοί, πως θα τους πήγαιναν στην Πολωνία και εκεί θα έφτιαχναν ένα κράτος μόνο για Εβραίους. Κι άλλοι έλεγαν, "Τι θα γίνει με τα μαγαζιά μας, τι θα κάνουμε στα βουνά;". Βλέπεις, εκείνη την περίοδο η εβραϊκή κοινότητα δεν είχε ισχυρό ηγέτη να τους καθοδηγήσει. Ενώ στον Βόλο και στη Χαλκίδα οι Εβραίοι έφυγαν στα βουνά, έκαναν αντίσταση κι έζησαν. Εδώ δεν ήξεραν τι να κάνουν, απλώς περίμεναν».



Η συναγωγή και η γειτονιά της σε πιο ευτυχείς εποχές

Δεν σώθηκε κανείς; «Μέχρι πρόσφατα πίστευα πως είχε σωθεί μόνο μια γυναίκα, η Βικτόρια Φέρμον. Ετυχε το προηγούμενο βράδυ να κοιμηθεί αλλού. Το πρωί, πλησιάζοντας τα τείχη, κάτι γριές χριστιανές της φώναξαν να φύγει, να μην την πιάσουν. Και η Βικτόρια έφυγε. Πήγε στο φίλο της, κρύφτηκε, αργότερα παντρεύτηκαν, και πέθανε πριν από δεκαπέντε χρόνια. Πέρυσι ήρθε μια κυρία από το Ισραήλ και μου είπε ότι ο θείος της, που είχε πεθάνει τον περασμένο χρόνο, ήταν από εδώ και είχε σωθεί εκείνη την ημέρα. Είχε πάει στη Νέα Χώρα να ψαρέψει πρωί πρωί, όταν άκουσε τις σειρήνες. Τον φυγάδευσαν οι άλλοι ψαράδες στα βουνά κι από κει έφυγε για την Παλαιστίνη, νομίζοντας ότι είχε χαθεί όλη του η οικογένεια. Ακου τώρα σύμπτωση: την επόμενη μέρα έρχεται μια γυναίκα από τη Νέα Υόρκη και μας λέει ότι ο θείος της, που είχε πεθάνει πριν από τρία χρόνια, είχε σωθεί στα Χανιά. Ελέγξαμε τα ονόματα και βρέθηκε ότι ήταν αδερφός αυτού που είχε φύγει στην Παλαιστίνη! Εκείνο το πρωί ο αδερφός που είχε μείνει στη στεριά πήδηξε από ένα παράθυρο στο διπλανό σπίτι, τον κρύψανε οι χριστιανοί σ' ένα ντουλάπι για τρεις ημέρες και τον έστειλαν στα βουνά· στη συνέχεια το έσκασε από την Κρήτη στην Καλαμάτα κι από κει στη Νέα Υόρκη. Και νόμιζε κι αυτός πως όλη η οικογένειά του είχε πεθάνει. Αυτά είναι τα συγκινητικά στοιχεία που βγαίνουν εδώ πέρα».

Εσείς πώς καταλήξατε στην Ελλάδα; Σχεδιάζατε να μείνετε; «Οχι. Σχεδίαζα να πάω στην Ινδία· είχα πάρει μία από τις πρώτες υποτροφίες της ινδικής κυβέρνησης για το Πανεπιστήμιο Visna Bharati στη δυτική Βεγγάλη. Αλλά διαγνώστηκα φυματικός. Οι γιατροί μού απαγόρευσαν να πάω στην Ινδία, γιατί η ζέστη και η υγρασία θα με σκότωναν. Βρισκόμουν ήδη στην Ελλάδα· πήγα για λίγο στην Κωνσταντινούπολη και επέστρεψα στην Ελλάδα. Βρήκα δουλειά ως καθηγητής στη βρετανική στρατιωτική ακαδημία και, τελικά, εγκαταστάθηκα εδώ. Βρήκα ακόμα μία ρίζα και έ- νιωθα ενθουσιασμένος».

Νιώθετε πολίτης του κόσμου; «Ενα πράγμα για το οποίο νιώθω ιδιαίτερα υπερήφανος, ως Εβραίος, είναι ότι μπορώ να ανήκω παντού. Μπορώ να είμαι Γάλλος, Αγγλος, Ελληνας, Τούρκος, να πάρω τα καλύτερα στοιχεία όλων των λαών και να κρατήσω την ταυτότητά μου. Σε μια συνάντηση διευθυντών εβραϊκών μουσείων, πριν από μερικά χρόνια, τους είπα: "Δεν παρουσιάζουμε τους εαυτούς μας σωστά. Εμείς είμαστε οι μόνοι αληθινοί Ευρωπαίοι. Μας έδιωξαν από την Αγγλία, πήγαμε στη Γαλλία, μας έδιωξαν από τη Γαλλία, πήγαμε στην Ισπανία, από κει στην Ελλάδα, στην Τουρκία, παντού. Αυτή η ικανότητα προσαρμογής πρέπει να χαρακτηρίζει τους ανθρώπους"».



Η οικογένεια Ιωσήφ Βεντούρα, επιβάτες και αυτοί στο τελευταίο ταξίδι του «Τάναϊς» στις 29 Μαΐου 1944

Δεν το βλέπουν, πιστεύω, έτσι όλοι οι χριστιανοί ούτε όλοι οι Εβραίοι. «Υπάρχουν, νομίζω, δύο μεγάλες εβραϊκές παραδόσεις που σχετίζονται με το ζήτημα. Οταν καταστράφηκε ο ναός του Σολομώντα το 71-80 μ.Χ., οι Εβραίοι αντιμετώπισαν ένα πρόβλημα: σύμφωνα με τους νόμους τους, το μόνο μέρος όπου μπορούν να προσεύχονται είναι ο ναός του Σολομώντα. Αρα, όταν ο ναός καταστραφεί, δεν μπορώ να προσευχηθώ και επισύρω την οργή του Θεού; Υπήρξαν δύο απαντήσεις: Η μία ότι ήδη από την εξέγερση των Ασμοναίων, 300 χρόνια νωρίτερα, ο ναός είχε χάσει την εύνοια του Θεού - γι' αυτό και ο προφήτης Ησαΐας λέει ότι οι Εβραίοι καλούνται να βγουν στον κόσμο και να διδάξουν το θέλημα του Θεού. Οι Εβραίοι της Κρήτης και των ελληνιστικών περιοχών αντιπροσωπεύουν αυτήν την αντίληψη της διασποράς».

Η άλλη απάντηση; «Για τους περισσότερους Εβραίους, η καταστροφή του ναού ήταν η τιμω ρία του Θεού. Είδαν, λοιπόν, την έξοδό τους στον κόσμο ως εξορία, όχι ως διασπορά. Απ' αυτήν τη δεύτερη σχολή σκέψης προέρχονται οι απαρχές του σιωνισμού και η θεωρούμενη λήξη της εξορίας με τη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ το 1948. Γι' αυτούς, ο μόνος τρόπος να είναι κανείς Εβραίος, είναι να ζει ακριβώς όπως ο νόμος ορίζει, κι αυτό σημαίνει να βρίσκεται στο Ισραήλ. Για πολλούς από μας, τους υπόλοιπους, δεν έχει μεγάλη σημασία αν βρισκόμαστε εκεί ή εδώ· το να είμαστε Εβραίοι έχει να κάνει με το πώς ζούμε, πώς σεβόμαστε τον άλλον, πώς επικοινωνούμε. Αλλά τελικά οι ραβίνοι εξαφάνισαν τη νοοτροπία των Εβραίων των ελληνιστικών περιοχών και κυριάρχησε η νοοτροπία της εξορίας».

Πρόκειται για πρόβλημα ταυτότητας; «Ασφαλώς. Το έχουν οι Εβραίοι, το έχουν οι Ελληνες, το έχουν και οι Τούρκοι. Γι' αυτό οι Ελληνες και οι Εβραίοι δεν τα πάνε πολύ καλά· είναι ίδιοι. Εκλεκτός λαός ο ένας, εκλεκτός και ο άλλος. Δίνουν έμφαση στην ύπαρξη μιας γλώσσας, μιας εθνότητας, ενός πολιτισμού, μιας ιστορίας. Οι Ελληνες, όμως, βγάζουν τελευταία μια επιθετικότητα που νομίζω ότι δεν είναι φυσική τους. Πριν από χρόνια, στην Κρήτη και στην Αθήνα, υπήρχε μια ευγένεια και μια ανοιχτωσιά. Αυτήν πρωτοαγάπησα στην Ελλάδα και νομίζω ότι έχει χαθεί».

Πώς σας αντιμετώπισαν εδώ; «Στην αρχή δεν ήξεραν πολλά για μένα. Μιλούσα σπαστά ελληνικά, αλλά είχα κρητικό όνομα. Για πολλούς ήμουν ένας παράξενος Κρητικός. Το εξηγούσαν μέσω του πατέρα μου, που τον θυμόνταν κι αυτόν παράξενο. Μετά το εξηγούσαν μέσω της μητέρας μου: "Α, η μητέρα του ήταν ξένη, αυτό λέει πολλά". Τότε ερχόμουν εδώ μια φορά κάθε έναν, ενάμιση μήνα, για να κάνω εργασίες στο σπίτι μου. Αργότερα, όταν έγινα διευθυντής του Εβραϊκού Μουσείου, δεν προλάβαινα να έρθω καθόλου. Ηρθα πάλι όταν παραιτήθηκα από το μουσείο και εγκαταστάθηκα στα Χανιά για να ασχοληθώ με το σπίτι μου και με τη ζωγραφική μου».

Με τη συναγωγή πώς ασχοληθήκατε; «Οταν έγινε ο σεισμός το '94, πήγα στην Αθήνα, στο Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο, και τους είπα ότι η συναγωγή ήταν έτοιμη να καταρρεύσει. Εκείνη την περίοδο μου ζητήθηκε να δώσω στη Ν. Υόρκη μια ομιλία στο Παγκόσμιο Ταμείο Μνημείων για τα εβραϊκά μνημεία της Ελλάδας που κινδύνευαν, και μίλησα για τη συναγωγή. Παντού, όμως, με αντιμετώπιζαν με ειρωνεία: "Πάλι αυτός ο Σταυρουλάκης, με τη συναγωγή τού ενός ατόμου στα Χανιά!" Κι αυτό με πείσμωνε. Δέχτηκα τελικά ένα τηλεφώνημα από τη Νέα Υόρκη, ότι έβαλαν τη συναγωγή στη λίστα με τα 100 παγκόσμια μνημεία που κινδυνεύουν. Εμενε να πειστεί το ΚΙΣ και να βρεθούν τα χρήματα».



Η αλληλογραφία του αφανισμού μεταξύ ελληνικών αρχών και γερμανικού στρατού κατοχής, προκειμένου να καταγραφούν οι Εβραίοι των Χανίων, προτού μεταχθούν προς το θάνατο

Πώς αντέδρασε η τοπική κοινωνία; «Στην αρχή υπήρχε μια συγκαλυμμένη καχυποψία· άρχισαν να αποδίδουν την παραξενιά μου στο ότι ήμουν Εβραίος. Οταν τα έργα ολοκλη- ρώθηκαν και πλησίαζαν τα εγκαίνια, εμφανίστηκε στον κρητικό Τύπο μια σειρά άρθρων, υπογεγραμμένων από "σφακιανούς παπάδες", που επικαλούνταν μεταξύ άλλων τα Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών, που υποθέτω ότι μόνο στην Ελλάδα κυκλοφορούν επισήμως. Κι έλεγαν και τα γνωστά για τον θεοκτόνο λαό και για τους Εβραίους που κλέβουν και σφάζουν παιδιά. Υπήρχε, επίσης, μια επιστολή του νομάρχη Χανίων, ο οποίος είχε εκλεγεί με τη στήριξη του ΣΥΝ, που αντιδρούσε στη λειτουργία της συναγωγής· και υπήρξε και αντίδραση από τον εδώ μητροπολίτη Ειρηναίο. Γενικά, θεώρησαν τη συναγωγή ως το πρώτο βήμα για μια ισραηλινή επιδρομή στην Κρήτη».

Πώς απαντήσατε; «Δεν το πήρα στα σοβαρά. Συνειδητοποίησα ότι το μέρος είχε έναν προορισμό πολύ πιο σημαντικό. Το βράδυ των εγκαινίων με πήρε παράμερα ο ραβίνος της Θεσσαλονίκης και με ρώτησε: "Τώρα τι θα κάνεις;" Πάλι το ίδιο ερώτημα: γιατί μια συναγωγή σ' ένα μέρος όπου υπάρχει μόνο ένας Εβραίος; Δεν μ' ενδιέφερε να κάνω τη συναγωγή μου- σείο, είχα ήδη ασχοληθεί αρκετά με μουσεία. Ετσι το επόμενο πρωί κατέβηκα στη συναγωγή και προσευχήθηκα. Από τότε, αν και στη ζωή μου δεν ήμουν ιδιαίτερα πιστός, κατέβαινα να προσευχηθώ στη συναγωγή κάθε πρωί».

Αρχίσατε να τηρείτε το τελετουργικό ως αντίδραση; «Δεν ξέρω. Είχα ξαναστήσει τη συναγωγή, οπότε το επόμενο βήμα ήταν να πάω παραπέρα και να ολοκληρώσω το έργο. Επειτα από μερικές μέρες, βλέπω στην πόρτα της συναγωγής τρεις τυπικές ελληνίδες γριές, μαυροφορεμένες, και στο χέρι κρατούσαν κεριά. Με ρώτησαν: "Κύριε Νίκο, μπορούμε να τα ανάψουμε;" Είπα, "Φυσικά". Μπήκαν, άναψαν τα κεριά, έκαναν το σταυρό τους, κι όταν βγήκαν μου εξήγησαν: όταν ήταν μικρές, ήταν φίλες με δυο κορίτσια που χάθηκαν μαζί με τους άλλους το '44. Κι ήρθαν ν' ανάψουν ένα κερί στη μνήμη τους. Αυτό, λοιπόν, αποτέλεσε έναν πραγματικό σύνδεσμο με το παρελθόν. Γιατί νομίζω ότι αυτή είναι η μόνη συναγωγή στην Ευρώπη με τις πόρτες ανοιχτές σε όλους - χωρίς κανείς να ρωτά αν είσαι χριστιανός ή μουσουλμάνος ή Εβραίος».

Είναι ένα μέρος διαθρησκευτικής συνάντησης; «Παραδοσιακά, η συναγωγή δεν είναι ναός. Εχει τρεις λειτουργίες: είναι ένα μέρος όπου συγκεντρώνονται όλοι, Εβραίοι και μη Εβραίοι, να συζητήσουν τα κοινά τους προβλήματα. Είναι, επίσης, ένα μέρος μελέτης των γραφών και, τέλος, ένα μέρος όπου οι πιστοί πηγαίνουν να προσευχηθούν προς την Ιερουσαλήμ. Οταν καθίσαμε να συζητήσουμε τι μας φέρνει όλους μαζί στη συναγωγή, κάπου 15 ανθρώπους εδώ και άλλους 500 που μας στηρίζουν από το εξωτερικό, ορίσαμε τη συναγωγή ως μέρος προσευχής, στοχασμού και συμφιλίωσης. Είναι το μέρος όπου οι χριστιανοί, οι Εβραίοι και οι μουσουλμάνοι μπορούν να μοιραστούν μια σειρά αξιών, κοινών και στις τρεις θρησκείες. Τα υπόλοιπα είναι συνέπειες μιας πολιτισμικής διαδρομής, της γλώσσας και της Ιστορίας, και εγώ στη δική μου ζωή προσπαθώ να τα βάλω στην άκρη».



Το εσωτερικό της συναγωγής σε προπολεμική φωτογραφία

Σας εξέπληξε ο εμπρησμός; «Ναι, εντελώς. Δεν είχα αντιμετωπίσει τόσο το μίσος όσο την αδιαφορία. Ολα αυτά τα χρόνια μού είχαν τύχει μόνο δύο περιστατικά κάπως βίαια. Το ένα, μάλιστα, σε σχέση με τα γεγονότα στο Ισραήλ και την Παλαιστίνη. Εγώ δεν είχα καμία σχέση με το Ισραήλ και ο σκοτωμός των Παλαιστινίων δεν ήταν δικό μου έργο. Μάλιστα, ένας από τους λόγους που έφυγα το 1967 από το Τελ Αβίβ, όπου δίδασκα, ήταν ότι άρχισαν να χτίζουν τους οικισμούς γύρω από την Ιερουσαλήμ και έβλεπα πού οδηγούνται τα πράγματα με τον εποικισμό. Υπάρχει, ευτυχώς, μια ισχυρή ομάδα αριστερών στο Ισραήλ, που είναι αντίθετοι με τους εποικισμούς».

Υπάρχει αντισημιτισμός στα Χανιά; «Α, είναι μια πολύ φορτισμένη λέξη λόγω της νοοτροπίας των Εβραίων της βόρειας Ευρώπης. Είναι διαφορετικός ο αντισημιτισμός στην Ελλάδα από αυτόν της Ευρώπης. Αντανακλά και τη θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, που δοξάζει, για παράδειγμα, τον Κύριλλο της Αλεξανδρείας, ο οποίος σε μια νύχτα οδήγησε 400.000 Εβραίους έξω από την Αλεξάνδρεια, στην έρημο. Αλλά έχει να κάνει και με τον τρόπο σκέψης των Ελλήνων. Μου έλεγε ένας φίλος από την Πάτρα ότι ο καλύτερος φίλος του πατέρα του ήταν ένας γείτονας, ο Γιώργος· έτρωγαν μαζί, τα έπιναν κάθε βράδυ. Αλλά κάθε Μεγάλη Παρασκευή, στις 5 το πρωί, ακουγόταν μια κανάτα να σπάει έξω από την πόρτα τους και κάποιον να φωνάζει "Παλιοεβραίε!". Και ήταν ο Γιώργος. Αρα το θέμα του αντισημιτισμού δεν μπορεί να το δει κανείς απλοϊκά».

Αν δεν μιλήσουμε για αντισημιτισμό, πώς θα μιλήσουμε για τον εμπρησμό; «Δεν ξέρω πώς να μιλήσω γι' αυτό. Δεν ξέρω τι έφερε στην ίδια παρέα αυτούς τους ανθρώπους που την έκαψαν. Αυτό που με ενόχλησε στις αντιδράσεις των Χανιωτών ήταν ότι δεν έβαλαν το ζήτημα στη σωστή του διάσταση. Ο εμπρησμός δεν αφορά μόνο τη συναγωγή. Αφορά όλη την τοπική κοινωνία. Θα μπορούσαν να είχαν αρπάξει φωτιά τα μαγαζιά τους, να είχαν καεί οι ίδιοι. Η συναγωγή είναι μέρος της τοπικής κοινωνίας. Είναι μέρος της οικονομικής ζωής της πόλης. Βγάζουν εκατομμύρια από τους επισκέπτες που έρχονται να τη δουν. Τι κάνουν, λοιπόν, στα Χανιά τέσσερεις άνθρωποι μ' αυτά τα μυαλά; Γιατί δουλεύουν σαν κράχτες σε μαγαζιά των Χανίων; Γιατί η πόλη τούς δέχεται κι ανέχεται να συμβαίνουν αυτά εδώ; Η ύπαρξη αυτών των ανθρώπων, οι πράξεις τους, δεν είναι πρόβλημα της συναγωγής, είναι πρόβλημα ολόκληρων των Χανίων».

Δύο εμπρησμοί, πολλά ερωτήματα

Το αστυνομικό σκέλος της υπόθεσης δημιουργεί περισσότερα ερωτήματα από όσα λύνει. Μετά τον δεύτερο εμπρησμό της 16ης Ιανουαρίου, το θέμα πήρε διεθνείς διαστάσεις και η αστυνομία ανακοίνωσε τη σύλληψη πέντε υπόπτων: δύο Αμερικανών, δύο Βρετανών και ενός Ελληνα.

Κάποιοι ανακάλυψαν ξένο δάκτυλο στην υπόθεση, λέγοντας μάλιστα ότι η αμερικανική βάση είχε φυγαδεύσει τους δύο Αμερικανούς, μια πληροφορία που αποκαλύφθηκε ψευδής, καθώς ο ένας συνελήφθη την ίδια ημέρα από την αστυνομία. Η τοπική κοινότητα των Χανίων απορεί πώς άνθρωποι τόσο διαφορετικοί αποφάσισαν να προβούν σε μια τέτοια ενέργεια. Ηταν απλώς πέντε άνθρωποι που έτυχε να βρεθούν μαζί, να μισούν τους Εβραίους και, σε μια βραδιά μέθης, να αποφασίσουν να κάψουν τη συναγωγή - και να ξαναπροσπαθήσουν, αφού απέτυχαν την πρώτη φορά;

Το τελευταίο διάστημα τα Χανιά έχουν γνωρίσει έξαρση ξενοφοβικών επιθέσεων, που περιλαμβάνουν τον εμπρησμό του Στεκιού Μεταναστών και την αναγραφή του συμβόλου της σβάστικας στους τοίχους του και, επίσης, τον ξυλοδαρμό μεταναστών σε κεντρική πλατεία της πόλης. Ομως, ο τοπικός σύνδεσμος της Χρυσής Αυγής των Χανίων αρνείται ότι συνδέεται με τον εμπρησμό της συναγωγής. Κάποιοι πιθανολογούν την ύπαρξη ενός παράλληλου εθνικιστικού και ξενοφοβικού δικτύου στην πόλη, χωρίς να το συνδέουν με τον εμπρησμό.

Η τοπική κοινότητα, επίσης, σπεύδει να αποσείσει τη ρετσινιά της ξενοφοβίας και του αντισημητισμού. Επισημαίνει ότι τα Χανιά ήταν από τις πρώτες πόλεις της Ελλάδας που διοργάνωσαν φεστιβάλ εθνοτήτων τη δεκαετία του '90 και υπογραμμίζει ότι το αντιρατσιστικό κίνημα είναι ενεργό.

Και όμως, λίγο πριν από τα εγκαίνια της αναστηλωμένης συναγωγής, στα τέλη του '90, σειρά άρθρων δημοσιεύτηκαν στον τοπικό Τύπο, κάποια από τον τότε νομάρχη Χανίων Γ. Κατσανεβάκη, ο οποίος είχε υποστηριχτεί από τον Συνασπισμό, και από τον τότε μητροπολίτη Κυδωνίας και Αποκορώνου Ειρηναίο, οι οποίοι αντιτάσσονταν στη λειτουργία της συναγωγής και αρνήθηκαν να παραστούν στα εγκαίνια (ο μητροπολίτης, τελικά, παρέστη έπειτα από πιέσεις τρίτων).

Κάποιοι λένε ότι εκείνα τα περιστατικά είναι μεμονωμένα και δεν χαρακτηρίζουν τη σημερινή κοινωνία των Χανίων. Η σιωπηλή συγκέντρωση διαμαρτυρίας κατά του εμπρησμού της συναγωγής δεν συγκέντρωσε περισσότερα από 30 άτομα, όσους δηλαδή δραστηριοποιούνται ενεργά στο αντιρατσιστικό κίνημα. Σύμφωνα με το διευθυντή της συναγωγής Νίκο Χαννάν Σταυρουλάκη, οι επίσημες αντιδράσεις των Αρχών ήταν είτε καθυστερημένες είτε δεν συνοδεύτηκαν από μια στοιχειώδη επίσκεψη στη συναγωγή. Ο ίδιος κάνει λόγο για μη μεμονωμένο περιστατικό. Πολλοί από την τοπική κοινωνία, μολονότι επισημαίνουν τα αντιρατσιστικά ανακλαστικά της τοπικής κοινωνίας, αναφέρονται σε έναν υφέρποντα αντισημιτισμό, ο οποίος βγαίνει στην επιφάνεια από κουβέντες σε παρέες μέχρι σε βιτρίνες βιβλιοπωλείων που φιλοξενούν τα Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών, ακόμα και σε δημοσιεύματα στον τοπικό Τύπο. Ισως, λένε οι ίδιοι, αυτός ο υφέρπων αντισημιτισμός ευθύνεται για τον εμπρησμό της συναγωγής, αν μη τι άλλο, διότι δημιουργεί μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα ανοχής.

ΤΟ ΑΡΧΕΙΑΚΟ ΥΛΙΚΟ ΠΑΡΑΧΩΡΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΙΣΡΑΗΛΙΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2010

Ήτανε μια φορά μάτια μου, κι έναν καιρό | Μέρος 2



«Ο Νίκος Ξυλούρης ήταν ειδική περίπτωση προικισμένου ανθρώπου που έσπασε όλα τα καλούπια», λέει ο Κώστας Καζάκος (που συνεργάστηκαν στη θρυλική παράσταση «Το μεγάλο μας τσίρκο»). Σήμερα, που η κρίση της δισκογραφίας εντείνεται και λιγοστεύουν οι μεγάλες ερμηνείες (αλλά και η ακέραιη στάση ζωής), ο Ανωγειανός τραγουδιστής παραμένει πρότυπο και «καθαρό χρυσάφι» όπως συμπληρώνει ο ηθοποιός.

Το άστρο του Ξυλούρη συνεχίζει να λάμπει ακόμη και για τη φθίνουσα δισκογραφία. Στην εποχή του downloading και του ring tone, ο Αρχάγγελος (όπως τον αποκαλούσαν η Τζένη Καρέζη και ο Γ. Π. Σαββίδης), γνωστός και ως Ψαρονίκος, έφθασε να έχει πουλήσει μόνο την τελευταία τριετία πάνω από 30.000 CDs, πρωτιά που βρίσκει αντίστοιχο μόνο στις πωλήσεις των δίσκων του Βασίλη Τσιτσάνη και στο «Χαμόγελο της Τζοκόντα» του Μάνου Χατζιδάκι. Τρεις δεκαετίες μετά τον θάνατό του κι ενώ η μουσική σκηνή της Κρήτης γνωρίζει ακμή με νέους οργανοπαίχτες (λυράρηδες, βιολιστές, λαουτιέρηδες), δεκάδες κέντρα σε Αθήνα και Μεγαλόνησο και πολλές δισκογραφικές απόπειρες, μια συναυλία- αφιέρωμα επιβεβαιώνει την τόσο μακρινή απουσία, αλλά και παρουσία του.



«Ο Ψαρονίκος είναι δικαιωμένος πέρα για πέρα από τον καιρό κι απ΄ το λαό», εξηγεί στα «ΝΕΑ» ο Νίκος Μαμαγκάκης για την «απαστράπτουσα φυσιογνωμία όχι μόνο για την κρητική μουσική αλλά και για την έντεχνη λαϊκή μουσική μας».

Γιατί ξεχωρίζει; «Αυτό δεν ερμηνεύεται ούτε αισθητικά, ούτε μουσικά» λέει ο Κρητικός συνθέτης. «Αν ξέραμε τι είναι αυτό που τον κάνει τόσο φωτεινό ακόμη και σήμερα, θα βρίσκαμε τη συνταγή της επιτυχίας. Η στάση ζωής και η μεγάλη του ερμηνεία είναι συνισταμένες του φαινομένου Νίκου Ξυλούρη».



«Στο πρώτο μνημόσυνο του Νίκου Ξυλούρη στο Α΄ Νεκροταφείο, η αδελφή του Ευρυδίκη διέσχισε το πλήθος και τραγούδησε ένα μοιρολόι κρατώντας ένα τριαντάφυλλο. Θα πω στη συναυλία (που μόνο πένθιμη συνάντηση δεν θα είναι) αυτό το μοιρολόι χαρούμενα», λέει στα «ΝΕΑ» ο Λουδοβίκος των Ανωγείων.

«Θυμάμαι στα παιδικά μας χρόνια αυτός με επηρέασε να ασχοληθώ με τη μουσική. Στην κηδεία του όλη η Ελλάδα ήταν όρθια κι έκλαιγε. Αγέννητα παιδιά τότε, έρχονται σήμερα και μου μιλάνε γι΄ αυτόν. Θα είναι πάντα ζωντανός», προσθέτει ο αδελφός του Ψαραντώνης.



Από μουσική οικογένεια- παππούς του ήταν ο λυράρης Αντώνης Σκουλάς ή Καραμουζαντώνης -, γεννήθηκε στα Ανώγεια Ρεθύμνου και μετά την ολοσχερή καταστροφή του χωριού από τους Γερμανούς το 1941, μετεγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην επαρχία Μυλοποτάμου. Στο σχολείο και σε ηλικία 9 ετών αιφνιδιάζει με το παίξιμο της λύρας και με τη φωνή του. «Ως ερμηνευτής το μείζον ζήτημα είναι να μπορείς να μεταφέρεις τη συγκίνηση. Αυτό το πέτυχε ο Ξυλούρης με σοκαριστική ευκολία», υπογραμμίζει ο Μίλτος Πασχαλίδης που συμμετέχει στην αυριανή συναυλία.

Στα δεκαέξι του ο Ψαρονίκος κατεβαίνει στο Ηράκλειο και πιάνει δουλειά στο «Κάστρο», ζώντας με λιγοστά χρήματα και σ΄ ένα φόντο που θέλει τους αστούς ντόπιους να διασκεδάζουν περισσότερο με βαλς, ρούμπες και ταγκό παρά με μαντινάδες. Πέντε χρόνια μετά (1958), παντρεύεται την Ουρανία Μελαμπιανάκη και βγάζει τον πρώτο του δίσκο στην Οdeon, ενώ το 1967 με τον αδελφό του και λαουτιέρη Γιάννη (Ψαρογιάννη), τον Στέλιο Αεράκη και τον Ζαχαρία Φασουλά εμφανίζονται στο κέντρο «Ερωτόκριτος» στο Ηράκλειο.



Δύο χρόνια μετά μετακομίζει στην Αθήνα, εμφανίζεται στο «Κονάκι», συνεργάζεται με τον Γιάννη Μαρκόπουλο και αργότερα ηχογραφεί τα «Ριζίτικα», σε μια εποχή που η επιστροφή στις ρίζες θέτει τα δικά της θεμέλια. Παράλληλα οι φοιτητές στριμώχνονται στην μπουάτ «Λήδρα» για να απολαύσουν τον Ξυλούρη και τον Γιάννη Μαρκόπουλο σ΄ ένα πρόγραμμα που γνωρίζει επιτυχία.

«Τον θυμάμαι ως παιδί να παίζει σε γάμους και γλέντια. Τότε του ζωγράφισα το πορτρέτο, το 1978. “Πολύ ωραίο”, μου είπε. Μου παράγγειλε επίσης να ζωγραφίσω και τη μητέρα του. Υπήρξε σαν ένα ωραίο λάθος σε μια εποχή που δεν ευνοούσε τις αξίες», θυμάται ο Λουδοβίκος των Ανωγείων.

Ακολουθούν κι άλλοι δίσκοι (ανάμεσά τους και λαϊκά τραγούδια το 1976 με τον Στέλιο Βαμβακάρη) αλλά η μοίρα δεν λογίζει επιτυχίες. Ύστερα από μάχη με τον καρκίνο, η φωνή του σιγεί το 1980. «Πήγα να τον δω άρρωστο στο νοσοκομείο. Η αδελφή του, του έλεγε: “Νίκο μου σε έφαγε το μάτι του κόσμου”. Της απαντούσε εκείνος: “Γιατί, Ευρυδίκη, τι έκαμα;”» συμπληρώνει ο συγχωριανός του Λουδοβίκος, ο οποίος παράλληλα αποκαλύπτει στα «ΝΕΑ» και μια άγνωστη πρωτοβουλία προς τιμήν του Ξυλούρη: «Εντελώς αθόρυβα, είκοσι συνομήλικοι φίλοι του μάζεψαν χρήματα και μας εξουσιοδότησαν μαζί με τον Ανωγειανό γιατρό Αντώνη Ορφανό να παραγγείλουμε στην Ιταλία ένα δίμετρο χάλκινο άγαλμα από τον γλύπτη και καθηγητή Καλών Τεχνών του Μιλάνου Νικόλα Ζαμπόνι που θα τοποθετηθεί στο Θέατρο Νίκος Ξυλούρης στα Ανώγεια το καλοκαίρι. Ο Ξυλούρης δεν λείπει σήμερα. Αν αγαπάς κάτι το περιέχεις».



Τριάντα χρόνια από το θάνατο του, ο Νίκος Ξυλούρης συγκαταλέγεται στους πλέον ευπώλητους ακόμη και στις μαύρες ημέρες της δισκογραφίας - με πάνω από 10.000 πωλήσεις cd's σταθερά κάθε χρόνο - σημειώνει πρωτιά στα μουσικά downloading και παραμένει διαχρονικός. Απόδειξη, και η οργάνωση της συναυλίας αφιέρωμα, στον «Αρχάγγελο της Κρήτης».



Σήμερα Κυριακή, η συναυλία- αφιέρωμα στη μνήμη του Νίκου Ξυλούρη στο Ποδηλατοδρόμιο του ΟΑΚΑ στις 19.00, έχει είσοδο ελεύθερη.



Συμμετέχουν (υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση του Χρήστου Λεοντή): Νίκος Ανδρουλάκης, Χαράλαμπος Γαργανουράκης, Ross Daily, Βασίλης Καρεφιλάκης, Λουδοβίκος των Ανωγείων, Μάνος Μουντάκης, Μίλτος Πασχαλίδης, Στέλιος Πετράκης, Μαρία Σουλτάτου, Ψαραντώνης, Ψαρογιάννης, Χορωδίες των Δήμων Αθηναίων, Κηφισιάς και Ηρακλείου. Οργάνωση: Ένωση Κρητών Αμαρουσίου «Ο Κρηταγνής Ζευς» με τη στήριξη των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων Αθηνών, Ηρακλείου και Ρεθύμνης. Σκηνοθεσία: Κωστής Τσώνος. Παρουσίαση:
Μιχάλης Αεράκης, καλλιτεχνικός διευθυντής του ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης.



Αφήγηση: Ουρανία Μπασλή.

Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2010

Ήτανε μια φορά μάτια μου, κι έναν καιρό... | Μέρος 1


Την δεκαετία του 60 οι άνθρωποι που κατοικούσαν στο εσωτερικό της Κρήτης μη αντέχοντας άλλο τη φτώχεια που είχε καταντήσει ενδημική, άρχισαν να εγκαταλείπουν υπό το κράτος του πανικού τα χωριά τους και να συσσωρεύονται στο Ηράκλειο, στην Αθήνα και ορισμένοι από αυτούς να μεταναστεύουν για ξένους τόπους όπως η Γερμανία το Βέλγιο ο Καναδάς και η Αμερική.

Όσοι από αυτούς επέλεξαν να κάνουν καταδιά στο Ηράκλειο θα διαπίστωναν με έκπληξη ότι οι ντόπιοι κάτοικοι του Ηρακλείου - το οποίο ήταν τότε μια μικρή επαρχιακή πόλη -, διασκέδαζαν με ευρωπαϊκά τραγούδια, βαλς, γιάγκα, τσα-τσα κτλ. Σήμερα, πολλά χρόνια αργότερα εκπλήσσομαι που το γεγονός αυτό, δεν έχει αποτελέσει θέμα κοινωνιολογικής μελέτης από το πανεπιστήμιο της Κρήτης. Μα τι λέω τώρα...



Σημαντικότερα ζητήματα που αποτελούν ιδιαίτερο γνώρισμα της Κρήτης όπως η βεντέτα και η ζωοκλοπή, μένουν στα αζήτητα των διδακτορικών διατριβών και θα ασχοληθούμε τώρα με το πώς διασκέδαζαν οι ηρακλειώτες;

Μετά την ολοσχερή καταστροφή των Ανωγείων από τους Γερμανούς, τον Αύγουστο του 44, οι κάτοικοι του χωριού θα σκορπίσουν σαν τα παιδιά του λαγού, στο πεδινό Ρέθεμνος και στη πόλη του Ηρακλείου, όπου για μήνες θα στοιβάζονται στο Καμαράκι, στο ανωγειανό σχολείο όπως λέγεται ακόμη και σήμερα. Ορισμένοι από αυτούς δεν θα επιστρέψουν ποτέ στο χωριό τους, παρά μόνο σαν επισκέπτες σε κοινωνικές εκδηλώσεις. Θα είναι οι πρώτοι εσωτερικοί μετανάστες της μεταπολεμικής εποχής. Ο Κίμων Μανουράς, ένας από αυτούς θα ανοίξει τη δεκαετία του 50 ένα καφενείο στο Καμαράκι, το οποίο έμελλε να αποτελέσει το στέκι των καλλιτεχνών της κρητικής μουσικής της εποχής. Τις άδειες ώρες τους, που δεν ήταν και λίγες (ας μην ξεχνούμε ότι μεροκάματο γι αυτούς υπήρχε μόνο στην επαρχία, σε κανένα πανηγύρι ή γάμο) τις περνούσαν στο καφενείο συζητώντας.



Τα καλοκαίρια της δεκαετίας του 60, η μάνα μου με έπαιρνε και ερχόμαστε για λίγες μέρες στο Ηράκλειο για να δει τον πατέρα και τα αδέλφια της. Όντας ανιψιός του Κίμωνα, θα τον βοηθούσα στο καφενείο και θα είχα την εξαιρετική τιμή να σερβίρω καφέ, τα ριζιμιά χαράκια της κρητικής μουσικής της εποχής: τον Μουντάκη και τον Σκορδαλό, που ήταν και αυτοί πελάτες του καφενείου, μαζί με τους νέους και άσημους την περίοδο εκείνη ανωγειανούς, Νίκο, Αντώνη και Γιάννη Ξυλούρη, Γιώργη Καλομοίρη, Βασίλη Σκουλά, Γιάννη Σταυρακάκη, Μανόλη Μανουρά, Στέλιο Αεράκη. Από το καφενείο επίσης θα περάσει ο Δερμιτζογιάννης, ο Σηφογιωργάκης, ο Μαρκογιαννάκης, ο Κλάδος, ο Μανιάς, ο Φακουκάκης, ο Κουμιώτης, κ.α.

Στις συζητήσεις τους οι καλλιτέχνες αναφέρονταν με σεβασμό σε ονόματα άγνωστα για μένα. Θα άκουγα για τον Φουσταλιέρη, τον Λαγό, τον Μπαξεβάνη, τον Καρεκλά, τον Καλογρίδη, τον Ροδινό, τον Χαρίλαο, τον Ναύτη και άλλους τους οποίους δεν μπορώ να θυμηθώ. Ο καθένας είχε τις προτιμήσεις του και η αντιπαράθεση ήταν σκληρή. Οι ανωγειανοί αντεπιτίθoνταν συνήθως, προβάλοντας το Στραβό (Μανόλη Πασπαράκη), ο οποίος με πασαδόρους στην αρχή μεν τον Μυρομανόλη (Μανόλη Αεράκη) και στη συνέχεια τον Νεοκλή Σαλούστρο, ήταν τότε στο απόγειο της δόξας του και εμείς τα ανωγειανάκια είχαμε την ευκαιρία να τον δούμε χωρίς μικρόφωνα και πρίζες να τραγουδάει σε γάμους και γλέντια και στα μεγάλα κέφια, όταν αναγνώριζε τον καλό χορευτή από το πάτημα (κανείς δεν έχει ισχυρότερη ακοή από έναν τυφλό), να βάζει τη λύρα πάνω από το κεφάλι και να παίζει ξέφρενα.



Στο καφενείο, κάτω από τη φωτογραφία του Βενιζέλου, ένα μεγάλο καρφί και στο καρφί κρεμασμένο ένα μαντολίνο, πάντα κουρδισμένο. Όταν η πελατεία του καφενείου αραίωνε και δεν έμεναν πια παρά οι καλλιτέχνες και οι φίλοι τους, ο Κίμων ακουμπούσε στο τραπέζι το μπουκάλι με τη ρακί και κάποιος ξεκρεμούσε το μαντολίνο. Αν η παρέα είχε καλά θεμέλια, το καφενείο έκλεινε και η παρέα έπαιρνε τους δρόμους τραγουδώντας.

Στις καντάδες αυτές οι ηρακλειώτες θα ανοίξουν τα παράθυρα για να τους ακούσουν και οι πιο μερακλήδες θα βγουν στην πόρτα να κεράσουν τους τραγουδιστές που τραγουδούν τα πάθη απραγματοποίητων ή θνησιγενών ερώτων, της μοίρας τα άσκημα παιχνίδια και τον θάνατο, δηλ. τα μεγάλα θέματα της ζωής. Ο Νίκος Ξυλούρης στη λύρα και στο τραγούδι, ο Μάγκας (Ξυλούρης κι αυτός) στο μαντολίνο και μαζί τους οι: Κίμων, Πόλος (Χαιρέτης), Κουντοβαγγέλης (Κεφαλογιάννης), Μπατζαντώνης (Σμπώκος), νέοι που μόνο η φυσική τους παρουσία σε μάγευε. Οι ανωγειανοί λυράρηδες άλωσαν μουσικά την πόλη του Ηρακλείου χωρίς βία, ή σωστότερα το Ηράκλειο παραδόθηκε στη γοητεία της κρητικής μουσικής. Ο Νίκος Ξυλούρης ξεχώρισε κατά την ταπεινή γνώμη για τους εξής κυρίως λόγους: δύναμη στο δοξάρι, φωνή αρχαγγελική και ωραία φυσική παρουσία.



Στην οδό Χάνδακος, απέναντι από τα τυπογραφεία της εφημερίδας "Μεσόγειος" σε ένα αρκετά μεγάλο υπόγειο, θα βρει διέξοδο η δίψα των κατοίκων του Ηρακλείου για παραδοσιακή διασκέδαση. Ο Κίμων Μανουράς και ο Νταρολευτέρης (Λευτέρης Αεράκης) κουνιάδος και γαμπρός, θα ρισκάρουν ο μεν πρώτος τις οικονομίες του από το καφενείο ο δε δεύτερος τα έσοδα από την πώληση 100 προβάτων (όλη του η καταδιά 30 χρόνια βοσκός), και θα τολμήσουν να ανοίξουν τον "ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟ", το πρώτο οικογενειακό κέντρο κρητικής μουσικής στο Ηράκλειο.

Ο καλλιτέχνης που θα κρατήσει το πρόγραμμα για την πρώτη σεζόν που ήταν το 1967 ήταν ο Νίκος Ξυλούρης με πασαδόρους τον αδελφό του τον Γιάννη, τον Γιάννη Σταυρακάκη και τον Στέλιο Αεράκη. Τύχη αγαθή μου επεφύλαξε να είμαι γιος του Νταρολευτέρη και ανιψιός του Κίμωνα. Με κοντά παντελόνια ανεβασμένος σε ένα αναποδογυρισμένο καφάσι μπύρας, κρατούσα τα οικονομικά της επιχείρησης και με τα μάτια διάπλατα ανοικτά, ρουφούσα παραστάσεις.



Αυτό που γινόταν κάθε βράδυ στον Ερωτόκριτο, είναι δύσκολο να περιγραφεί. Οι έχοντες καταγωγή από τα χωριά της Κρήτης, θέλοντας να αναπαραγάγουν στην πόλη τους γνωστούς για αυτούς τρόπους διασκέδασης, θα προσέρχονται συν γυναιξί και τέκνοις για να ακούσουν κρητική μουσική. Στο ρεύμα αυτό θα συμπαρασυρθούν και οι ηρακλειώτες και η κρητική μουσική από ετοιμοθάνατη, θα αναρρώσει, θα βγάλει φτερά και θα γίνει με την πάροδο του χρόνου κύριος τρόπος διασκέδασης. Βέβαια καθώς η κρητική μουσική δεν έχει χορό όπου το αρσενικό μπορεί να ψιθυρίσει μυστικά, στο αυτί του αντικειμένου του πόθου του, (η σούστα δεν προσφέρεται και τόσο), οι καλλιτέχνες υποχρεώνονται εκ των πραγμάτων τις μικρές ώρες να κάνουν ένα διάλειμμα ευρωπαϊκό. Και ήταν μαγικό να ακούς τον Ψαρονίκο να τραγουδάει παίζοντας λύρα, το παθητικό ταγκό "η γυναίκα που ένιωσα ...".



Την επόμενη χρονιά θα ανοίξουν τα "Ζαμάνια" και ο Ξυλούρης θα συνεχίσει στο μαγαζί αυτό. Ο Ερωτόκριτος θα συνεχίσει με μεγάλη επιτυχία με το Βασίλη Σκουλά που μόλις είχε απολυθεί από το στρατό. Σχεδόν ταυτόχρονα θα ανοίξει και η "Αρετούσα" και έτσι στο τέλος της δεκαετίας του 60 το Ηράκλειο θα βρεθεί με σχεδόν δέκα μαγαζιά με παραδοσιακή μουσική που όλα δούλευαν καλά. Από τον Ερωτόκριτο θα περάσουν επίσης για δεκαήμερα οι Σκορδαλός, Μουντάκης, Σηφογιωργάκης καθώς και ο Γιωργαντός (Καλομοίρης) που θα κάνει ολόκληρη σεζόν. Το 1971 θα είναι η σειρά του Γαργανουράκη, νέος ανερχόμενος καλλιτέχνης, ο οποίος θα είναι και ο τελευταίος που θα κρατήσει πρόγραμμα στον Ερωτόκριτο. Το μαγαζί δεν διέθετε έξοδο κινδύνου και οι αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες θα το κλείσουν νομίζω το 1973.

Το 1969 ο Ξυλούρης θα φύγει μόνιμα για την Αθήνα. Θα συνεργαστεί με τον Γιάννη Μαρκόπουλο στην αρχή και στη συνέχεια και με άλλους συνθέτες. Ο Ψαρονίκος δεν ανήκει πια στην Κρήτη, αλλά στην Ελλάδα.



Υπάρχει ένα μαγαζί στο Ηράκλειο που κατά την περίοδο των Χριστουγέννων που βρέθηκα στην Κρήτη μου έφερε στο μνήμη τον Ερωτόκριτο του 67 και παρακαλώ να μην θεωρηθεί διαφήμιση. Στο "Εμπολο" όπου εκπληκτικοί δεξιοτέχνες των παραδοσιακών μας οργάνων συνοδεύουν τη φωνή του αηδονιού, μα και γνήσιου μερακλή Βασίλη Σταυρακάκη, πραγματοποιούνται κάθε βράδυ μουσικές διαδρομές που αρχίζουν από τις απρόσιτες μαδάρες των κρητικών βουνών, θα περάσουν από τους κάμπους, θα μπουν στα στενά της πόλης, για να σβήσουν στ ακρογιάλια. Οι θαμώνες στη συντριπτική τους πλειοψηφία είναι νέοι. Το πρόγραμμα που βασίζεται σε μουσικά κομμάτια τα οποία έγραψαν όλοι σχεδόν που αναφέρονται στο κείμενο αυτό και σε στίχους των καλύτερων στιχουργών που διαθέτει αυτή τη στιγμή η Κρήτη δηλ. του Μήτσου Σταυρακάκη και του Γιώργη Καράτζη μας αποδεικνύει ότι η κρητική μουσική ζει. Πιστοποιητικό θανάτου της θα δώσουν, αν δώσουν ποτέ, όχι οι ιατροδικαστές, αλλά οι κάτοικοι των ορεινών περιοχών της Κρήτης, αν οι γάμοι, οι αρραβωνιάσεις και οι βαφτίσεις αρχίσουν να γίνονται με μπουζούκια, με τα οποία σημειωτέον δεν έχω κανένα πρόβλημα, αλλά είναι για άλλες ώρες.



Τελειώνοντας θα ήθελα να κάνω μια παρατήρηση σε σχέση με τη διαφορετικότητα της κρητικής μουσικής. Στην Κρήτη με την πάροδο των ετών διαμορφώθηκαν διάφορες μουσικές σχολές. Λόγω κυρίως της απομόνωσης, κάθε χωριό ή έστω κάθε γεωγραφική περιοχή είχε το δικό της χαρακτηριστικό γνώρισμα. Άκουγες έναν καλλιτέχνη να παίζει και πριν τον δεις καταλάβαινες ότι ήταν Χανιώτης, Στειακός, Ρεθεμνιώτης κτλ. Δυστυχώς αυτό δεν συμβαίνει πια και είναι κρίμα. Οι ανωγειανοί καλλιτέχνες με το να διακριθούν, αποτέλεσαν πρότυπα και δυστυχώς άθελά τους βοήθησαν στο να χαθούν ιδιαίτερα παιξίματα από τους καλλιτέχνες άλλων περιοχών που προσπαθούν να τους μιμηθούν.

Δεν χρειάζεται μίμηση, όρεξη για δημιουργία χρειάζεται.



Οι καλλιτέχνες της κρητικής μουσικής έχουν πολλά να μας δώσουν ακόμα, αρκεί να ανατρέξουν στις δικές τους αναφορές και μνήμες. Γι αυτό προσπάθειες όπως αυτή του Σγουρού με τον δίσκο "Τα σα εκ των σων", όπου ο καλλιτέχνης επιμένει στα ακούσματα της ιδιαίτερής του πατρίδας, του οροπεδίου του Λασιθίου πρέπει να βρουν μιμητές. Κανείς σκοπός, κανένα κανάκι, κανένα γύρισμα δεν πρέπει να χαθεί. Αυτός είναι ο μουσικός μας πλούτος και πρέπει πάση θυσία να διατηρηθεί.

* Το κείμενο γράφτηκε από τον Γιώργο Αεράκη. Ο Γιώργης Αεράκης γεννήθηκε στα Ανώγεια και κατοικεί στο Λουξεμβούργο. Έχει σπουδάσει νεώτερη Ευρωπαϊκή Ιστορία στη Γαλλία, είναι υπάλληλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Πρόεδρος του Συλλόγου Κρητών Λουξεμβούργου.

Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2010

Μέρος 2ο "Kαφενεία στην Κρήτη"



Στο κέντρο…

Τα καφενεία είναι συγκεντρωμένα εκεί που συναντώνται τα δίκτυα επικοινωνίας, σε πλατείες, σε κεντρικούς δρόμους, σε σημεία στα οποία συγκεντρώνεται κόσμος για διάφορους λόγους. Στον αγροτικό χώρο το φαινόμενο των κεντρικών καφενείων είναι σχεδόν καθολικό. Τα ελάχιστα παραδείγματα που μπορεί να συναντήσει κανείς σε άκρες οικισμών αιτιολογούνται με μια απλή χωροταξική παρατήρηση· είναι τα σημεία εισόδου στους οικισμούς ή τα σημεία αναχωρήσεων, συνήθως εκεί που βρίσκονταν (ή και βρίσκονται ακόμη) στάσεις λεωφορείων ή συγκεντρώνονται μόνιμες ή περιοδικές δραστηριότητες, όπως μπορεί να είναι, για παράδειγμα, κάποιο παζάρι. Αν δεν υπάρχει κεντρική πλατεία, το ρόλο του κέντρου παίζει ένας κεντρικός δρόμος. Εκεί βρίσκονται τα καφενεία, το ένα δίπλα στο άλλο. Από αυτόν διοχετεύονται όλες οι εξερχόμενες και οι εισερχόμενες δραστηριότητες στον οικισμό.



Στο καφενείο καταλήγουν όχι μόνον οι εξωτερικοί επισκέπτες, αλλά και κάθε πληροφορία που φτάνει στον οικισμό. Οι εξωτερικοί επισκέπτες μπορεί να είναι εμπορευόμενοι, ειδικευμένοι τεχνίτες που αναζητούν εργασία, ζητιάνοι, περαστικοί ή και τουρίστες, όπως άρχισε να συμβαίνει κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Όλοι αυτοί, φορείς πληροφοριών και ειδήσεων για τις προβιομηχανικές κοινωνίες με τα ελλιπή οδικά και συγκοινωνιακά δίκτυα, καταλήγουν στο καφενείο. Εκεί θα ασκήσουν την όποια δραστηριότητά τους, θα συζητήσουν, θα συνάψουν συμφωνίες μέχρι αργά το βράδυ. Οι θαμώνες συμμετέχουν σε ένα σύστημα ανταλλαγών πληροφοριών και απόψεων, ταυτόχρονα όμως καθιστούν αισθητή την παρουσία τους: «η αγορά – και το καφενείο που αποτελεί μέρος της – είναι χώροι του βλέμματος, της διερεύνησης, της εμφάνισης αλλά και της αποφυγής. Πηγαίνουμε για να δούμε και για να ειδωθούμε· και η παράστασή μας είναι μια δήλωση λιγότερο ή περισσότερο εμφατική της παρουσίας μας στον δημόσιο χώρο: είμαι παρών, φαίνομαι, φάνηκα, θα φανώ. Είναι χώροι που μας επιτρέπουν να γνωρίζουμε, να παρακολουθούμε και να κατανοούμε τους αδιόρατους, συχνά, κυματισμούς των μικρογεγονότων και των καταστάσεων που συνιστούν την καθημερινότητα, στην κλίμακα του τόπου», θα σημειώσει ο καθηγητής Γ. Νικολακάκης.



Σε ένα βιωματικό κείμενο γραμμένο το 1965 ένας κρητικός συγγραφέας σημειώνει:
«Πολλές φορές μου τυχαίνει να θυμούμαι το Ντουκιάνι του χωριού μου. Θυμούμαι πως όποιοι κι αν περνούσανε από το χωριό, διαβατάρηδες, ξενοχωριανοί και πραματευτάδες από μακρινούς τόπους και γυρολόγοι και τζαμπάζηδες (ζωέμποροι) Μεσαρίτες, όλοι τους στο Ντουκιάνι ξέπεφταν στην αρχή. Εμπαίνανε μέσα κι αμέσως δίνονταν παραγγελιά από κάποιον χωριανό για κέρασμα. Ξεφόρτωναν τις πραμάτειες τους, κάθε λογής πράγμα – υφάσματα και έτοιμα ραμμένα ρούχα […] και οι Μαργαριτσανοί σταμνολαηνάδες, πιθάρια και κουρούπια και πλουμιστά σταμνολάινα…»



Ώρες λειτουργίας

Στα χωριά τα καφενεία διατηρούν το «παραδοσιακό» ωράριό τους. Επειδή οι καφετζήδες είναι μαζί και αγρότες εργάζονται στα χωράφια όλη τη μέρα και αργά το απόγευμα ανοίγουν τον επαγγελματικό τους χώρο. Είναι η ώρα της επιστροφής για όλους. Τα καφενεία αρχίζουν να γεμίζουν. Από τα μπουριά (καπνοδόχους) βγαίνουν καπνοί. Η μυρωδιά της οφτής πατάτας (ιδανικός ρακομεζές για το χειμώνα) ξεχύνεται παντού. Ακόμη και οι ηλικιωμένοι καφετζήδες, ακόμη και αυτοί που περνούν τα 80, δεν εννοούν να εγκαταλείψουν τις αγροτικές δραστηριότητές τους. Συναντήσαμε καφετζή που συνηθίζει να περιφέρεται για ώρες στα βουνά και να μαζεύει σταμναγκάθι και σαλιγκάρια. «Τα ζητούν οι πελάτες μου», λέει. Το ίδιο βράδυ πελάτες και καταστηματάρχης κάθονταν μαζί και έπιναν. Μια παρέα. Πάνω από το «τεζιάκι» άναβε ένα μικρό φουρνάκι. «Ειδικό για πατάτες», μας εξήγησε.
Σε άλλες περιπτώσεις, αναλόγως με τη φύση και τις συνήθειες της πελατείας, τα καφενεία ανοίγουν από νωρίς, έτοιμα να φιλοξενήσουν τους πιο πρωινούς τύπους. Το μεσημέρι οι δρόμοι αδειάζουν, οι ρυθμοί πέφτουν και ο καφετζής κλειδώνει το καφενείο του για να το ανοίξει και πάλι το βράδυ. Ωστόσο, τις Κυριακές και τις αργίες η πελατεία πολλαπλασιάζεται και έτσι το ωράριο παρατείνεται. Λίγο οι συγγενείς που επισκέπτονται τους δικούς τους στο χωριό, λίγο οι παρέες που σχηματίζονται μετά την εκκλησία, το άλλοτε μισοάδειο καφενείο σφύζει από ζωή.



Τα καφε – παντοπωλεία, τα καφεκρεοπωλεία και τα καφε-κουρεία
Ανάμεσα στις πιο σημαντικές μεταβολές που έχουν υποστεί τα καφενεία τα τελευταία χρόνια είναι η απώλεια του μικτού τους χαρακτήρα. Καφενεία – παντοπωλεία, καφενεία – κρεοπωλεία, καφενεία – κουρεία είναι μερικά μόνο από τα μικτά είδη που άνθησαν στην Κρήτη αλλά και σε πολλές άλλες περιοχές της Ελλάδας. Η συνήθεια να συνυπάρχει το καφενείο με κάποιο κουρείο μας είναι γνωστή από τα χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σύμφωνα με τον Σκαρλάτο Βυζάντιο, «μετά των καφενείων είναι πολλαχού ηνωμένα και τα κουρεία». Η συνήθεια αυτή φαίνεται να ξεκίνησε από την Κωνσταντινούπολη και να επεκτάθηκε σταδιακά σε πολλές περιοχές της Αυτοκρατορίας. Είχε τόσο διαδοθεί μάλιστα, ώστε είχε δημιουργηθεί και η ιδιαίτερη συνήθεια να προσφέρεται καφές από τους κουρείς σε όλους τους πελάτες τους, ανεξαρτήτως από το αν η επαγγελματική δραστηριότητά τους ασκούνταν μέσα σε καφενείο ή όχι.
Σε μεγάλους οικισμούς, όπου λειτουργούσαν καφενεία με αρκετή πελατεία, τα σύνεργα του κουρέα καταλάμβαναν μια γωνιά, συνήθως απέναντι από το τεζιάκι, σε σχετικά απομονωμένο χώρο, και η δραστηριότητα αυτή ασκούνταν όχι από τον καφετζή αλλά από διαφορετικό πρόσωπο. Σε μικρούς οικισμούς καφετζής και κουρέας ήταν το ίδιο πρόσωπο. Ο πελάτης που ήθελε καφέ ήξερε πως έπρεπε να περιμένει μέχρι να τελειώσει το κούρεμα άλλου πελάτη.



Το φαινόμενο της παράλληλης άσκησης δυο διαφορετικών επαγγελματικών δραστηριοτήτων από το ίδιο πρόσωπο μας βοηθά να κατανοήσουμε σε μεγάλο βαθμό το συνηθισμένο φαινόμενο των καφε-παντοπωλείων (και άλλων σύνθετων επαγγελματικών ενασχολήσεων) που αποτέλεσαν καθεστώς για την Κρήτη και για πολλές άλλες ελληνικές περιοχές. Στην Ελλάδα υπάρχουν τα αμιγή καφενεία, τα καφε-παντοπωλεία (στα οποία μπορούμε να κατατάξουμε και τις υπόλοιπες παράλληλες αλλά όχι συναφείς δραστηριότητες) και τα καφε-ζαχαροπλαστεία που αποτελούν χαρακτηριστικό γνώρισμα του ημιαστικού και του αστικού χώρου.
Ο καφετζής στο παράδειγμα της σύνθετης λειτουργίας είναι ταυτόχρονα και παντοπώλης ή κρεοπώλης. Συναντήσαμε ακόμη και καφενείο – υποδηματοποιείο που δεν λειτουργεί σήμερα. Στους μικρούς οικισμούς το ένα επάγγελμα δεν αρκούσε για επιβίωση και η ελληνική ευρηματικότητα ανακάλυψε αυτή τη σύνθεση. Θα πρέπει να προσέξουμε, όμως, μια σημαντική λεπτομέρεια: στον αγροτικό χώρο ο ιδιοκτήτης του καφενείου δεν είναι αποκλειστικά επαγγελματίας καφετζής. Μοιράζει τη δραστηριότητά του ανάμεσα στα χωράφια και στο καφενείο, το οποίο συμπληρώνει το εισόδημά του.
Σήμερα λειτουργούν αρκετές δεκάδες κατάλοιπα αυτού του παλαιότερου είδους, του μικτού τύπου καφενείου - παντοπωλείου, συνήθως από ηλικιωμένους επαγγελματίες.



Στη λογική των μετασχηματισμών


Κατά τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται στα μεγάλα χωριά μια σημαντική μεταβολή στη δομή και στη λειτουργία του καφενείου. Ακόμη και στους πιο μικρούς οικισμούς ο εκσυγχρονισμός εισβάλλει με μεγάλη ταχύτητα. Το παλιό καφενείο χάνει τον χαρακτήρα που είχε μέχρι σήμερα. Χάνει τη γνησιότητα και την παραδοσιακότητα που το συνόδευε τώρα και μερικές εκατοντάδες χρόνια. Και, παράλληλα, επιζητείται να εκσυγχρονιστεί. Σιγά–σιγά οι παλιές ξύλινες καρέκλες αντικαθίστανται με μεγαλύτερες, κάποιες φορές με πλαστικές, τα τραπέζια είναι πιο χαμηλά, συχνά γυάλινα. Η τηλεόραση παύει πλέον να παίζει δευτερεύοντα ρόλο καθώς μεγαλώνει σε μέγεθος και εμπλουτίζεται με δορυφορική κεραία. Η μουσική που ακούγεται από τα υπερσύγχρονα μεγάφωνα μόνο παραδοσιακή που δεν είναι.



Όμως οι αλλαγές δεν αφορούν μόνο στα μορφολογικά χαρακτηριστικά. Ο καφές δεν είναι πια αποκλειστικά «ελληνικός» ή «τούρκικος». Μηχανές καπουτσίνο και εσπρέσο χρησιμοποιούνται κατά κόρον. Και το οινοπνευματώδες ποτό δεν είναι πια αποκλειστικά η τσικουδιά. Το ουίσκι καταλαμβάνει όλο και μεγαλύτερη θέση. Ακόμη και οι παλιές ονομασίες αλλάζουν. Τώρα οι επιγραφές είναι συνήθως ξενόγλωσσες.
Δίπλα σε αυτά τα καινούργια καταστήματα – καφετέριες σώζονται τα έρημα παλιά καφενεία. Άλλα είναι αποθήκες, άλλα διατηρούν τον παλιό εξοπλισμό ή τμήμα απ’ αυτόν, αλλά φαίνεται με την πρώτη ματιά ότι έχουν χρόνια να λειτουργήσουν… Οι παλιές ταμπέλες που τρίζουν με τον νοτιά, οι στοιβαγμένες καρέκλες, οι σκονισμένες πόρτες και τα σπασμένα τζάμια ίσως και να μαρτυρούν το τέλος μιας εποχής.
Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι αυτός ο πολιτισμός χάνεται μέρα με τη μέρα. Χωριά που ρημάζουν, καφενεία που κλείνουν, επιγραφές που παραμένουν σαν μάρτυρες μιας ζωής περασμένης. «Καφενείον η Συνάντησις», «Η Ομόνοια», «Η καλή καρδιά», ή απλά το όνομα του ιδιοκτήτη. Στους μικρούς ορεινούς οικισμούς οι ιδιοκτήτες των καφενείων είναι υπερήλικες. 70, 80, 90 ή και περισσοτέρων ετών, όπως και η πελατεία τους. Αναρωτιέται κανείς αν είναι επαγγελματίες ή αν συνεχίζουν απλώς τις καθημερινές συνήθειες της νεότητας. Ωστόσο, δεν δυσκολεύεται να καταλάβει πως ο κόσμος ενός τέτοιου καφενείου είναι απλώς μια φιλική παρέα.



Έτσι περνούν οι χειμώνες. Γύρω από μια σόμπα που ανάβει, έναν καφέ ή ένα τσάι που αχνίζει και τα ζάρια που χτυπούν ακατάπαυστα στο τάβλι. Σε κάποιαν άκρη είναι μόνιμα ανοιχτή η τηλεόραση, όμως η κυριαρχία της περιορίζεται στην ώρα των ειδήσεων. Οι άλλες ώρες ανήκουν στη συντροφιά. Στην παρέα, στις κουβέντες, στα πειράγματα, στα ανέκδοτα. Και όταν ανοίγει η πόρτα και μπαίνει κάποιος καινούριος στον καφενέ, ντόπιος ή ξένος, γνωστός ή άγνωστος, ακούγεται η απρόσμενη φωνή που καθρεφτίζει το κρητικό ήθος, δηλαδή ολόκληρο τον κόσμο του καφενείου:

«Καφετζή, κέρασέ τονε».

Κείμενο – Φωτογραφίες: Έφη Ψιλάκη
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Explore Nature της εφημερίδας ΕΘΝΟΣ, τ. 20, Νοέμβριος 2009)

Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2010

Μέρος 1ο "Καφενεία στην Κρήτη"

Στον απόηχο μιας άλλης εποχής

Σε περίοπτη θέση η μορφή του Ελευθερίου Βενιζέλου και κάμποσοι χάρτες. Στη μέση μια σόμπα που ανάβει. Και τριγύρω, άντρες με μουστάκια και ρυτιδωμένα πρόσωπα. Στα ορεινά χωριά το καφενείο δεν είναι επαγγελματική ενασχόληση αλλά κοινωνική λειτουργία. Αποτυπώνει και εκφράζει έναν ολόκληρο κόσμο, με τους κανόνες, το ήθος και τις ιδιαιτερότητές του…



Πριν από δύο χρόνια μια ομάδα νέων με ιδιαίτερη αγάπη στη φωτογραφία ξεκινήσαμε να αποτυπώνουμε τη ζωή, την παλιά και τη σύγχρονη, στα καφενεία της Κρήτης. Στις πόλεις, αλλά περισσότερο στα χωριά, εκεί όπου τα πράγματα δεν έχουν αλλάξει ακόμη. Ύστερα από περιπλανήσεις πολλών μηνών κατανοήσαμε ότι είχαμε γίνει συλλέκτες εικόνων, στιγμιότυπων και εμπειριών. Τα καφενεία της Κρήτης αποτελούν ένα ξεχωριστό κεφάλαιο στην αδιερεύνητη ιστορία του ελληνικού καφενέ. Την πρώτη φορά που βρεθήκαμε, άγνωστοι εντελώς, σε καφενείο ορεινού χωριού του Ψηλορείτη φορτωμένοι με μηχανές και τρίποδα, ξαφνιαστήκαμε που δεν μας ρώτησε κανείς ούτε ποιοι είμαστε, ούτε τι θέλουμε. Απλώς έσπευσαν να «διατάξουν» το απαραίτητο κέρασμα. Διέκοψαν προς στιγμήν την «ασχολία» τους, τη συζήτηση, τα χαρτιά, το τάβλι, την εφημερίδα για να προφέρουν αυτές τις λέξεις που έμελλε να ακούσουμε δεκάδες ή και εκατοντάδες φορές στη συνέχεια:

-Καφετζή, κέρασέ τους…

Σιγά – σιγά καταλάβαμε γιατί δεν μας ρώτησαν τίποτα, παρά την έντονη περιέργειά τους να μάθουν. Ο ηλικιωμένος καφετζής άλλου ορεινού οικισμού άρχισε κάποτε να διηγείται πως στα χρόνια της ναζιστικής κατοχής, αλλά και στις δύσκολες εποχές που ακολούθησαν, το καφενείο του –κληρονομιά από τον πατέρα του– ήταν χώρος συνάντησης των ανταρτών.

Κανείς δεν ρωτούσε κανέναν. Αλλά όλοι ήξεραν… Άλλοτε πάλι κατέφευγαν εκεί κατατρεγμένοι, καταδιωγμένοι ακόμη και για συνηθισμένα «εθιμικά» παραπτώματα.

Ο νόμος της σιωπής κυριαρχούσε.





Διακόσμηση. Η μορφή του Βενιζέλου

Είναι εντυπωσιακό να παρατηρεί κανείς τη διακόσμηση ενός κρητικού καφενείου. Πολλοί χάρτες διαφόρων περιοχών, ακόμη και παγκόσμιοι -αλλά περισσότερο της Κρήτης, παλιές και καινούργιες φωτογραφίες, μεγάλα κομπολόγια και διαφημιστικές αφίσες συμπληρώνουν τον διάκοσμο των εσωτερικών χώρων. Από τις φωτογραφίες μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι ο Ελευθέριος Βενιζέλος κατέχει ακόμη εξέχουσα θέση. Αν και έχουν περάσει περισσότερα από 70 χρόνια από το θάνατό του, η μορφή του κυριαρχεί.

Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, η φωτογραφία του «γέρου» (έτσι τον λένε) είναι κορνιζωμένη σε μεγάλο αριθμό καφενείων και σε περίοπτη θέση. Η μορφή του εξακολουθεί να θεωρείται στην Κρήτη το απόλυτο πρότυπο του πολιτικού. Σε μερικές φωτογραφίες εικονίζεται μαζί και ο Σοφοκλής Βενιζέλος. Θα έλεγε κανείς ότι συνεχίζει να αποτελεί ορόσημο, ότι δεν είναι μόνο ιστορικό πρόσωπο αλλά και σύμβολο μαζί. Το διαπιστώνει κανείς αν παρακολουθήσει τη διαδικασία του κεράσματος.

Στους καφενέδες των χωριών δεν υπάρχει μόνο ο «βαρύς γλυκός» ή ο «μέτριος» καφές, αλλά και… ο «βενιζελικός». Είναι απροσδιόριστης μορφής και γεύσης. Ο χαρακτηρισμός χρησιμοποιείται όχι για να δηλώσει κάποια ειδική ποικιλία ή ποιότητα καφέ αλλά αντιθέτως για να δηλώσει ιδεολογικές προτιμήσεις.





Σε παλιά καφενεία συναντούμε ακόμη αφίσες ηθοποιών και ταινιών του ελληνικού εμπορικού κινηματογράφου, λιθογραφίες όπως εκείνη του «πωλούντος τοις μετρητοίς» και του «πωλούντος επί πιστώσει» και άλλες. Τα τελευταία χρόνια εμφανίζονται με μεγαλύτερη συχνότητα προβιομηχανικά εργαλεία του αγροτικού χώρου και εργαλεία που σχετίζονται με το ψήσιμο του καφέ.

Ξύλινα άροτρα, εργαλεία αλωνίσματος και άλλα που παραπέμπουν αμέσως σε βιωμένες εμπειρίες. Αναρτώνται στους τοίχους ή τοποθετούνται σε κάποιο εμφανές σημείο του καφενείου. Τα παλιά ραδιόφωνα εξακολουθούν να αποτελούν πολύτιμα εκθέματα. Συχνά τα συναντάμε σκεπασμένα με κεντήματα. Ημερολόγια με διαφημίσεις τοπικών καταστημάτων και γεωργικών εφοδίων κατέχουν σημαντική θέση στη διακόσμηση των κρητικών καφενείων.

Παρατηρούμε ακόμη ανηρτημένες ανακοινώσεις διαφόρων τύπων· του Δήμου, του ΟΓΑ, των τοπικών συμβουλίων, εκκλησιαστικές ανακοινώσεις, αναγγελίες πανηγυριών και εορτών. Πρέπει να παρατηρήσουμε, ακόμη, ότι οι παλαιοί τιμοκατάλογοι, μαυροπίνακες πάνω στους οποίους αναγράφονταν οι τιμές των προσφερόμενων ποτών, επανέρχονται ως στοιχεία που συνδέουν το σύγχρονο καφενείο με το παρελθόν του.



Η μορφή του κρητικού καφενέ είναι σχεδόν στερεότυπη. Το «τεζιάκι» σε κάποιαν άκρη είναι ο χώρος εργασίας του καφετζή. Είναι συνήθως κατάφορτο με μπουκάλια κρητικής τσικουδιάς, αν και τα τελευταία χρόνια δεν είναι λίγοι εκείνοι που στρέφονται προς το ουίσκι. Αναρωτιέται κανείς αν ο εκσυγχρονισμός σ’ αυτή τη χώρα είναι ταυτόσημος με τη μίμηση ξένων προτύπων – όχι χωρίς αντίδραση όμως:

«Καλύτερα να το κλείσω το καφενείο. Να κόψω τα χέρια μου αν βάλω άλλο πράμα από ρακή στο μαγαζί μου», μας είπε ο αποφασισμένος καφετζής στο ημιορεινό Αβδού του Ηρακλείου.



Εθιμικοί κώδικες - Το κέρασμα

Στα καφενεία των ορεινών οικισμών συχνάζουν ακόμη ελάχιστοι από εκείνους που συντηρούν το κρητικό στερεότυπο: μεγάλα μουστάκια, μαύρο σαρίκι με κρόσσια που κατεβαίνουν στο μέτωπο, ακόμη και «γκιλότα», η εξέλιξη της παραδοσιακής κρητικής βράκας που δεν φοριέται πια.

Η εικόνα ταιριάζει με το χαρακτήρα του κρητικού καφενέ. Το κέρασμα του ξένου, του διαβάτη ή του περαστικού είναι κανόνας απαράβατος. Η οικονομική στενότητα εκφράζεται με τη χαρακτηριστική φράση «αυτός δεν βγαίνει στο καφενείο γιατί δεν έχει να κεράσει». Ωστόσο, και το ίδιο το κέρασμα έχει τους δικούς του εθιμικούς κανόνες.

Ο τρόπος που θα χαιρετήσουν οι θαμώνες τον κάθε καινουργιοφερμένο σε ένα καφενείο δείχνει και το βαθμό της αποδοχής του. Ωστόσο, η πλήρης αποδοχή και η ενσωμάτωση στην παρέα δηλώνεται κυρίως μέσα από το κέρασμα. Μπορεί να φαίνεται απλό, ωστόσο πρόκειται για μια διαδικασία σχεδόν τελετουργική που διέπεται από ιδιαίτερους κανόνες και τύπους.





Δεν είναι λίγες οι φορές που δημιουργούνται ή συντηρούνται παρεξηγήσεις από ένα κέρασμα. Όπως δεν είναι λίγες και οι φορές που ένα κέρασμα δίνει την αφορμή για λύση παρεξηγήσεων. Ο επισκέπτης είναι υποχρεωμένος να δεχτεί το κέρασμα· αν αρνηθεί την προσφορά, αυτό εκλαμβάνεται ως προσβολή, ως απόρριψη του προσώπου που κερνά. Δικαίωμα «κεράσματος», επομένως, έχει μόνον εκείνος που κάθεται ήδη στο καφενείο, ποτέ εκείνος που εισέρχεται.



Ωστόσο, το κρητικό καφενείο εξακολουθεί να είναι ο χώρος του «μοιράσματος». Δεν είναι λίγες οι φορές που καταλήγουν εκεί τα πρώτα φρούτα και τα πρώτα κηπευτικά της χρονιάς. Και τα μοιράζονται όλοι στην παρέα, συνήθως ως μεζέ της ρακής.

Κείμενο – Φωτογραφίες: Έφη Ψιλάκη
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Explore Nature της εφημερίδας ΕΘΝΟΣ, τ. 20, Νοέμβριος 2009)


Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2010

Ορθόδοξος Ακαδημία Κρήτης



Μια μέρα, ο Αββάς Μακάριος συνάντησε στην έρημο ένα κρανίο. Ακολούθησε ο εξής διάλογος (σύνοψη, ελεύθερη απόδοση):

ΜΑΚΑΡΙΟΣ: Ποιός είσαι συ;

ΚΡΑΝΙO: Ήμουν ιερέας των ειδώλων και εκείνων που έμειναν “Έλληνες” - ειδωλολάτρες σ’ αυτό τον τόπο. Συ είσαι ο Μακάριος, ο πνευματοφόρος. Όταν σπλαχνίζεσαι τους κολασμένους και προσεύχεσαι γι’ αυτούς, παραμυθούνται.

ΜΑΚΑΡΙΟΣ: Πώς είναι η κόλαση; Ποιά η παραμυθία;

ΚΡΑΝΙΟ: Στεκόμαστε μέσα στις φλόγες, που φθάνουν ως τον ουρανό. Και δεν μπορούμε να βλέπουμε ο ένας το πρόσωπο του άλλου, γιατί είμαστε κολλημένοι - δεμένοι πλάτη με πλάτη. Όταν όμως προσεύχεσαι, λασκάρουν τα σκοινιά και μπορούμε να κοιταχτούμε, ΠΡΟΣΩΠΟ ΠΡΟΣ ΠΡΟΣΩΠΟ. Αυτή είναι η παραμυθία!

Αυτός ο διάλογος μεταξύ του Αγίου και του κρανίου είναι μια συγκλονιστική έκφραση της δυσκολίας για κοινωνία του ανθρώπου με τον ΑΛΛΟ, με το συνάνθρωπο.

Ο Πλαύτος έλεγε το γνωστό “homo homini lupus” (Ο άνθρωπος για τον άνθρωπο είναι λύκος). Και ο Σαρτρ το εξέφρασε ακόμη τραγικότερα: “L´enfer c´est l´autre” (Ο άλλος είναι η κόλαση). Εδώ, αντίθετα, συνοψίζεται η χριστιανική πίστη, ότι όχι η παρουσία του άλλου, αλλά η ΑΠΟΥΣΙΑ του, η αδυναμία κοινωνίας, είναι η κόλαση.

Ο διάλογος του Αββά Μακαρίου και του κρανίου, αποτελούν έκφραση του ίδιου του έργου της Ορθοδόξου Ακαδημίας Κρήτης, η οποία είναι ένας χώρος και τρόπος διαπροσωπικής κοινωνίας και αναζήτησης της αλήθειας μέσω του υπεύθυνου διαλόγου.



Η Ορθόδοξη Ακαδημία Κρήτης, βρίσκεται στην Χερσόνησο Ροδωπού,ένα χιλιόμετρο βόρεια από το Κολυμβάρι Χανίων. Η Εκκλησία της Κρήτης υπάγεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο όπως και οι μητροπόλεις της διασποράς και δεν έχει διοικητική σχέση με την Εκκλησία της Ελλάδας. Σε αυτό ίσως να οφείλεται η ύπαρξη ενός πνεύματος οικουμενικότητας, ή τέλος πάντων μιας λιγότερο "μικροελλαδικής" αντίληψης για τον κόσμο που συναντάει κανείς στην Ακαδημία.



ΙΣΤΟΡΙΑ

Η εκλογή και ενθρόνιση (1957) του Αρχιμανδρίτου Ειρηναίου (Γαλανάκη) ως Επισκόπου Κισάμου και Σελίνου (Κρήτης) εσήμανε την απαρχή μιας δυναμικής προσπάθειας για ανακαίνιση του εκκλησιαστικού βίου, της μαρτυρίας και της διακονίας της Εκκλησίας σε πολλά επίπεδα.

Στα πλαίσια της προσπάθειας αυτής ο Επίσκοπος (μετέπειτα Μητροπολίτης) Ειρηναίος και ο μαθητής του Αλέξανδρος Κ. Παπαδερός συνεργάσθηκαν εντατικά κατά τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1960, προκειμένου να ετοιμασθεί η Ορθόδοξος Ακαδημία Κρήτης (ΟΑΚ) ως ιδέα και τρόπος δράσης, ταυτόχρονα δε να εξασφαλιστούν οι αναγκαίοι πόροι.



Για την ανέγερση των πρώτων εγκαταστάσεων της ΟΑΚ η παρακείμενη ιστορική Ιερά Μονή Γωνιάς διέθεσε έκταση 60 στρεμμάτων σε φυσικό περιβάλλον που έχει χαρακτηριστεί με Διάταγμα ως "εξαιρέτου κάλλους". Οι οικοδομικές εργασίες άρχισαν το 1965 με την οικονομική βοήθεια που πρόσφερε η Evangelische Zentralstelle für Entwicklungshilfe/Bonn, μια Υπηρεσία της Ευαγγελικής Εκκλησίας της Γερμανίας, που θέλησε με τη συνδρομή αυτή να δοθεί στον Κρητικό λαό ένα σημάδι μετάνοιας και καταλλαγής σε έναν τόπο έντονα δεμένο με τη Μάχη της Κρήτης (1941) και την Αντίσταση και με βαρύτατες θυσίες για την ελευθερία και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Το έργο της ανέγερσης στήριξαν, εκτός από την Ι. Μητρόπολη Κισάμου και Σελίνου, οι τοπικές Αρχές και άνθρωποι της περιοχής.

Από την Πολιτεία η ΟΑΚ αναγνωρίστηκε ως «θρησκευτικό - κοινωφελές καθίδρυμα» με το καθεστώς Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ), σύμφωνα με τη Συστατική Πράξη των ως άνω (Συμβολαιογραφείο Κολυμπαρίου Χανίων, Πράξις 12.419/19-1-1970), η οποία κυρώθηκε με το Β. Διάταγμα υπ. αριθμ. 838/31-12-1970, ΦΕΚ 29, τ. Α΄). Με μεταγενέστερη απόφαση της Πολιτείας η ΟΑΚ αναγνωρίστηκε επίσης ως Μη-Κυβερνητική Οργάνωση (NGO).

Το Ίδρυμα εργάζεται στα πλαίσια της Ι. Μητροπόλεως Κισάμου και Σελίνου και της Εκκλησίας της Κρήτης, η οποία έχει ημιαυτόνομο καθεστώς εντός της δικαιοδοσίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Πνευματικός προστάτης της ΟΑΚ είναι ο Οικουμενικός Πατριάρχης, το όνομα του οποίου μνημονεύεται σε κάθε ιεροτελεστία στο Ίδρυμα.



Τα εγκαίνια της ΟΑΚ έγιναν στις 13 Οκτωβρίου 1968 με συμμετοχή εκπροσώπων όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών, άλλων χριστιανικών παραδόσεων και Οργανισμών, των Πανεπιστημίων της χώρας και πλήθους λαού. Στην τότε καταναγκαστική ατμόσφαιρα του μονολόγου η Εκκλησία, δια της Ορθοδόξου Ακαδημίας, αντέταξε τον δ ι ά λ ο γ ο. Η στήριξη του Ιδρύματος από τον λαό υπήρξε ομόθυμη από την αρχή και διηνεκώς.

Στις 12. Νοεμβρίου 1995 ο Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος εγκαινίασε το δεύτερο κτήριο της ΟΑΚ, με το οποίο το Ίδρυμα αναδείχτηκε σε ένα από τα πιο άρτια Συνεδριακά Κέντρα της Ελλάδας. Το κτήριο αυτό χρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Ελληνικό Δημόσιο.

Είναι γνωστή παγκοσμίως για τα συνέδρια που οργανώνει καθώς επίσης και για της ποικίλες δραστηριότητες που αναπτύσσει με σκοπό το διαλογισμό και την επίλυση των προβλημάτων, ιατρικών, πολιτιστικών και θρησκευτικών προβλημάτων.



Μια άλλη πλευρά της είναι "Η ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΘΕΑΤΡΟΥ ΚΡΗΤΗΣ (Ε.ΘΕ.Κ), καρπός συνεργασίας της ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΚΡΗΤΗΣ και μιας μικρής αρχικά ομάδας ανθρώπων, που, κάτω από τη στέγη και με τη βοήθεια της Ακαδημίας, άρχισαν να προβληματίζονται γύρω από το καυτό ερώτημα: Πώς είναι δυνατόν να οργανωθεί στην Κρήτη μια δυναμική θεατρική, καλλιτεχνική και γενικότερα πνευματική παρουσία, μια παρουσία αντάξια της Μινωϊκής κληρονομίας και της μεταγενέστερης πολιτιστικής προσφοράς του νησιού; Μια παρουσία προπαντός, που θα υπηρετήσει το λαό της Κρήτης κατά την κρίσιμη τούτη ώρα των κοσμογονικών αλλαγών και της φοβερής απειλής του ανθρωπίνου προσώπου, της ελευθερίας του και της ανθρωπιάς του;" ( Ε.ΘΕ.Κ., Πληροφοριακό Δελτίο, Μάϊος 1974).

Η προσπάθεια ξεκίνησε στην ΟΑΚ στις 29 Ιουνίου 1969, ως αποτέλεσμα Ημερίδας με θέμα: "Προβλήματα ψυχικής υγείας στον τόπο μας". Η προσπάθεια στηρίχτηκε από το Ίδρυμα και ανθρώπους από ολόκληρο το νησί, φίλους της τέχνης και ανήσυχους για την τότε πορεία του τόπου και του Έθνους. Ύστερα από μακρά, εργώδη και συστηματική προπαρασκευή πραγματοποιήθηκε στην ΟΑΚ (18. -19. Νοεμβρίου 1972) παγκρήτια καταστατική σύναξη, στο τέλος της οποίας έγινε η υπογραφή της ιδρυτικής πράξης και του Καταστατικού της Ε.ΘΕ.Κ., το οποίον είχαμε ετοιμάσει και το οποίον εγκρίθηκε με την υπ' αριθμ. 73/1973 απόφαση του Πρωτοδικείου Χανίων. Ακολούθησε η Πρώτη Γεν. Συνέλευση (’γιος Νικόλαος, 6. 5. 1973) και εκλογές για την ανάδειξη του πρώτου Διοικ. Συμβουλίου. Πρόεδρος αναδείχθηκε ο Γεν. Διευθυντής της ΟΑΚ Αλέξ. Παπαδερός, ο οποίος πρόσφερε τις υπηρεσίες του, επανεκλεγόμενος στη θέση αυτή, ώσπου (το 1983) υπηρεσιακοί λόγοι τον ανάγκασαν να αποσυρθεί από τη θέση αυτή.



Την άνοιξη του 1974 η Ε.ΘΕ.Κ. οργάνωσε σε όλη την Κρήτη τις περίφημες 18 συναυλίες με τον Μάνο Χατζηδάκη. Και στις 15 Αυγούστου 1974 έγινε η πρώτη παράσταση του πρώτου θεατρικού έργου της Εταιρείας (Θυσία του Αβραάμ) με τον Αλέξη Μινωτή ως σκηνοθέτη και πρωταγωνιστή. Ακολούθησε σειρά όλη δραστηριοτήτων, κατά τις οποίες αξιοποιήθηκε και αναδείχθηκε μεταξύ άλλων το κρητικό καλλιτεχνικό δυναμικό, ενώ ο λαός της Κρήτης (πόλεων και επαρχίας) αισθάνθηκε για πρώτη φορά ότι τον σέβονται οι προσφέροντες πολιτισμικά αγαθά.

Η Ε.ΘΕ.Κ. υπήρξε το πρότυπο για την πολιτιστική αποκέντρωση στην Ελλάδα.

Το 1993 η Ακαδημία Αθηνών ευαρεστήθηκε να βραβεύσει την ΟΑΚ με την ευκαιρία συμπληρώσεως 25 ετών λειτουργίας.