Τετάρτη 27 Αυγούστου 2008

H γυναίκα του πάρκου


Είναι κάτι ψυχές που είναι καταδικασμένες να αναζητούν σαν κολασμένες αιώνια τον έρωτα. Να βλέπουν από τα μάτια του, να ανασαίνουν από τα πνευμόνια του, να ζουν από τη ζωή του. Τριγυρίζουν στα μονοπάτια της ζήσης τους χωρίς ανάπαυση, ανιχνεύοντας και ακολουθώντας τα χνάρια του. Ρουθουνίζουν και οσμίζονται τον αγέρα, αναζητώντας το διάβα του από το άρωμα που αφήνει. Παρατηρούν και χαιδεύουν εδάφια ψυχών, ιχνηλάτες ενός γενεσιουργικού αίτιου που ευδοκιμεί και θάλλει σε ανώτερες ψυχικές σφαίρες.
Δεν αναζητούν το γνωστό τετριμμένο έρωτα.Το συνηθισμένο ανθρώπινο αίσθημα που είναι προσιτό στους πάντες. Αναζητούν την τέλεια έκφανση αυτού του αισθήματος, που μεγαλύνει την ψυχή και το πνεύμα, που καταλύει τους νόμους του αισθητού, που ανυψώνει στα επίπεδα του ιδεατού, που μαρμαρώνει τους λέοντες, που θέτει πύλες στις κοινωνικές προσταγές, που διευρύνει τα σημεία του ορίζοντα, που πυρπολεί τη φλόγα του, που ανατρέπει τις εξουσίες, που καταπίνει το φως των αστεριών, που ρουφά τις ανάσες του σύμπαντος, που ορθώνει κάστρα στη λογική, που φράζει το ρουν των ποταμών και χαράζει το δικό του...


απόσπασμα από το βιβλίο της Αννίτας Πιτσιδιανάκη
Μακεδονίας 30
74 1οο ΡΕΘΥΜΝΟ
τηλ: 28310 27964
mob: 6972 987 071

Τετάρτη 20 Αυγούστου 2008

Μιά μαντινάδα θα σας πω ...

Η μαντινάδα η καλή δε χτίζεται στο λάχει,
πέτρα και χώμα και νερό της Κρήτης πρέπει να ‘χει.

Ο Τσαρούχης έλεγε πως «η Κρήτη δεν είναι νησί. Είναι ήπειρος». Κι είχε το σκεπτικό του. Ανάμεσα στ’ άλλα αναφερόταν με δέος και θαυμασμό και στην κρητική μαντινάδα. Φεύγοντας νωρίς –αλλά πάντως έγκαιρα– δεν πρόλαβε να ζήσει τον εκφυλισμό και την διαπόμπευση που της φύλαξαν οι σύγχρονοι καιροί. Η πρόσφατη σχετικά υπόθεση με τις αστυνομικές έρευνες στο Μυλοπόταμο αναζωπύρωσε μία κακώς εννοούμενη «πανεθνική» ενασχόληση με τις μαντινάδες. Τα κινητά πήραν φωτιά και οι επίδοξοι «μαντιναδολόγοι» ασέλγησαν ανερυθρίαστα –για μία ακόμη φορά– σε βάρος του κρητικού παραδοσιακού ποιητικού είδους. Αυτή η διάσταση του θέματος περνά σχεδόν απαρατήρητη, μπροστά στη σπουδαιότητα που δείχνει να ‘χει το γεγονός ότι η μαντινάδα είναι το μόνο παραδοσιακό ποιητικό μέσο έκφρασης, που επιβίωσε στον ελληνικό χώρο μέχρι τις μέρες μας.

Αν «παραδίδω» και «παράδοση» σημαίνει αφήνω παρακαταθήκες στους επόμενους με όσα παρέλαβα από τους προηγούμενους, τότε η παράδοση της κρητικής μαντινάδας έχει μία σημασία που όλο και λιγότεροι συνειδητοποιούν. Οι μουσικολόγοι λένε πως από την αρχαιότητα έως και το τέλος της βυζαντινής εποχής υπήρχαν δύο μορφές παράδοσης στον ελληνικό χώρο: η προφορική και η γραπτή. Υπήρχαν επίσης μηχανισμοί απομνημόνευσης του προφορικού λόγου, με αντιπροσωπευτικό δείγμα έκφρασης τα Ομηρικά έπη. Η αρχαία Ελληνική γλώσσα, έχοντας μια διάχυτη μουσικότητα στον προφορικό λόγο -εξ’ αιτίας του συνδυασμού μακρών και βραχέων συλλαβών (προσωδιακός ρυθμός) παρείχε γόνιμο έδαφος για μουσική και ποιητική έκφραση. Ο προσωδιακός ρυθμός και τα ποιητικά μέτρα (ιαμβικό, τροχαϊκό, κ.τ.λ.) διευκόλυναν την απομνημόνευση ακόμη και εκτεταμένων έργων, όπως η Ιλιάδα και η Οδύσσεια. Κι αυτή η μουσικότητα του ελληνικού λόγου βοήθησε ως υπόβαθρο στη δημιουργία της μαντινάδας.
Αλλά η ιστορία μπορεί να ξεκινά από ακόμη πιο παλιά. Σύμφωνα με το Στράβωνα ο κρητικός μάντης και προφήτης Επιμενίδης (6ος αι. π.Χ.) έγραφε τους καθαρμούς και τους χρησμούς σε ποίηση. Ομοίως, ο Παυσανίας αναφέρει ότι στο μαντείο του Αμφιάραου υπήρχε ένας Κρητικός με το όνομα Ιοφών από την Κνωσό, που τους χρησμούς των εξηγητών τους έλεγε με εξάμετρους στίχους και μ΄ αυτούς είχαν φτιαχτεί ολόκληρα έπη.
Πάντως, η επίσημη εκδοχή των μελετητών θέλει την ομοιοκαταληξία να έρχεται στην Κρήτη κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας. «Από τα μέσα του ιε΄ αιώνα και πέρα, παρουσιάζεται η ρίμα σε δίστιχα και σπανιότερα σε πολύστιχες ομοιοκατάληκτες ρύμες» (Στυλιανός Αλεξίου, Κρητική Ανθολογία). Καθοριστικό ρόλο παίζει ο Ερωτόκριτος του Βιτσέντζου Κορνάρου. Οι ιστορικοί τοποθετούν χρονολογικά τη σύνθεση κατά το 1590. Το στιχούργημα έχει εμφανείς επιρροές από το γαλλικό μυθιστόρημα Paris et Vienne του 1432 και τον Μαινόμενο Ορλάνδο του Ariosto. Ο Ερωτόκριτος διαδίδεται από στόμα σε στόμα και σύντομα το νησί το απαγγέλλει από άκρη σ' άκρη. Πέρασε μισός αιώνας μέχρι το έργο να αποκτήσει έντυπη μορφή. Οι πηγές λένε ότι τυπώθηκε για πρώτη φορά το 1713, φυσικά στη Βενετία, όπως και τα άλλα κρητικά έργα της εποχής, και ανατυπώθηκε (πράγμα σπάνιο) το 1737 λόγω της μεγάλης ζήτησης που είχε.
Έκτοτε γενιές ολόκληρες δεν έβρισκαν καλύτερη κληρονομιά να αφήσουν στα παιδιά τους από ένα αντίγραφο του Ερωτόκριτου. Ακόμη κι οι Τουρκοκρητικοί μυήθηκαν στη γλώσσα μαθαίνοντας τα πάθη της Αρετούσας. Η μελωδία που συνοδεύει σήμερα τα τραγούδια του -λένε- πως κατάγεται από την εποχή που γράφτηκε το έργο. Ένας σιγανός παραπονιάρικος σκοπός που αφήνει χώρο στην αφήγηση. Ο ίδιος σκοπός που ενέπνευσε κι ένα σωρό μεταγενέστερα κρητικά τραγούδια, που συχνά ξαναμπλέκουν τον Ερωτόκριτο στις ρύμες τους:


Είπα σου μη μπερδεύγεσαι
στση ζώνης μου τα κρούσσα,
γιατί θα σύρεις βάσανα
ωσάν την Αρετούσα!


Και κάπου εκεί –χρονικά, μάλλον αμέσως μετά τον Ερωτόκριτο- γεννιέται η κρητική μαντινάδα. Λακωνική, περιεκτική, ανεπιτήδευτη, προορισμένη να υμνήσει τον έρωτα, το θάνατο και την καθημερινότητα. Ο Μιχάλης Καυκαλάς επέμενε πως πρόκειται για «δίστιχο με δεκαπεντασύλλαβους και ομοιοκατάληκτους στίχους στη διάλεκτο της Κρήτης, που αποδίδει αυτοτελές και ολοκληρωμένο νόημα και διαθέτει ποιητικές αρετές». Στις μέρες μας η τελευταία φράση (περί ποιητικής αρετής) τείνει να ξεχαστεί. Οι μαντινάδες «σεργιανούν» μέσω SMS όλη τη χώρα παραμονές των εορτών, αφήνοντας την ψευδαίσθηση σε μερικά εκατομμύρια Έλληνες πως έγιναν μαντιναδολόγοι. Και φυσικά, ξεχνιούνται με την ίδια ακριβώς ευκολία, καθώς τίποτα το διαχρονικό και το ποιητικό δεν έχουν.
Κι όμως. Στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν λόγιοι και ποιητές ζήλευαν τη δύναμη του στίχου τους. Η ιστορία με τον Γιάννη Ρίτσο στ’ Ανώγεια είναι λίγο ως πολύ γνωστή. Κάποτε άκουσε μία μαντινάδα:

«Δε με φοβίζει ο θάνατος άλλα ‘ναι τα σπουδαία, το να αγαπάς να μη μπορείς να αλλάξεις την ιδέα»

Εντυπωσιάστηκε τόσο που ζήτησε αμέσως να γνωρίσει τον δημιουργό της. Και μόλις έμαθε πως είναι ο Αριστείδης Χαιρέτης είπε: «αυτή τη μαντινάδα έπρεπε να την έχω βγάλει εγώ. Τον άνθρωπο δεν τον ξέρω, αλλά για μένα είναι ποιητής». Παρόμοια ήταν η συγκίνηση κι ο σεβασμός όσων ασχολούνται με το είδος κάθε φορά που άκουγαν μία νέα δημιουργία του Γιώργη του Σταυρακάκη (Μιχαλόμπα) που έφυγε πρόσφατα από κοντά μας. Οι μαντινάδες του εξακολουθούν να αποτελούν τον ουσιαστικότερο ορισμό της παράδοσης, καθώς ενέγραψαν ήδη υποθήκες στις νεώτερες γενιές.

Τόπος που κάνει αντίλαλο
πληθαίνει τον καημό μου,
γιατί γρικώ δυο τρεις φορές
τον αναστεναγμό μου.


Στις μέρες μας η μαντινάδα μοιάζει με εμπορικό είδος που βγήκε σε μαζική παραγωγή. Η βιομηχανία των ήχων έχει επενδύσει πάνω της και δεν χρειάζεται να πιέσει καν για να αποκτήσει νέα σοδειά. Αρκεί μόνο να ενθαρρύνει όσους νομίζουν πως ξέρουν να γράφουν μαντινάδες. Στην πραγματικότητα όμως, οι μαντιναδολόγοι είναι λίγοι. «Κερδίσαμε ίσως την επιβίωση του είδους με τον τζερτζελέ αλλά αυτό που προκύπτει δεν είναι καν μαντινάδα: είναι ανοσιούργημα» είπε ο Γιώργης Καράτζης. Ο ίδιος ασχολείται 40 χρόνια περίπου με τη μαντινάδα κι έχει ντύσει με τους στίχους του μερικά από το γνωστότερα κι ωραιότερα τραγούδια μας.

Καράβι κάνω την καρδιά, την πεθυμιά κατάρτι, κι απλώνω σίγουρο πανί το νου μου τον αντάρτη.

Συζητώντας μαζί του διακρίνεις αμέσως ένα κοινό γνώρισμα των καλών μαντιναδολόγων που δεν κατέγραψε καμία φιλολογική ανάλυση: την σεμνότητα και το ήθος. «Χρειάζεται, λεει, γενικότερη παιδεία και μία εκλεπτυσμένη αίσθηση προσωπικής ευθύνης όσων ασχολούνται με τη μαντινάδα για να γλιτώσουμε από την επιπόλαιη αντιμετώπιση του είδους, με τα καλαμπούρια και τον λαϊκίστικο εντυπωσιασμό. Θεωρώ ότι η πληθώρα και η πολυενασχόληση που γίνεται με τη χρήση της Κρητικής μαντινάδας, η «υπερκατανάλωσή» της και τα πολλά ΜΜΕ που την «καλοπιάνουν», μοιραία την κακοποιεί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό το εφεύρημα με το περίφημο «μισό». Λέει, δηλαδή, κάποιος τον πρώτο στίχο και καλεί το κοινό του να τον συμπληρώσει κατά βούληση. Μα η μαντινάδα είναι αυτοτελής ποιητικός λόγος κι με τέτοιες μεθόδους αυτόματα αναιρείται η ίδια της η υπόστασή.

Τη ζήση χάνει μοναχά
άνθρωπος σαν ποθάνει,
μα σκέψου δίχως έρωντα
πόσους θανάτους κάνει.


Άλλη εγκληματική πρακτική είναι το λεγόμενο «θέμα». Επιλέγει κάποιος το «φεγγάρι» ή τη «βιόλα» και παραδίδει ωσάν να ήταν δάσκαλος το θέμα των «εξετάσεων» στους διαγωνιζόμενους. Αυτό είναι διασυρμός για τη μαντινάδα».
Στο ίδιο μήκος κύματος είναι και η άποψη του Μήτσου Σταυρακάκη. Οι στίχοι κι οι μαντινάδες του δέθηκαν άρρηκτα τα τελευταία 35 χρόνια με τις παραδοσιακές μας μουσικές μνήμες και τραγουδήθηκαν από τους καλύτερους λυράρηδες του νησιού.


Ο έρωτας κι ο θάνατος
ίδια σπαθιά βαστούνε
κι οι δυο με τρόπο ξαφνικό
και ύπουλο χτυπούνε.


«Δεν υπάρχει τρόπος να σταματήσει κανείς την κακοποίηση της κρητικής μαντινάδας. Ο μόνος τρόπος ίσως, είναι να αντιπαραθέσεις κάτι αξιόλογο, για να αποδεικνύεις την διαφορά σου από το σωρό. Έτσι κι αλλιώς, ο καταγγελτικός λόγος δεν αποδίδει. Βρίσκω πως ασχολούνται πλέον τόσο πολλοί με την μαντινάδα, γιατί τους παρακινούν ραδιόφωνα και τηλεοράσεις να συμμετάσχουν στο παζάρι που στήνεται. Αν λοιπόν κάποιος δεν έχει συγκρότηση και καλλιέργεια, πέφτει εύκολα στην παγίδα».


Κι ο πιο μεγάλος έρωτας
με το φεγγάρι μοιάζει.
Κάνει κι αυτός τον κύκλο του,
γεμίζει και αδειάζει.


Κι όμως η μαντινάδα για όσους την αγάπησαν κι ασχολήθηκαν με μεράκι μαζί της δεν υπήρξε ποτέ “μιντιακό” status. “Για μένα η μαντινάδα ήταν μονόδρομος, λέει ο κ. Σταυρακάκης. Στο χωριό μου ήταν ο μόνος τρόπος διασκέδασης, ο μόνος τρόπος να εξωτερικεύσεις τη σκέψη σου, τις έγνοιες σου, τους έρωτες σου. Ήταν τρόπος ζωής λοιπόν. Και μάλιστα χωρίς λεκτικές υπερβολές αλλά με σεμνότητα και λιτότητα. Στις μέρες μας την κακογουστιά δεν μπορεί να την σταματήσει κανείς πια. Μπορούμε ίσως μόνο να καλλιεργήσουμε το συλλογικό κριτήριο και να διαμορφώσουμε παιδεία γύρω από την μαντινάδα από το ίδιο το κύτταρο του σχολείου».

Βιόλα, απού σε μεγάλωσα
με τω ματιών το δάκρυ
εγώ περίμενα ανθούς
κι εσύ πετάς αγκάθι.


Οι εποχές αλλάζουν και η παιδεία ομοίως. Τριάντα χρόνια πριν ο Μάνος Χατζηδάκης θεωρούσε προσφορά στον πολιτισμό τον διαγωνισμό μαντινάδας που οργάνωσε στ’ Ανώγεια. Αν ζούσε σήμερα, το πιθανότερο θα ήταν να μην το διανοηθεί καν. Η παραπάνω μαντινάδα του Γιαλαύτη τότε πήρε το βραβείο. Χρόνια αργότερα ο Νίκος Γκάτσος δήλωσε γοητευμένος από ένα άλλο του στιχούργημα. Ήταν ακόμη οι καιροί που η ποίηση συνδιαλεγόταν με την κρητική παραδοσιακή ρίμα.

«Για μένα η μαντινάδα είναι η ίδια μου η έκφρασή, λέει ο Αριστείδης Χαιρέτης, κι αν κάτι με ταλαιπωρεί είναι το γεγονός πως το κακό παράγινε μ’ όσους ασυνείδητα ρημάζουν τη γλώσσα και το νόημα της, βάζοντας τα καλάσνικωφ και τα «4Χ4» στους στίχους. Η μαντινάδα δεν είναι παιχνίδι, για να χωρατέψουμε. Είναι η ίδια η Κρήτη και πρέπει να την σεβαστούμε».
Δεκατέσσερα χρόνια πριν ο αείμνηστος Κωστής Φραγκούλης έγραφε: Η μαντινιάδα, η μόνη κατεξοχήν κρητική γλωσσική μας έκφραση, που άντεξε στο χρόνο, μοιάζει από μακριά με βουνό εύκολο και βατό, ευάλωτο τοις πάσι. Όταν το πλησιάσεις όμως κι επιχειρήσεις την ανάβαση, θα δεις ότι πρόκειται για ένα όρος τραχύ, γεμάτο λέσκες, γκρεμούς και κακοτοπιές. Η μαντινιάδα μας τραβά «του ήλιου τα πάθη» στ’ ασεβή χείλη αυτοσχέδιων μαντινιαδολόγων, που βγαίνουνε σαν τσι χοχλιούς όντε βρέξει». Κι ο ίδιος δεν παρέλειπε και τις ποιητικές παραινέσεις επί του θέματος:

Μια μαντινιάδα θα σας πω κι εγώ με λίγα λόγια
με κόπους και με βάσανα κερδίζεται η τζόγια.
Γιατί απάνω στσι κορφές, στα χιόνια και στσι πάχνες
φυτρώνουν και μαυρομαχούν των ποιητών οι δάφνες
και πρέπει να ‘χει νάκαρα και τα’ αγριμιού τη χάρη
όποιος τσι ρέγεται να βγει, να κόψει ένα κλωνάρι.


από το διαδίκτυο

Τρίτη 19 Αυγούστου 2008

Ερωτόκριτος και Αρετούσα

Για σένα που αγαπάς το σκοπό
χωρίς να ξέρεις που βγάζει...



Αν κάτι πρωτοζήλεψα στα χωριά της Κρήτης είναι οι παλιές, μεστές και πανέμορφες μαντινάδες που ακούς. Γερόντισσες μαυροντυμένες πιάνουν και σου αραδιάζουν στις εξώπορτες αποσπάσματα από τον Ερωτόκριτο για καλωσόρισμα. Στα γλέντια οι ξακουστοί μαντιναδολόγοι κάθονται αντικρυστά και συνερίζονται ποιός θα καταφέρει να θυμηθεί μεγαλύτερο κομμάτι από το έργο του Βιτσέντζου Κορνάρου. "Να μην απορείς, μου πε κάποτε ένας τέτοιος γέροντας. Για μας είναι ο κρητικός Σαίξπηρ".


Tsi_Moiras.wma

417 χρόνια !!! Πώς να μην απορώ; Η Κρήτη από το 1590 -που τοποθετείται κατά προσέγγιση η συγγραφή του Ερωτόκριτου- διαδίδει από στόμα σε στόμα κι από γενιά σε γενιά τα στιχάκια του. Σκέφτομαι αν έχουμε κάτι ανάλογα πολύτιμο και καλοφυλαγμένο στις παραδόσεις που κληρονομήσαμε και .. δεν το βρίσκω. Ο παπούς μου έλεγε όλο τον Ερωτόκριτο από στήθους. Το μόνο που επέμεινε να μάθει στα 11 παιδιά του ήταν αυτό. Κάποτε ο δάσκαλος πήγε σπίτι να του πει ότι η μικρή του κόρη, το στερνοπούλι του, είναι καλή στα γράμματα. Ο παπούς μου γέλασε περιφρονητικά και του 'πε: Ίντα λες δάσκαλε; Έντεκα κοπέλια έχω και τα δέκα μάθανε αμέσως τον Ερωτόκριτο. Μόνο αυτή δεν τον κατέχει ολόκληρο. Π' ανάθεμα τις βουλές που 'χετε οι γραμματιζούμενοι.

Ακούγοντας αυτές τις χαριτωμένες παλιές ιστορίες σκέφτομαι συχνά τις διαδρομές που έκανε η έννοια της μόρφωσης τα τελευταία χρόνια μας. Κάποτε όποιος κατάφερνε την πρόσθεση χωρίς να μετράει στα δάκτυλα ήταν φωστήρας. Αργότερα έπρεπε να ξέρει τριγωνομετρία, Άλγεβρα και Μαθηματικά. Σήμερα η κβαντική μηχανική δεν φτάνει ίσως. Κι όμως ο Ερωτόκριτος αποστηθίζεται ακόμη από τα κρητικόπουλα. Όχι ως μάθημα "κορμού" ή ως must της εκπαίδευσης ... αλλά ως ανάγκη να μπολιαστούν την ομορφιά του τόπου τους.
Erotokritos- Xilou...

Και καθώς συχνά νομίζουμε ότι ο μικρόκοσμός μας είναι δείγμα γραφής του σύμπαντος, ξαφνιάστηκα ακούγοντας ότι φίλοι καλοί και αγαπημένοι δεν έτυχε να διαβάσουν τον Ερωτόκριτο και την Αρετούσα. Κι αντί να αρχίσω με πάθος να τους προτρέπω να πάρουν την έντυπη έκδοση (έπεα πτερόεντα κάποτε οι προτροπές) σκέφτηκα να φτιάξω ένα μεγααααλο -και κουραστικό ίσως για κάποιους- ποστάριον εδώ και να εξαφανίσω κάθε δικαιολογία για τους "αδιάβαστους".

Αντί προλόγου να πω μόνο τους γνωστούς στίχους για τον ποιητή του έργου:

Στη Στείαν εγεννήθηκε, στη Στείαν ενεθράφη,
εκεί ’καμε κι εκόπιασεν ετούτα που σας γράφει.
Στο Κάστρον επαντρεύτηκε σαν αρμηνεύγ’ η φύση,
το τέλος του ’χει να γενεί όπου ο Θεός ορίσει.

Δεν ξέρουμε ωστόσο με σαφήνεια ποιός Κορνάρος (φαίνονται αρκετοί στα παλιά έγγραφα, όλοι τους γόνοι εξελληνισμένων Βενετών αρχόντων) από τους πολλούς Βιτσέντζους της εποχής έγραψε τον Ερωτόκριτο. Οι ιστορικοί τοποθετούν χρονολογικά τη σύνθεση κατά το 1590. Το έργο έχει εμφανείς επιρροές από το γαλλικό μυθιστόρημα Paris et Vienne του 1432 και τον Μαινόμενο Ορλάνδο του Ariosto. Οι στίχοι του διαδίδονται από στόμα σε στόμα και ήδη το 1645 (αρχές της επίθεσης των Τούρκων στην Κρήτη) το νησί το απαγγέλει από άκρη σ' άκρη.
Πέρασε μισός αιώνας μέχρι το έργο να αποκτήσει έντυπη μορφή. Οι πηγές λένε ότι τυπώθηκε για πρώτη φορά το 1713, φυσικά στη Βενετία, όπως και τα άλλα κρητικά έργα της εποχής, και ανατυπώθηκε (πράγμα σπάνιο) το 1737 λόγω της μεγάλης ζήτησης που είχε. Από την πρώτη εκείνη έκδοση σώζεται ένα και μοναδικό αντίτυπο, που φυλάσσεται στη Γεννάδιο Βιβλιοθήκη, στην Αθήνα.
Το 19ο αιώνα και τις αρχές του 20ού κυκλοφόρησε με τη μορφή λαϊκής φυλλάδας σε πάρα πολλές εκδόσεις, δυστυχώς πρόχειρες και με πολλά λάθη, και διαβάστηκε τόσο πολύ, που ο μεγάλος λαογράφος Νικόλαος Πολίτης (1852-1921) το 1909 έγραφε:
Μέχρις εσχάτων δε και αλλαχού μεν της Ελλάδος, αλλά προπάντως εν Κρήτη, πολλοί εκ της συχνής αναγνώσεων εγίνωσκον από μνήμης μακρά αποσπάσματα, ώστε ως παρατηρεί ο Κρης Ι. Μ. Δαμβέργης, και αν ήθελον τυχόν απολεσθή πάντα τ’ αντίτυπα αυτού, το έπος ηδύνατο ν’ απαρτισθή πάλιν ολόκληρον εκ του στόματος Κρησσών και Κρητών, «οίτινες και νυν έτι αποστηθίζοντες, μεταδίδουν αυτό διά στόματος απ’ αρχής μέχρι τέλους εις τα τέκνα και τους φίλους των». Γενιές ολόκληρες δεν έβρισκαν καλύτερη κληρονομιά να αφήσουν στα παιδιά τους από ένα αντίγραφο του Ερωτόκριτου. Ακόμη κι οι Τουρκοκρητικοί μυήθηκαν στη γλώσσα μαθαίνοντας τα πάθη της Αρετούσας.
Υπάρχουν μαρτυρίες σε χωριά της Σητείας στις αρχές του 20ου αιώνα για το πόσο πολύτιμο θεωρείτο το πόνημα του Κορνάρου που άλλοτε αναφέρεται σε διαθήκες κι άλλοτε "μοιράζεται" με τρόπο παράδοξο. Πολλά αντίγραφα βρέθηκαν στην Κρήτη σκισμένα ή κομμένα. Χαρακτηριστική είναι η ιστορία που λέγεται στην Αχλαδιά της Σητείας: τρία αδέρφια μοίραζαν την περιουσία τους κι ανάμεσα σε όσα κληρονόμησαν από τα γονικά τους ήταν και το βιβλίο του Ερωτόκριτου. Κανείς δεν ήθελε να το αποχωριστεί. Σκέφτηκαν να το μοιράσουν σε αποσπάσματα στην αρχή. Αλλά κι εκεί διαφώνησαν. Στο τέλος -για να γίνει δίκαιη μοιρασιά- βάλανε το βιβλίο κάτω και το έκοψαν κατά πλάτος σε τρία ισόποσα μέρη. Όμοια κομμένα βιβλία βρέθηκαν σε μιτάτα του Ψηλορείτη και στα Σφακιά.
Η μελωδία που συνοδεύει σήμερα τα τραγούδια του -λένε- πως κατάγεται από την εποχή που γράφτηκε το έργο. Ένας σιγανός παραπονιάρικος σκοπός που αφήνει χώρο στην αφήγηση.

Erotokritos.mp3

Ο ίδιος σκοπός που ενέπνευσε κι ένα σωρό μεταγενέστερα κρητικά τραγούδια, που συχνά ξαναμπλέκουν τον Ερωτόκριτο στις ρύμες τους:

Είπα σου μη μπερδεύγεσαι στση ζώνης μου τα κρούσσα,
γιατί θα σύρεις βάσανα ωσάν την Αρετούσα!

(Ν. Ξυλούρης, δίσκος «Τα που θυμούμαι τραγουδώ», Columbia 1975)

Γιατί μπαίνω στον κόπο; Δεν βρίσκω καλύτερη απάντηση από όσα έγραψε ο Κωστής Παλαμάς για τον Βιτσέντζο Κορνάρο: Ντροπή στο Έθνος που ακόμα δεν κατάλαβε, ύστερ’ από πέντε αιώνων περπάτημα, πως ο ποιητής του Ερωτόκριτου, αυτός είναι ο «μέγας του Ελληνικού Έθνους και αθάνατος ποιητής»!

Μία από τις καλύτερες επεξεργασίες πάνω στην αρχική έκδοση του 1713 (έκδοση Βενετίας) έκανε ο αείμνηστος Γιώργος Σαββίδης. Και καθώς το έργο -ευτυχώς- δεν έχει συγγραφικά δικαιώματα να το περιορίζουν θα το βρείτε ολόκληρο εδώ.

Ο τόπος και ο χρόνος της ιστορίας παραμένουν αιωρούμενα σε μία ασάφεια. Αρχικά, η υπόθεση του ποιήματος φαίνεται να λαμβάνει χώρα στην Αρχαία Αθήνα, επί των ημερών του βασιλιά Ηράκλη (μυθικό πρόσωπο) αλλά στη συνέχεια ο ποιητής εισάγει πρόσωπα, γεγονότα και τόπους που αναφέρονται στο Μεσαίωνα και στην εποχή του. Η υπόθεση του έργου περιστρέφεται γύρω από τον έρωτα του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας, κόρης του βασιλιά, ένας έρωτας ο οποίος χρησιμεύει ως άξονας στον ποιητή για να υμνήσει τη φιλία, την ανδρεία και την αγάπη προς τη πατρίδα.
Ο Ερωτόκριτος ήταν γιός του Πεζόστρατου, συμβούλου του βασιλιά, ανήκοντας έτσι σε κατώτερη κοινωνική τάξη από την πριγκίπησα, κάτι που καθιστούσε αδύνατη οποιαδήποτε σχέση μεταξύ τους. Ο ερωτοχτυπημένος νέος, μην έχοντας τη δυνατότητα να εκδηλώσει την αγάπη του προς την Αρετούσα, τραγουδά μεταμφιεσμένος κάτω από το παράθυρό της τα βράδια, ενώ η πριγκίπησα αναπτύσσει σιγά-σιγά αισθήματα προς τον άγνωστο τραγουδιστή. Οταν ο Ερωτόκριτος αναγκάζεται, μαζί με το φίλο του Πολύδωρο, να σκοτώσει δέκα από τους σωματοφύλακες του βασιλιά που είχαν σταλεί για να τον συλλάβουν, αυτοεξορίζεται στην πόλη του Εγρίπου, όπου προσπαθεί αποτυχημένα να ξεχάσει τον έρωτά του.

Η Αρετή, όταν ο άγνωστος τραγουδιστής παύει να ακούγεται κάτω από το παράθυρό της τα βράδια, ανακαλύπτει πόσο της λείπει. Σε μια επίσκεψη της Αρετής στο σπίτι του Πεζόστρατου, του πατέρα του Ερωτόκριτου, η νέα ανακαλύπτει τα τραγούδια και την εικόνα της, μαθαίνοντας έτσι την ταυτότητα του θαυμαστή της και -τότε- πέφτει πια σε βαθιά θλίψη. Θέλοντας να διασκεδάσει την κόρη του, ο βασιλιάς Ηράκλης διοργανώνει αγώνες κονταρομαχίας, όπου καλούνται οι διαπρεπέστεροι ευγενείς της εποχής. Στους αγώνες λαμβάνει μέρος και ο Ερωτόκριτος, ο οποίος έρχεται νικητής και στεφανώνεται από τα χέρια της αγαπημένης του πριγκίπησας. Παίρνοντας θάρρος από τη νίκη του, ο νέος τολμά να ζητήσει σε γάμο την αγαπημένη του από τον πατέρα της, το βασιλιά. Μαντατοφόρο στέλνει τον δικό του πατέρα, τον Πεζόστρατο. Ο Ηράκλης όμως εξοργίζεται, αποπέμπει το σύμβουλό του, εξορίζει τον Ερωτόκριτο και διατάζει την κόρη του να παντρευτεί τον διάδοχο του θρόνου του Βυζαντίου. Η Αρετή αρνείται και ο Ηράκλης την κλείνει σε ένα σκοτεινό και υγρό μπουντρούμι, μαζί με την παραμάνα της, όπου για μία πενταετία, υφιστάμενες πολλές κακουχίες κι οι δυό τους. Την ίδια εποχή, ο βασιλιάς της Βλαχίας Βλαντίστρατος κηρύσσει τον πόλεμο στην Αθήνα και εισβάλλει με το στρατό του προκαλώντας τεράστιες καταστροφές. Ο Ερωτόκριτος πονά μαθαίνοντας στην εξορία τα νέα του τόπου του. Κάποτε αποφασίζει να δράσει.Αφού πίνει ένα μαγικό υγρό που αλλάζει την εξωτερική του εμφάνιση, έρχεται να βοηθήσει την πατρίδα του και προκαλεί τεράστιες απώλειες στον εχθρικό στρατό, ενώ σε μια από τις συγκρούσεις σώζει τη ζωή του, γέροντα πλέον, βασιλιά Ηράκλη και του φίλου του Πολύδωρου. Dimotika Kritika X...

Η τύχη του πολέμου κρίνεται σε μια επική μονομαχία του Ερωτόκριτου με τον ανηψιό του βασιλιά της Βλαχίας, τον Άριστο. Ο Ερωτόκριτος νικά, σκοτώνοντας τον αντίπαλό του αλλά τραυματίζεται ο ίδιος σοβαρά. Οι Βλάχοι αποσύρονται, οπότε ο Ερωτόκριτος μεταφέρεται στα βασιλικά ανάκτορα, στο δωμάτιο και το κρεββάτι της Αρετής, όπου και μένει αρκετό καιρό μέχρι να θεραπευτεί. Μετά, ο βασιλιάς Ηράκλης θέλοντας να του εκφράσει την ευγνωμοσύνη του, προσφέρεται να τον υιοθετήσει και να του παραχωρήσει το μισό του βασίλειο. Ο ήρωας όμως αρνείται και ζητά να απελευθερωθεί η Αρετή και να του επιτραπεί να την παντρευτεί. Αρχικά η πριγκίπησα αρνείται να παντρευτεί τον άγνωστο, οπότε ο Ερωτόκριτος πηγαίνει ο ίδιος να την αναζητήσει και, διαπιστώνοντας την πίστη της στην αγάπη του τόσα χρόνια, αποκαλύπτει την πραγματική του μορφή. Το τέλος θα το αφήσω μετέωρο, μπας και πείσω όσους το αγνοούν να το ανακαλύψουν διαβάζοντας :)
** Πολύτιμες πηγές το Εργαστήρι της Κρητικής μουσικής και το Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού

Παρασκευή 15 Αυγούστου 2008

Η γοητεία της συν-τροφιάς στο τραπέζι


Μιλώ συχνά για τον πολιτισμό της γεύσης και της κρητικής κουζίνας. Δεν είναι μία απλή καθημερινή λειτουργία. Ανάγκη τροφής και επιβίωσης. Είναι θαρρώ μία βαθύτερη πολιτιστική κληρονομιά που κινδυνεύουμε να απωλέσουμε εξ' αιτίας των ασφυκτικών σύγχρονων ρυθμών. Η σοφία των ελληνικών λέξεων ήθελε το τραπέζι συν-τροφικό. Μία συν-ήθεια (!) που κοντεύουμε να ξεχάσουμε. Ο Τάσος Μπουλμέτης μας συνεπήρε -σχετικά- με την Πολίτικη Κουζίνα του, θυμίζοντάς μας ότι δεν πρόκειται απλώς για ανάγκη θρέψης αλλά για ανάγκη επικοινωνίας. Η τάση να αντιγράφουμε συνταγές επέστρεψε με αρωγό την ελληνική τηλεόραση και φιγούρες όπως η Βέφα και ο Μαμαλάκης. Όμως πόσοι διαβάζουν πλέον ανάμεσα στα γράμματα των συνταγών τις ιστορίες των τόπων και των ανθρώπων τους? Ο Μπουλμέτης λέει ότι ... "η Πολίτικη Κουζίνα είναι πικάντικη. Κι αυτό γιατί παλιά, η Κωνσταντινούπολη ήταν μια κοσμόπολη. Άνθρωποι απo όλο τον κόσμο φεύγανε από τους τόπους τους και πήγαιναν στην Πόλη για να φτιάξουν μια καλύτερη τύχη. Τις ιστορίες του τόπου τους, για να μην τις ξεχάσουν, τις έβαζαν μέσα στο φαγητό τους. Ό,τι κουβαλούσαν από τον τόπο τους ήταν δυο δράμια πιπέρι, λίγη ρίγανη, ένα κομμάτι σαφράνι. Και μόλις κατάφερναν να στεριώσουν, τότε πάλι κάτι συνέβαινε και έπρεπε να φύγουν ξανά. Η Πολίτικη Κουζίνα είναι και Πολιτική γιατί είναι φτιαγμένη από ανθρώπους που άφησαν το φαί τους στη μέση, κάπου αλλού". Κι η Κρητική Κουζίνα έχει τις δικές της "πολιτικές". Είναι η τροφή των ανθρώπων της υπαίθρου, που την κουβαλούν στον ίσκιο μιάς ελιάς το απομεσήμερο για να κολατσίσουν στο χωράφι. Είναι το τσουκάλι που στήθηκε τα χαράματα, πριν ξεκινήσει ο τρύγος. Είναι το οφτό και το αντικρυστό κρέας της χαράς και του γάμου. Το ξομπλιαστό περίτεχνο κουλούρι της νύφης. Οι δίπλες, τα ξεροτήγανα και τα καλιτσούνια που γλυκαίνουν τις στιγμές και τις γεύσεις. Η ρακή και το μυρωδάτο κοκκινέλι που λύνει τις γλώσσες. Αλλά κυρίως η κρητική κουζίνα είναι η παρέα. Όλη η προετοιμασία σε κάθε γεύμα αυτό θυμάται κι αυτό στοχάζεται: Πως θα βρεθούν όλοι μαζί γύρω από ένα τραπέζι, θα φάνε, θα πιούνε και θα ευθυμήσουν. Όποιος βρέθηκε σε ορεινό χωριό της Κρήτης (από κείνα που δεν αλλοτριώθηκαν ακόμη) άκουσε τις φωνές των γυναικών το πρωί να συννενοούνται για το μεσημεριανό φαγητό. Δεν είναι η μίζερη και τυπική διαδικασία που μας θέλει στις πόλεις να κλεινόμαστε στις τραπεζαρίες μας και να καταναλώνουμε κάτι πρόχειρο μπροστά στην τηλεόραση. Το ακριβώς αντίθετο. Συννενοούνται από νωρίς σε ποιά αυλή θα στρωθεί το μεσημεριανό τραπέζι. Και μαγειρεύουν όλες από κάτι. Τις Κυριακές η κουβέντα γίνεται στο προαύλιο της εκκλησίας. Η Κρητική κουζίνα έχει ένα αναγκαίο συστατικό. Πιο πολύτιμο από το αλάτι, το πιπέρι και τον δυόσμο. θέλει παρέα. Θέλει γλεντζέδες έτοιμους να πιούν και να πουν. Αυτό το περιβόητο το "όταν τρώνε δεν μιλάνε" δεν ισχύει στην Κρήτη. Και στο τραπέζι οι μεζέδες απλώνονται ενώπιον όλων. Κοινοί. Εκεί, καταμεσής. Χωρίς σερβίρισμα στο πιάτο "σου". Στην κρητική παραδοσιακή κουζίνα το μόνο που είναι "σου" είναι το πηρούνι και το ποτήρι. Το πρώτο για να "αλητεύει" στις γεύσεις όλου του τραπεζιού και το δεύτερο για να αδειάζει συχνά. "Τάξε πως είναι τρύπιο" θα λέει κάποιος στην παρέα και οι υπόλοιποι θα γελούν. Κοινωνώντας συχνά σε τέτοια γεύματα, εντυπωσιάζομαι από το κέφι και την ανεπιτήδευτη ευθυμία. Τα ανέκδοτα αντικαθιστούν το επιδόρπιο. Όταν τα μάτια και το στομάχι χορτάσουν γεύσεις, αρχίζουν τα ανέκδοτα. Για να χορτάσει γέλιο κι η ψυχή. Οι ατόφιοι κρητικοί -αυτή η παλιά ανόθευτη γεννιά- έχουν ένα τρόπο να μην υποκρίνονται στην πονηράδα και να μπλέκουν το σεξ και τα πικάντικα αστεία σε κάθε τους τραπέζωμα. Έναν τρόπο, που χωρίς να προσβάλει, φέρνει στο τραπέζι ιστορίες με χήρες και "καλοπαντρεμένες" ή παθήματα "κουζουλών" που σε κάνουν να ξεκαρδίζεσαι στα γέλια. Όχι ανέκδοτα με τον Τοτό και τους φίλους του αλλά εύθυμες ιστορίες από την ζωή των ανθρώπων και του τόπου. Η Κρητική κουζίνα δεν έχει βαριά μπαχάρια. Έχει όμως πολλά μυρωδικά. Στοχεύει σε όλες τις αισθήσεις, χωρίς να ξεχνά να καλοπιάσει την όσφρηση. Ο δυόσμος, ο βασιλικός κι η αμπερόζα είναι φυτεμένα σε κάθε αυλή και σε πρώτη ζήτηση για να ριχτούν στο φαγητό. Το ελαιόλαδο είναι η βάση σε κάθε μαγείρεμα. Η ρακή προϋπαντίζει πάντα τους μεζέδες και τα ορεκτικά. Και το κρασί συνοδεύει σαν ιπποτικός σύντροφος όλη την τελετουργία. Όμως το πιο σημαντικό συστατικό της κρητικής διατροφής -αυτό που θαρρώ πως άδικα δεν κατέγραψε η περιβόητη μελέτη των 7 χωρών της δεκαετίας του 60- είναι η συν-τροφιά. Η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας θεώρησε ότι το χαμηλότερο ποσοστό θνησιμότητας το 'χε η Κρήτη λόγω των φρούτων, των λαχανικών, των οσπρίων και του ελαιολάδου. Σφό και επιστημονικά τεκμηριωμένο! Αλλά εγώ επιμένω πως το κρυφό συστατικό ήταν η παρέα, το γέλιο, η ευθυμία και η φιλοτιμία. Ο κρητικός δεν τρώει μόνος του. Θέλει να μοιραστεί τα καλούδια του με τους φίλους του. Θέλει να νοιώσει τις καρέκλες στριμωγμένες γύρω από το τραπέζι του και να μοιράσει απλόχερα το κρασί και τα ανέκδοτά του. Να ξεκρεμάσει τη λύρα -μόλις μαζευτούν τα πιάτα- και να αρχίσει τις μαντινάδες, παρασύροντας και όλους τους συν-δαιτημόνες στο τραγούδι του. Και μετά θέλει να χορέψει. Να μερώσει και την ψυχή και το σώμα του στον ήχο της κονδυλιάς. Και δεν είναι λίγες οι φορές που το γεύμα γίνεται .. δείπνο. Κι αν ο διατροφικός πολιτισμός είναι δείγμα ιστορικών εμπειριών, κι αν η κουζίνα έχει πολιτικές, τότε στο παρελθόν η Κρήτη κατείχε την κουζίνα της .. διπλωματίας. Πλάι στην "αψάδα" και την οξυθυμία του ο κρητικός είχε να αντιπαραβάλει την τελετουργία του κρητικού τραπεζιού. Εκεί κάθιζε Αγάδες και προεστούς και τους έφερνε στα νερά του. Με γεύσεις, με μουσικές, με καλαμπούρια και με κρασί. Εκεί οργάνωνε "κλεψιές" για τα όμορφα κοριτσόπουλα του χωριού. Εκεί συνομωτούσε κάτω από τα μουστάκια των κατακτητών του. Άλλωστε, η διάρκεια των κρητικών τραπεζωμάτων ήταν παροιμιώδης και υπεράνω πάσης υποψίας. Εκεί "σταύρωνε" βλέμματα και ερωτευόταν. Εκεί αγόραζε και πουλούσε κτήματα. Εκεί στέριωνε σχέσεις ζωής. Όλα γύρω από ένα παραδοσιακό κρητικό συν-τροφικό φαγητό. Όλα "μαζί". Γιατί η κρητική κουζίνα αυτό το αλάτι βάζει: το "μαζί"._

από το διαδίκτυο

Τετάρτη 13 Αυγούστου 2008

Λαική Τέχνη

Η ΚΡΗΤΗ και όλες οι άλλες περιφέρειες της Ελλάδος έχει άξια λόγου παράδοση λαϊκής τέχνης, που είναι τόσο παλιά όσο και ο πολιτισμός του νησιού. Από την νεοελληνική ήδη εποχή, όπως μαρτυρούν τα τόσα αρχαιολογικά ευρήματά της, στην Κρήτη υπήρχε ανεπτυγμένη χειροτεχνία, που διατηρήθηκε και μέχρι σήμερα παρά την μεγάλη ανάπτυξη ομοειδών βιομηχανικών προϊόντων.
Ο κρητικός λαός ήταν υποχρεωμένος, σε όλη την διάρκεια της ιστορίας του, να θεραπεύη τις ανάγκες του μόνος του, εξ αιτίας των σκληρών συνθηκών δουλείας που βρισκόταν. Έτσι κατώρθωσε να αναπτύξη σε μεγάλο βαθμό τις χειροτεχνικές του δημιουργίες, ώστε να παρέχη ένα σημαντικό πρόσθετο εισόδημα στην ζωή και να καλύπτη τις άμεσες ανάγκες του σε είδη ρουχισμού και οικιακής χρήσεως. Δεν υπήρχε κρητικό σπίτι που να μην είχε το «αργαστήρι» «τελάρο» του (αργαλειός). Ήταν το πρώτο και απαραίτητο εργαλείο κάθε γυναίκας. Αυτή η χωρική γυναίκα διατήρησε την πατροπαράδοτη τεχνική αρμονία στην σύνθεση, στα χρώματα και στα σχέδια. Αυτή διαφύλαξε μέσα της τις μορφές και τα σχήματα, κατά την μακρόχρονη κατοχή της Κρήτης από τους ξένους δυνάστες, ένα μεγάλο μέρος της εθνικής ψυχής.
Εκτός όμως από την υφαντική σημαντική ανάπτυξη είχε και η πλεκτική και η κεντητική. Πολύ χαρακτηριστική άλλωστε είναι και η «κρητική βελονιά» με τα υπέροχα σχέδια και τους ωραίους χρωματισμούς.
Άλλες αξιόλογες χειροτεχνικές εκδηλώσεις ήταν η μαχαιροποιϊα, πηγή σημαντικού εισοδήματος της δυτικής προπάντων Κρήτης, η αργυροχοϊα, η κανιστροπλεκτική. Με αυτήν απασχολούνταν άλλοτε περισσότερο οι χωρικές, που χρησιμοποιούσαν στελέχη κορμών σίτου ή καλάμια, τις λεγόμενες «ράπες». Τα συνηθισμένα μεγάλα καλάθια ήταν έργο ανδρικών χεριών. Η ξυλογλυπτική, που ήταν συνυφασμένη με την θρησκευτική, την βυζαντινή παράδοση, βρίσκει την αποθέωσή της στα τέμπλα των εκκλησιών, στους άμβωνες και τους δεσποτικούς θρόνους και τέλος στην κατασκευή της λύρας. Το είδος αυτό της τέχνης έχει περιορισθή σε ελάχιστα χέρια, λόγω και της περιωρισμένης χρήσεως της λύρας, που έχει αντικατασταθή με το βιολί. Η λαϊκή τέχνη χωρίζεται στην χωρική και την αστική λαϊκή τέχνη.

Η αστική είναι η εξέλιξη της χωρικής, με μικρές επιρροές απ’έξω, ιδίως από την Βενετία. Και οι δύο πάντως προσελκύουν τον γενικό θαυμασμό, γιατί είναι δημιούργημα ατομικής προωτοβουλίας, που με αποστολικό ενθουσιασμό και πίστη διατηρήθηκε στους αιώνες.
Δυστυχώς ο σημερινός τεχνικός πολιτισμός εκμηδένισε την χειροτεχνική παραγωγή. Μόνο στον αγροτικό πληθυσμό βλέπομε ακόμα τα τελευταία δείγματα των προϊόντων της.


"Στο Θραψανό κάνουν σταμνιά κι ο κόσμος τα ψωνίζειΚαι πίνει δροσερό νερό και τόνε σποταλίζει".



Μαντινάδες του αργαλειού

Χαράς τση το τσή μάνας σου που σ’έμαθε να φαίνης

Κι όντε κτυπάς το πέταλο το νού τ’ ανθρώπου παίρνεις.
Μαλαματένιο τ’ αργαλειό και φίλντισι το κτένι

Και μια κοπέλλα λυγερή που τραγουδά και φαίνει.


Τιμή μεγάλη και τρανή που’ν’ αργαλειός στο σπίτι,

Το κάθε δόντι του κτενιού αξίζει μαργαρίτη.
Χτύπα τα πέταλα γερά και κάμε τα προυκιά σου

Σφιχτό για νάναι το πανί νάχης την ζεστασιά του.


Πώς ρέγομαι τον αργαλειό κι όντε κτυπά το κτένι

Και μια κοπέλλα όμορφη να τραγουδά, να ‘φαίνη.
Το κένημα ‘ναι γλέντισμα κι η ρόκα ‘ναι σεριάνι

Και ο παντέρμος αργαλειός είναι σκλαβιά μεγάλη.

Όλη ‘ναι η θάλασσα αργαλειός
Κι η Κρήτη κάθεται κι υφαίνει.

Ν. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ

από το διαδίκτυο



Δευτέρα 4 Αυγούστου 2008

Όνειρα μέσα σε πυθάρια



Eίναι παράξενα μερικά πράγματα στη ζωή.Έρχονται αιφνιδιαστικά.Εκεί που δεν τα περιμένεις. Και σε κάνουν να κοιτάξεις τη ζωή με άλλα μάτια. Με άλλα χρώματα.Από άλλη οπτική γωνία.
Αυτό συνέβη και σε μένα.'Ηρθε στη ζωή μου κάτι πολύ όμορφο.Πολύ γλυκό. Κάτι που θα ήθελα να μείνει.Να υπάρχει. Κάνω όνειρα.Σκαρώνω το σκαρί το πλοιού μας.Ζωγραφίζω το λιμάνι που θα αράξουμε τις ζωές μας.Ήρεμα.Γαλήνια...