Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2009

Κι αρχή καλός μας χρόνος



Παραμένουν ζωντανά μέσα στο χρόνο, όσο και αν η ζωή έχει αλλάξει. Θυμίζουν στους πιο παλιούς και διδάσκουν στους νεότερους, άλλες εποχές περισσότερο δύσκολες, αλλά και πιο ανθρώπινες.

Στη δυτική Κρήτη, η νηστεία του 40ήμερου τηρείται ευλαβικά, ενώ οι εκκλησίες και οι ναοί κατακλύζονται από πιστούς. Πιο παλιά το βραδύ της παραμονής των Χριστουγέννων έκοβαν κλαδιά και βλαστούς οι νοικοκυρές και τα πήγαιναν στο σπίτι. Τα έβαζαν σε ποτήρι με νερό και προσμονούσαν να ανθίσουν.

Το προζύμι και το Χριστόψωμο είχαν ξεχωριστή θέση σε κάθε σπίτι, ενώ το «ανάθρεμμα» του χοίρου που σφάζονταν την παραμονή κυριαρχούσε στα περισσότερα χωριά. Την δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων από το κρέας του χοίρου παρασκεύαζαν λουκάνικα, απάκια, πηχτή, σύγκλινο, ομαθιές και τσιγαρίδες.

Πολλά είναι τα έθιμα της Πρωτοχρονιάς στην ανατολική Κρήτη. Το Χριστόψωμο το φτιάχνουν οι γυναίκες με ιδιαίτερη φροντίδα και υπομονή. Για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, το Χριστόψωμο είναι ευλογημένο ψωμί. Το κόβουν ανήμερα τα Χριστούγεννα, ανταλλάσσοντας ευχές.

Την προπαραμονή των Χριστουγέννων, την Ημέρα των Αγίων Δέκα, στα χωριά της ανατολικής Κρήτης έσφαζαν τους χοίρους που είχαν ανατραφεί κυρίως με βελανίδια, χουμά και αποφάγια. Από το σφάξιμο του χοίρου δεν πετούσαν τίποτα. Από το κρέας παρασκεύαζαν λουκάνικα, ομαθιές, τσιλαδιά με τη χοιροκεφαλή, απάκια από λουρίδες ψαχνού κρέατος καπνισμένες στο τζάκι, σύγκλινα (κομμάτια κρέας μισοβρασμένα και αποθηκευμένα σε κιούπι) μαζί με τη γλίνα (το λίπος) που τα βοηθούσε να διατηρηθούν πολλούς μήνες τα μαγείρευαν με πατάτες.

Η «καλή χέρα» παραμένει ένα από τα έθιμα της Πρωτοχρονιάς όπου συνηθίζεται να δίνεται ένα χρηματικό ποσό σαν δώρο σε παιδιά που θα επισκεφτούν κάποιο σπίτι την Πρωτοχρονιά. Το έθιμο του ποδαρικού καλά κρατεί, αφού είναι πολλοί αυτοί που ανήμερα της Πρωτοχρονιάς βάζουν στο σπίτι τους μια πέτρα για να είναι γερό, ενώ άλλοι πάλι μεταφέρουν νερό για να τρέχουν τα καλά όλο τον χρόνο σαν το νερό.

Στο Ηράκλειο υπάρχει και το έθιμο της μπουγάτσας, όπου οι κάτοικοι καταναλώνουν ανήμερα της Πρωτοχρονιάς μεγάλες ποσότητες μπουγάτσας θέλοντας να είναι γλυκιά η πρώτη τους γεύση.

Τα κάλαντα. Όπως και σ’ όλη την Ελλάδα, το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς, ψάλλονται τα κρητικά κάλαντα από τις συντροφιές των καλαντιστάδων, με τη γνωστή προετοιμασία: Πρόβες από μέρες. Ετοιμασία του τενεκέ του λαδιού, εξασφάλιση χωνιού, φακού για το σκοτίδι κ.λπ.

Καλόδεκτα απ’ όλους και πλούσια τα φιλοδωρήματα, για τα παιδιά, καμιά φορά και μεγάλους, που συνεχίζουν αιώνες τώρα να διαλαλούν στ' αρχοντικό μας, πως: «Άγιος Βασίλης έρχεται, από την Καισαρεία...».

Λάδι στα ελαιοπαραγωγικά χωριά μας, οπωρικά, κάστανα φουρνιστά, καρύδια, πορτοκάλια και τα τελευταία χρόνια χρήματα, είναι τούτα τα φιλοδωρήματα.

Κι όσο για τα λόγια των Κρητικών καλάντων, είναι συναρπαστικά. Ποιημένα στο μέτρο του ομοιοκατάληκτου δεκαπεντασύλλαβου, μιλούν για τον ζευγολάτη Αϊ Βασίλη και τη συνάντησή του με τον Κύριο. Δίνουν πλουσιοπάροχες ευχές στο νοικοκυριό και ξεχωριστά σε κάθε μέλος του σπιτιού. Εύχονται την «καλή μοίρα» στη θυγατέρα, πλούσια αποδώματα κι επιτυχίες στον υγιό, πλούτη και νοικοκυράτα στον κύρη, φιλοφρονήσεις εγκάρδιες στην χρυσοχέρα νοικοκυρά.

Ενδιαφέρον είναι επίσης και το τελευταίο τμήμα των καλάντων, όπου μιλάει για τα φιλοδωρήματα που προτρέπει τη νοικοκυρά να δώσει στους καλαντιστάδες.
Τους θυμούμαστε με νοσταλγία αυτούς τους χρόνους στο πατρικό μας σπίτι. Χειμώνας βαρύς, στην καμινάδα να τριζοβολούν πρινοκούτσουρα, οι γονείς δουλειές ατέλειωτες σπιτίσιες, η γιαγιά ιστορίες συναρπαστικές, που τις διακόπτει για την ώρα, χτύπος στην εξώθυρα του σπιτιού μας.

Ρωτά ο πιο καλλίφωνος και βροντόφωνος της συντροφιάς απ' έξω:

- Να τα πούμε γη να μπούμε;

- Να τα' πήτε, απαντά η μητέρα ή ο πατέρας μας. Κι εκείνοι, πέντ' έξι «καλαντιστάδες» μαζί και με τον λαγουτιέρη Ευτ. Εμμ. Μπουλταδάκη, αρχινούν κεφάτα και δυνατά:

«Ταχειά - ταχειά ν' αρχιμενιά, ταχειά ν' αρχή του χρόνου
ταχειά ν' απου πορπάτηξε ο Κύριος του κόσμου
κι εβγήκε κι εχαιρέτηξε ούλους τσι ζευγολάτες.
Τον πρώτ' απού χαιρέτηξε ήταν Αϊ Βασίλης
- Άγιε Βασίλη, Δέσποτα, καλό ζευγάριν έχεις;
- Καλό το λες, αφέντη μου, καλό και βλοημένο,
απού το βλόγα η χάρι ντου με το δεξί ντου χέρι,
με το δεξί, με το ζερβό, με το μαλαματένιο
πευκένιο 'ναι τ’ αλέτρι του δαφνένιος ο ζυγός του
τ' απανωζεύλια του ζυγού βασιλικού κλωνάρι.
- Πες μου να ζήσεις Βασιλειέ, τι σπέρνεις την ημέρα;
- Σπέρνω σταράκι δώδεκα, κριθάρι δεκαπέντε
ταή και ρόβι δεκοχτώ κι από νωρίς στο σταύλο
Μ' αλήθεια κάτω στο γιαλό, κάτω στο περιγιάλι
μουζούρι στάριν έσπειρα με το πλατύ πινάκι.
Μα 'κεια τ' ανεριαστήκανε λαγούδια και περδίκια,
και στένω την οξόβεργα να πιάσω τα περδίκια
μουδέ λαγούδια έπιασα μουδέ περδίκια είδα
μα θέρισα κι αλώνεψα κι έκαμα χίλια μόδια
και τ' αποσκυβαλίδια μου χίλια και πεντακόσια.
Μα τάλλα δεν εμέτρησα γιατ’ ο Χριστός επέρνα
κι εκειά που στάθηκ' ο Χριστός ώρηα - πανώρια βρύση
κι εκεί που παραστάθηκε πανώριο κυπαρίσσι
κι είχε στη ρίζα τζίντζεβρο και στη κορφή καννέλα.
Κι απάνω - πάνω στα κλαδιά γράμματα 'ναι γραμμένα,
περνά ο παπάς διαβάζει τα, διάκος κι ανάγνωσέ ντα
κι οι άγγελοι του ουρανού καθίζουν γράφουνέ ντα.
Μ' επά τον έχουν τον υγιό το μοσκοκανακάρη
που λούζουν και χτενίζουντον και στο σκολειό τον μπέμπουν
για να του μάθουν γράμματα, Γραμματικός να γίνει.
Μα ποιος θα μπει συργουλευτά για να τόν-ε ξυπνήση,
και να του γύρει να πλυθεί, να τον καλοκαρδίσει;
Φέρτε πανιέρι κάστανα, πανιέρι λεφτοκάρυα
και φέρτε και καλό κρασί να πιουν τα παλληκάρια.
Κι εγώ θα μπω συργουλευτά και θα τόν-ε ξυπνήσω
και θα τού γύρω να πλυθεί να τον καλοκαρδίσω
και να τον μπέψω στο σχολειό γράμματα για να μάθει.
Μα εξέπεσέν του το κερί κι έκαψε το χαρτί του
κι έκαψε και την πέτσα του την πενταπλουμισμένη
όπου την επλουμίζανε οι τρεις βασιληοπούλες.
Η μια βάνει τον πόθον τζη, η γι' άλλη την κεδιά τζη
κι η τρίτη η καλύτερη βάνει την ομορφιά τζη.
Κι ο δάσκαλος του τόδειρε μ' ένα χρυσό βιτσάλι,
το παίρνει το παράπονο στη γήτσα - γήτσα πάει.
Στη στράτα τ’ απαντήξανε τρεις άρχοντες κι ετρώγαν,
-Κάτσε να φας, κάτσε να πιείς, κάτσε να τραγουδήσεις.
- Μα μένα οι καλοί γονιοί τραγούδια δε μου μάθαν μόνο μου μάθαν γράμματα κι εκείνα σας - ελέω,
- Μα σαν κατέεις γράμματα πε μας την άλφα - βήτα.
Κι εις το ραβδί ντου κούμπησε να την καλαναρχίσει
και το ραβδί 'τονε ξερό χλωρούς βλαστούς επέτα
κι απάνω - πάνω στους βλαστούς πέρδικες κακάριζαν.
- Κακάριζε, κακάριζε, κι αν κελαϊδείς κελάιδε.
Κατέβηκεν η πέρδικα να βρέξη το φτερό τζη
κι έβρεξε τον αφέντη μας τον πολυχρονισμένο.
Είπαμ' εδά του γυιύκα μας ας πούμε και τ’ αφέντη.
Αφέντη, αφέντη ολάφεντε, πέντε φορές αφέντη
πέντε βαστούνε τ’ άτι σου, δέκα το χαληνάρι
και δεκαπέντε σε βαστούν να βγει ο καβαλάρης.
Εσένα πρέπει, αφέντη μου, καράβια ν' αρματώνεις
και στην Κωνσταντινούπολη μονημερίς να σώνεις.
Εσένα πρέπει, αφέντη μου φλουριά να κουλαντρίζεις
με τόνα χέρι να σκορπάς και τάλλο να δανείζεις.
Μα πάλι ξαναπρέπει σου να τρως κουλούργι' αφράτα
τση κιτρολεμονιάς τσ' αθούς να γεύγεσαι σαλάτα.
Και πάλι ξαναπρέπει σου καθέκλα καρυδένια
ν' αντικουμπίζουντα νεφρά τα μαργαριταρένια.
Μα πάλι ξαναπρέπει σου θρόνος για να καθίζεις
και μια κοπέλα όμορφη να την-ε κανακίζεις.
Είπαμ' εδά τ' αφέντη μας ας πουμε τση κεράς μας
Κερά ψηλή, κερά λιγνή, κερά καμαροφρύδα
κερά μαρμαροτράχηλη και φεγγαρομαγούλα
όντε λουστείς και χτενιστείς και βάλεις τα καλά σου
τα μάρμαρα ραΐζουνε από την ομορφιά σου.
Κερά, 'κλησιά θε να γενείς με δεκοχτώ καμάρες
κάθε καμάρα και κερί και κάθε τρεις το διώμα
και κάθε τρεις και τέσσερις ώρηα πανώρια βρύση
να τρέχουν τα κρυγιά νερά να πιούνε οι διαβάτες
κι όσοι διαβάτες κι αν περνούν, διαβάτες και διαβαίνουν
να πίνουντα κυγιά νερά, τον Κύριον να δοξάζουν.
Κερά τη θυγατέρα σου Γραμματικός τη θέλει
μ' αν είναι και Γραμματικός πολλά προυκιά γυρεύει.
Γυρεύγει Κάστρα, πρόβατα, τον ουρανό σεντόνια
τον ήλιο το λαμπρότατο, αμπέλια και περβόλια.
Γυρεύγει μύλους δώδεκα και με τσι μυλωνάδες
Γυρεύγει βόδια είκοσι και με τσι ζευγολάτες
τάξε, κερά μου, τάξε του, τάξε και μην του δώσεις.
Είπαμ' εδά και τση κεράς ας πούμε και τση βάγιας.
Αψε, βαγίτσα, το κερί, άψε και το λυχνάρι
και έμπα και εις την κάμερα να δεις τι θα μας βγάλεις.
γι' απάκι γή λουκάνικο, γή αυγά καθαρισμένα,
κι απού το γέρο βάρελο να πιούμε μια γεμάτη
κι αν είναι περισσότερο βαστούμε και τ' ασκάκι
κι απού το γέρο πίθαρο ένα κουρούπι λάδι
κι απού την ορνιθόκοτα κιανένα πουλαδάκι
κι απού το τυροκούρουπο ένα ζηλοκουμπάκι
κι απού το ασπροσάκκουλο κιανένα μετζητάκι.
Κι ακόμης δεν τον ηύρηκες το μάνταλο ν' ανοίξεις
να μας ε-δώκεις τίβοτσι κι ύστερα να σφαλίξεις.
Κι αν είναι με το θέλημα, άσπρη μου περιστέρα
ανοίξετε την πόρτα σας να πούμε καλή σπέρα».

Μετά τα φιλοδωρήματα, "την πλερωμή τους", δηλαδή, σήκωσαν το ασκί με το λάδι στη ράχη και βγαίνοντας εξ' απ' την πόρτα ανοιχτόκαρδά τραγούδησαν τούτα τα επιλογικά στιχάκια:

"Επά που καλαντίσαμε καλά μας επλερώσαν
καλά νάναι τα έχη των και τ' αποδόματά των
κι αν έχουν σερνικό παιδί στη σέλα καβαλάρης
να σιέται, να λυγίζεται να πέφτει το λογάρι
να το μαζώνου οι γι' άρχοντες να κάνουν δαχτυλίδια
κι αν έχουν θηλυκό παιδί χρουσή μοίρα να λάβει
του Ρε ντ' Εσπάνιο το υγυιόν άντρα να τον επάρει..."
(Αποστολάκης Α. Σταμ. σ. 443-446)*.

- Κι ευχήθηκαν: "Και σε Χρόνια Πολλά".

Ξαναγυρίζοντας τώρα στο χώρο των εθίμων, παραμονή Πρωτοχρονιάς, στη Δυτική Κρήτη, σημειώνουμε:

Από νωρίς, στέλνουμε δώρα στους φιλιότσους μας (τους βαπτισιμιούς μας) κι ετοιμάζουμε τα δώρα για τους ανθρώπους του σπιτιού.

Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, τ' απόγευμα, πηγαίνομε στις εκκλησίες το εικόνισμα του σπιτιού μας, σκεπασμένο μ' άσπρη υφαντή πετσέτα, για να μείνει εκεί και να λειτουργηθεί, για το ποδαρικό, αύριο πρωί - πρωί.

Ας σημειώσουμε τη μεταφορά του εθίμου και στην πόλη. Στην εκκλησία του Αγ. Κων/νου Νέας Χώρας των Χανίων, γεμίζουν και τα δύο κλίτη με εικονίσματα από τα σπίτια. Ο νεωκόρος τα κατατάσσει με αλφαβητική σειρά, για να μην έχει αύριο πρωί μπερδέματα.

Ασφαλώς, το ίδιο γίνεται, σ' όλες τις ενορίες!

Επίσης, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, οι νοικοκυρές "αναπίζουνε" τους λουκουμάδες με προζύμη. Τους αφήνει "ν' ανεβούνε" όπως λένε, κι όταν τους ζυμώνει, με τη ζύμη που συγκρατείται στα δάχτυλά της, σημειώνει σταυρό πίσ' από την πόρτα της κουζίνας της, για να μη μπουν μέσα στο σπίτι οι κατσικαντίληδες, όπως λένε στα χωριά του Δυτ. Σελίνου, τους καλικάντζαρους.

Από τα ιδιαίτερα γλυκά των ημερών, είναι κι οι σαμουσάδες, γλύκισμα παρόμοιο με τον μπακλαβά, και γίνονται για το καλό του χρόνου. Δεν παραλείπουν, βέβαια να κάνουν και τα πατροπαράδοτα ξεροτήγανα, αλλά και τους λουκουμάδες, που είπαμε και πιο πάνω.

Τα μεσάνυχτα, που τα περιμένει όλος ο κόσμος με ευχάριστη διάθεση, σβήνονται τα φώτα κι ανάβονται ξανά. Το γεγονός συνοδεύεται από ντουφεκιές, ευχές εγκάρδιες, και φιλιά με πλούσιο κέφι.

Με το άνοιγμα των δώρων και το κόψιμο της Βασιλόπιτας, έθιμο που απλώθηκε και στα χωριά μας τους τελευταίους εικοσιπέντε χρόνους, καθώς και στους διάφορους συλλόγους.

Γνωστή η ιεροτελεστία του νοικοκύρη κατά το κόψιμό της. Την σταυρώνει, εύχεται, κι αρχίζει με το κομμάτι του Χριστού, τ’ άϊ Βασίλη, του σπιτιού, του νοικοκύρη, της νοικοκυράς, και με τη σειρά όλων των μελών της οικογένειας, ξενητεμένων, φιλοξενουμένων κ.λπ. Η αγωνία όλων κορυφώνεται ως ότου δουν τίνος έχει πέσει το φλουρί. Ποιος θα είναι ο τυχερός της χρονιάς.

Την ίδια ώρα η νοικοκυρά τρατέρνει τα γλυκίσματά της, που τα ετοίμαζε τις δύο τελευταίες μέρες, μελομακάρουνα, φοινίκια, κουραμπιέδες, κ.λπ.

Απ' αυτήν την ώρα, παρατηρούμε: τα πρωτακούσματα, το πρώτο τηλέφωνο, τα πρωταντικρύσματα, και λοιπά παρατηρήματα, με τα οποία ερμηνεύομε την καλή ή κακή έκβαση της χρονιάς. Δεισιδαιμονίες και προλήψεις, που δυστυχώς υπάρχουν ακόμη τόσο έντονες, ώστε π.χ. σε χωριά του Πελεκάνου - Σελίνου δεν ανταλλάσσουν επισκέψεις στα σπίτια την ημέρα της Πρωτοχρονιάς.

Είπαμε πρωτύτερα πως το εικόνισμα του σπιτιού είναι στην Εκκλησία. Μετά την πρωτοχρονιάτικη θεία λειτουργία το επιστρέφουμε στο σπίτι και «κάνει το ποδαρικό»...

Ο ποδαρικατζής είναι το παιδί που διαλέξαμε από μέρες, και το έχουμε ειδοποιήσει, για να μπει πρώτο στο σπίτι μας, με το νέο χρόνο. Είναι πρόσχαρο, ζουν οι γονείς του, είναι αρσενικό, καλότροπο, γεμάτο χάρες.

Στα χωριά ξέρουν ποιοι είναι οι πιο τυχεροί για το ποδαρικό και συνεννοούνται από βραδίς για τα παραπέρα.

Κι εκείνοι, κρατώντας μια σιδερόπετρα, περίπου ενός κιλού, φτάνουν πρωί - πρωί

Πρωτοχρονιάς στο σπίτι μας πρόσχαροι και γελαστοί, καθαροί και καθίζουν στην πέτρα που κρατούν, στη μέση του δωματίου και εύχονται:

«Του βάρους της, το μάλαμα,
να μπει στο σπιτικό σας».

- Καλή χρονιά με υγεία.
- Καλές σοδειές
- Αρνιά και ρίφια θηλυκά, και τα κοπέλια σερνικά» κ.α.π.

Εμείς τους φιλοδωρούμε πλούσια και φεύγουν μετά τα κεράσματα και τα καλοχερίδια.
Κάποια παιδιά κρατούν ασκελετούρες και τις πηγαίνουν στα σπίτια, για γούρι. Τούτα τ' αγριοκρέμμυδα, ως γνωστόν, βλασταίνουν όπου και να τ' αφήσεις, και προοιωνίζουν πως το σπίτι θα πάει καλά, τούτη τη χρονιά.

Σε κάποια χωριά ορεινά, το ποδαρικό το κάνει αρνί από τα πρώιμα οικόσιτα του σπιτιού.
Την ημέρα της Πρωχοχρονιάς είναι καλό ν' αρχίσουμε κάποια εργασία, από την οποία επιζητούμε όφελος, προκοπή, όπως είναι: η μελέτη για μαθητές, σπουδαστές, κάποια χειρωνακτική εργασία για τις προκομμένες και άλλες.

Καλό είναι να μη στενοχωρήσουμε και να μη στενοχωρηθούμε, χρονιάρα μέρα, γιατί της δίδονται προεκτάσεις που βαστούν, σ' όλην την διάρκεια του χρόνου.

Τα ανύπαντρα κορίτσια παρακολουθούν ποιο θα είναι το πρώτο όνομα που θ' ακούσουν, ο πρώτος που θα δουν, κ.τ. όμοια, και κάνουν διασυνδέσεις για τον μέλλοντα σύζυγό τους.

Εξ άλλου από τα μεσάνυχτα το είχαν σιγοψιθυρίσει:

«Καλώς τον που μας έφτασε και ο καινούργιος χρόνος,
που θα μας φέρει τον γαμπρόν να μας περάσει ο πόνος!».

Οι γεροντότεροι, ρίχνουν στην αθρακιά του τζακιού, σαλιωμένο λιόφυλλο, με την ευχή:
«Ανέν πηδήξει θα ζιώ του χρόνου, κι ανέν καεί, όχι!»

ή

«Ανέν πηδήξει θα γίνει τούτο, κι ανέν καεί, όχι!»
κι άλλοι αγωνίζονται να θυμηθούν στο ακέραιο, το χθεσινοβράδυνο όνειρό τους, πρώτο της χρονιάς, και να το εξηγήσουν.

Από τα πιο άσχημα θεωρούνται: Να μας ζητήσουν παραμονή Πρωτοχρονιάς, δανεική φωτιά, στάχτη, χρήματα, εργαλεία.

Για το κυνήγι της τύχης, στα χαρτιά ή το κουμάρι όπως λένε, δεν συζητούμε. Θυμίζουμε μόνο τη γνωμική μαντινάδα του τόπου μας, που τα λέει ξεκάθαρα:

«Του χαρτοπαίκτη, του ψαρά, του κυνηγού το πιάτο,
εφτά φορές είν' αδειανό και μια φορά γεμάτο!»
και πως Πρωτοχρονιάτικα, πολλά σπίτια καταστρέφονται κι ύστερα λένε: “Εκαψέ με ο αϊ - Βασίλης” αντί να πουν: “το μυαλό τους!”.

Μέρα γεμάτη, όπως λέμε κι η Πρωτοχρονιά, με εκκλησιασμό το πρωί, πλούσιο τραπέζι το μεσημέρι, επισκέψεις, κεράσματα και φιλοφρονήσεις στα συγγενικά και γειτονικά σπίτια, θα κλείσει τ' απόβραδο με τις καθιερωμένες γιορτές στα νοικοκυριά των Βασίληδων και της Βασιλικής.

Εδώ το γλέντι θ' αποκορυφωθεί. Πλούσιοι οι μεζέδες, π' από το γουρουνόπουλο που σφάχτηκε τα Χριστούγεννα υπάρχουν ακόμη με τη μέθοδο του δανεικού1, χειμώνας είναι και τραβιέται το κρασί «να ζεσταθούμε» και λίγο το θέλει ακόμη η συντροφιά, από το ν' αρχίσει τα ριζίτικα και τις μαντινάδες.

«Μια μαντινάδα θε να πω, απάνω στο βραχιόλι,
να ζήσ' ο Βασιλάκης μας και η παρέα όλη»

«Και πάλι θα την ξαναπώ, απάνω στο κεράσι,
να ζήσει η παρέα μας, να ζήσει να γεράσει».

κι άλλες, κι άλλες μαντινάδες ατέλειωτες, ώσπου νάρθει η ώρα του ριζίτικου:

«Απόψε κρύος έπιασε και τα πουλάκια εργάσαν
κι εγώ 'μεινα περιγιαλιάς, γυμνός και δεν ε, ήργου
και γιάντα δεν εήργουνα και γιάντα δεν ε ήργου
λιγνό κορμάκι αγκάλιαζα...»
(Κριάρη, σ. 259) - (Αποστολάκης Α. Σταμ. σ. 61)
ή τούτου, που μας θυμίζει, πάνω στην στιγμή, την ματαιότητα αυτού του κόσμου, και μας καλεί, να τον γλεντίζουμε τουλάχιστο, όσο μπορούμε:
«Κόσμε χρυσέ, κόσμε αργυρέ, κόσμε μαλαματένιε,
κόσμε και ποιος σε χάρηκε και ποιος θα σε κερδίσει
Μα εγώ Κόσμε, σε χάρηκα, μα δε θα σε κερδίσω,
πεζός περπάτούυ τα βουνά...»
(Αποστολάκης Α. Σταμ. σ. 465)2
επισφραγίζοντας με την ανάλογη μαντινάδα:
«Γλεντίζετέ τα τα κορμιά, και χαίρεστε τα νιάτα
πριχού τα φάει η μαύρη γης και τα σκεπάσ' η πλάκα!».



Τις θερμότερες ευχές για τον Καινούργιο Χρόνο 2010!
Χρόνια Πολλά με υγεία!

Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2009

Χριστούγεννα στη Μεγαλόνησο


Στην Ελλάδα μιλάμε για τις «Γιορτές» κι αναφερόμαστε στην εορταστική περίοδο για τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά και τα Φώτα ή Θεοφάνεια.
Παραδοσιακά η περίοδος αυτή διαρκεί 12 μέρες και υπάρχουν πολλά έθιμα συνδεδεμένα με αυτή, άλλα πολύ παλιά κι άλλα σχετικά πρόσφατα, όπως το στόλισμα του χριστουγεννιάτικου δέντρου και η γαλοπούλα στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι.
Ιστορικά η γέννηση του Χριστού κανονίστηκε το 354 μ.Χ. να εορτάζεται στις 25 Δεκεμβρίου, την ίδια μέρα που γιορτάζονταν η γέννηση του παλαιού Θεού Μίθρα, του «αήττητου Θεού Ήλιου» που ήταν θεός όλων των ηλιακών θεοτήτων της ειδωλολατρίας.
Με την αλλαγή και την στροφή των ανθρώπων προς άλλους θεούς, ο «Αήττητος Θεός Ήλιος», έπεσε και τη θέση του την πήρε ο Χριστός.

Τα Χριστούγεννα ή οι «Γιορτές» στην Ελλάδα δεν είναι πια αυτό που ήταν πριν 40 χρόνια. Με τα χρόνια παρατηρείται η ανάπτυξη μιας παγκόσμιας κουλτούρας και τα δυτικοευρωπαϊκά έθιμα διαδίδονται όλο και περισσότερο κι αλλοιώνουν ή εξαφανίζουν τις τοπικές παραδόσεις περιοχών και χωρών.
Σήμερα τα Χριστούγεννα φαίνονται πιο εντυπωσιακά, πιο γυαλιστερά, πιο glamorous . Οι βιτρίνες των καταστημάτων στολίζονται σχεδόν ένα μήνα πριν, στις πόλεις φωτίζονται οι δρόμοι κι οι πλατείες, πολλοί ταξιδεύουν αυτές τις μέρες είτε στο εξωτερικό είτε σε μέρη στην Ελλάδα που προσφέρουν χειμερινές διακοπές.
Οι Έλληνες θα διασκεδάσουν σε κλαμπ, στα μπουζούκια (στην Κρήτη έχουν σχεδόν εξαφανιστεί) ή θα παρακολουθήσουν κάποιο εντυπωσιακά σώου στην τηλεόραση.
Τη μέρα των Χριστουγέννων μαζεύονται όλα τα μέλη της οικογένειας στο Χριστουγεννιάτικο τραπέζι.
Η μέρα των Χριστουγέννων είναι η μέρα που γιορτάζει ο Μανόλης ή Εμμανουήλ ή Μάνος κι η Εμμανουέλα. Οι φίλοι τους κι οι συγγενείς τους θα τους επισκεφτούν για να τους ευχηθούν «Χρόνια Πολλά».
Παλιότερα τα Χριστούγεννα ήταν πιο απλά, πιο ζεστά, πιο κοντά ίσως στο πραγματικό πνεύμα των Χριστουγέννων. Πολλές από τις παραδόσεις αιώνων εξακολουθούν να υπάρχουν αναλλοίωτες κι έτσι τα Χριστούγεννα στην Ελλάδα διατηρούν την ιδιομορφία τους και αρκετά από τα έθιμα τους.


Η νηστεία των Χριστουγέννων

Το θρησκευτικό συναίσθημα κι η πρακτική ήταν σαφώς πιο έντονα και σχεδόν 40 μέρες νωρίτερα ξεκινούσε η Νηστεία Των Χριστουγέννων. Οι πιστοί δεν κατανάλωναν καθόλου ζωικά προϊόντα: κρέας, γαλακτοκομικά, αυγά.
Προετοιμασίες για τα Χριστούγεννα

Πλησιάζοντας προς τα Χριστούγεννα, άρχιζαν οι προετοιμασίες ώστε όλα να είναι έτοιμα για την μεγάλη γιορτή. Τα σπίτια καθαρίζονταν σχολαστικά και λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα οι νοικοκυρές έφτιαχναν τα μελομακάρονα, τα οποία φυσικά τρώγονταν την ημέρα των Χριστουγέννων με την λήξη της νηστείας.
Στο παρελθόν τα μελομακάρονα ήταν αποκλειστικά για τα Χριστούγεννα κι οι κουραμπιέδες για την Πρωτοχρονιά. Σήμερα όμως ο διαχωρισμός αυτός δεν τηρείται.

Ο χοίρος των Χριστουγέννων

Στην Κρήτη παλιότερα ήταν έθιμο να μεγαλώνει κάθε οικογένεια στο χωριό ένα γουρούνι, το «χοίρο», όπως το έλεγαν. Ο χοίρος σφάζονταν την παραμονή των Χριστουγέννων κι ήταν το κύριο Χριστουγεννιάτικο έδεσμα.
Την δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων, οι χωρικοί έκοβαν το κρέας του χοίρου και έφτιαχναν:
• λουκάνικα
• απάκια: καπνιστό κρέας
• πηχτή (τσιλαδιά): αφαιρείται κάθε ίχνος κρέατος από το κεφάλι του γουρουνιού και όλα μαζί βράζονται. Ο ζωμός με ειδική προετοιμασία μετατρέπεται σε πηχτό ζελέ που μέσα του βρίσκονται τα κομμάτια του κρέατος.
• σύγλινα, δηλαδή το κρέας του γουρουνιού κομμένο σε μικρά κομμάτια, που το έψηναν και το έβαζαν σε μεγάλα δοχεία και το κάλυπταν με το λιωμένο λίπος του ζώου. Το λίπος έπηζε μόλις έχανε τη θερμότητα του και το κρέας μπορούσε να διατηρηθεί έτσι για αρκετούς μήνες.
• ομαθιές, τα έντερα του χοίρου γεμισμένα με ρύζι, σταφίδες και κομματάκια συκώτι.
• τσιγαρίδες, κομμάτια μαγειρεμένου λίπους με μπαχαρικά που το έτρωγαν με ζυμωτό ψωμί για κολατσιό στην εξοχή, όταν μάζευαν τις ελιές.
Ο χοίρος των Χριστουγέννων ήταν η βασική πηγή κρέατος για αρκετές εβδομάδες. Φυσικά αναφερόμαστε σε μια δίαιτα εξαιρετικά φτωχή σε κρέας, την περίφημη διατροφή της Κρήτης (Μεσογειακή Διατροφή), που χάριζε στους Κρητικούς των παλιότερων δεκαετιών υγεία και μακροζωία.
Τίποτα δεν πήγαινε χαμένο από το χοίρο των Χριστουγέννων, για κάθε κομμάτι του ζώου υπήρχε κάποια χρήση. Ακόμα κι αυτή η ουροδόχος κύστη, η «φούσκα» όπως λέγεται, πλυνόταν και καθαριζόταν και μετά φουσκωνόταν και γινόταν μπάλα, πολύτιμο δώρο για τα παιδιά της εποχής εκείνης.
Σε πολλές περιοχές της Ελλάδας τμήματα του χοιρινού χρησιμοποιούνταν κατά το παρελθόν ως πρώτη ύλη για διάφορα γιατροσόφια ενώ άλλα κομμάτια του αποτελούσαν αντικείμενα μαντείας. Πιο συγκεκριμένα ο σφάχτης ή κάποιος ηλικιωμένος σε ρόλο χρησμοδότη μελετούσε τα σπλάγχνα του ζώου για να ερμηνεύσει τι σήμαιναν για το μέλλον, για την τύχη του σπιτιού, τις σοδειές, τον καιρό.



ΣΗΜΕΙΩΣΗ 1. Το έθιμο της Γαλοπούλας έφτασε στην Ευρώπη από το Μεξικό το 1824 μ.Χ. Έχει διαδοθεί αρκετά και στην Ελλάδα και έχει αντικαταστήσει το χοιρινό κρέας σε μεγάλο βαθμό, αλλά όχι τελείως.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ 2. Ο λαογράφος Κώστας Καραπατάκης στο βιβλίο του «Το δωδεκαήμερο, παλιά χριστουγεννιάτικα ήθη και έθιμα» αναφέρει πως οι Ρωμαίοι θυσίαζαν χοίρους στους θεούς Δήμητρα και Κρόνο για να τους ευνοήσουν στην καλλιέργεια της γης.
Αυτό συνέβαινε στο διάστημα από 17-25 Δεκεμβρίου, δηλαδή την περίοδο κατά την οποία γινόταν η σφαγή των ζώων και πριν από λίγα χρόνια.
Τα κάλαντα

Έθιμο που διατηρείται αμείωτο ακόμα και σήμερα με τα παιδιά να γυρνούν από σπίτι σε σπίτι 2 μαζί ή και περισσότερα και να τραγουδούν τα κάλαντα συνοδεύοντας το τραγούδι τους με το τρίγωνο ή ακόμα και κιθάρες, ακορντεόν, λύρες, ή φυσαρμόνικες.



Το Χριστουγεννιάτικο Δέντρο

Σήμερα όλοι αγοράζουν και στολίζουν χριστουγεννιάτικα δέντρα, είτε φυσικά είτε τεχνητά.
Συνήθως στολίζονται λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα και παραμένουν στα σπίτια μέχρι τα Φώτα.
Στην Κρήτη παλιότερα το έθιμο αυτό δεν υπήρχε. Σε άλλες περιοχές της Ελλάδας στόλιζαν μικρά καραβάκια.

Το έθιμο του χριστουγεννιάτκου δέντρου πιστεύεται ότι έχει έρθει από τη Δύση αλλά σήμερα έχουμε αποδείξεις ότι αυτό υπήρχε ήδη στην αρχαία Ελλάδα, όπου τα παιδιά στην αρχή του χρόνου περιφέρονταν στους δρόμους κρατώντας στολισμένα κλαδιά δέντρων και τραγουδώντας την Ειρεσιώνη, τα αρχαία ελληνικά κάλαντα.

Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2009

Eικονογράφηση και τυπογραφικά κοσμήματα



Ο πρώτος Kρης τυπογράφος, ο Δημήτριος Δαμιλάς, του οποίου το επώνυμο είναι, σύμφωνα με τον Emile Legrand, ελληνοποιημένη εκδοχή του da Milano (επειδή οι γονείς του είχαν περάσει από το Μιλάνο στην Κρήτη), τύπωσε το 1476 στο Μιλάνο, όπου είχε εγκατασταθεί (από εκεί και το προσωνύμιο Μεδιολανεύς), το πρώτο ελληνικό και ακριβώς χρονολογημένο βιβλίο, την «Επιτομή των Oκτώ του Λόγου Mερών», που έγραψε ο σοφός λόγιος Κωνσταντίνος Λάσκαρις (1434-1501), βιβλίο εκπαιδευτικό, χωρίς εικονογράφηση. Το 1488 θα τυπώσει στη Φλωρεντία την πρώτη έκδοση της «Ποιήσεως απάσης» (των Σωζομένων του Ομήρου, της Ιλιάδας και της Οδύσσειας), αναθέτοντας την επιμέλειά της στον κραταιό ελληνιστή Δημήτριο Χαλκοκονδύλη (1424-1511), καθηγητή τότε των αρχαίων ελληνικών στο Πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας. Στο βιβλίο αυτό ο Δαμιλάς, που ενισχύθηκε οικονομικά από τους φιλέλληνες Ιταλούς μαθητές του Χαλκοκονδύλη Bernardo και Nerio Nerli (Bernardos και Nerios Nerlios), χρησιμοποίησε τις μήτρες των στοιχείων της Επιτομής για να χυτεύσει καινούργια στοιχεία. Η εικονογράφηση του βιβλίου είναι χειροποίητη και λεπτουργημένη: με πενάκι, στο χρώμα της σέπιας για τις παρασελίδιες διακοσμητικές ταινίες, στις οποίες εναλλάσσονται μάσκες, πανοπλίες, κέρατα της Αμάλθειας (υπαινικτικά έκτοτε του πλούτου της ύλης του βιβλίου), εραλδικές μυθολογικές μορφές· σε κόκκινο και καφέ χρώμα στα πρωτογράμματα, όπου τοποθετούνται μορφές σχετικές με την υπόθεση κάθε ραψωδίας, ντυμένες κάποτε με ενδύματα του 15ου αι.· σε κόκκινο και μπλε χρώμα στα υποσελίδια κοσμήματα, όπου συναντάμε ανθρώπινες μορφές ντυμένες με ενδυμασίες του 15ου αι.

Σελίδα από τη «Bατραχομυομαχία» του Λαονίκου του Kρητός (Bενετία 1486, Eθνική Bιβλιοθήκη της Eλλάδος). Διακρίνεται η εναλλαγή μαύρου και κόκκινου μελανιού στις αράδες.
Ο δεύτερος Κρης τυπογράφος, ο Λαόνικος, ο οποίος ήταν μαθητής του «βιβλιογράφου» Μιχαήλ Αποστόλη στην Κρήτη, ενώ κατ' άλλους το πραγματικό του όνομα είναι Νικόλαος Καββαδάτος Κυδωνιάτης και διετέλεσε Oυνίτης πρωτόπαπας του Ηρακλείου, τύπωσε στη Βενετία το 1486, στον βραχύβιο ιδιόκτητο εκδοτικό οίκο του, που ίδρυσε μαζί με τον συμμαθητή και φίλο του από το βιβλιογραφικό εργαστήριο του Μ. Αποστόλη Αλέξανδρο του Γεωργίου -οι δύο συνεργάτες είχαν χρηματοδοτήσει τη χύτευση περίπου 1.350 διαφορετικών στοιχείων και συμπλεγμάτων(!) για τη φιλόδοξη επιχείρησή τους-, την ψευδοομηρική «Βατραχομυομαχία», βιβλίο κι αυτό εκπαιδευτικό, χωρίς εικονογράφηση, αλλά με πεποικιλμένη ανά στίχο την παιδαγωγική διάκριση με μαύρο και κόκκινο μελάνι.



Ίδια τυπογραφικά στοιχεία με τη «Βατραχομυομαχία» βρίσκουμε και στο «Ψαλτήριον» που τύπωσε πάλι στη Βενετία το 1486 ο τρίτος Κρης τυπογράφος, ο Αλέξανδρος του Γεωργίου, γιος, κατά τον Legrand, του Oυνίτη παπά Γεωργίου Αλεξάνδρου, του κατοπινού επισκόπου Αρκαδίου Κρήτης. Και το βιβλίο αυτό, προορισμένο για εκπαιδευτικούς σκοπούς, δεν έχει εικονογράφηση, ακολουθώντας την τυποποιημένη μαθησιακά μετάβαση από το μαύρο στο κόκκινο μελάνι. Αλλά για τη συμβολή τόσο του Λαόνικου όσο και του Αλέξανδρου στην ιστορία της τυπογραφίας περισσότερα βρίσκονται σε ειδικό κείμενο του ένθετου αυτού.

O τέταρτος Κρης τυπογράφος, ο Ζαχαρίας Καλλιέργης, από παμπάλαιη οικογένεια «πρωτοκεφαλάδων» του βυζαντινού και του νεότερου ελληνισμού, με κοιτίδα την επαρχία Μυλοποτάμου, ίδρυσε και λειτούργησε, μαζί με τον πέμπτο Κρήτα τυπογράφο, τον Νικόλαο Βλαστό, στη Βενετία το 1499, το πρώτο ελληνικής ιδιοκτησίας τυπογραφείο, την «πρώτη και αληθινή ελληνική τυπογραφία», κατά τον Κωνσταντίνο Σάθα. Το τυπογραφείο αυτό ήταν επανδρωμένο αποκλειστικά με Κρήτες τεχνικούς (χαράκτες, στοιχειοχύτες, στοιχειοθέτες) και φιλολογικούς (διορθωτές, επιμελητές) συνεργάτες. Χρηματοδότης της επιχείρησης φαίνεται ότι ήταν ο Βλαστός, μέλος πλούσιας βυζαντινής οικογενείας, φιλόλογος και κωδικογράφος, που είχε την ηθική ενθάρρυνση της aννας Νοταρά, κόρης του μεγάλου δούκα Λουκά Νοταρά. Ψυχή του τυπογραφείου ήταν ο Καλλιέργης, λόγιος και επίσης κωδικογράφος, ο οποίος σχεδίασε τα τυπογραφικά στοιχεία του. Ως άλλοι συνεργάτες των δύο Κρητών αναφέρονται οι Ιωάννης Γρηγορόπουλος, Μάρκος Μουσούρος και ίσως ο σπουδαίος καλλιγράφος Ιωάννης Ρώσσος. Μάλιστα ο Μουσούρος εξυμνεί το τυπογραφείο με πολύ περίεργο επίγραμμα, στο οποίο απευθύνει χαιρετισμό προς τον ελληνικό αετό, τον ήλιο, το σύμβολο της εθνικής αναγέννησης. Από εδώ βγήκαν αριστουργήματα της αρχετυπίας, που η ποιότητά τους τα κάνει να μοιάζουν αχειροποίητα: το «Μέγα Ετυμολογικόν», που εκδόθηκε το 1499 («το πρώτο ελληνικό παιδί», όπως το είπε συγκινημένος ο Μουσούρος), το «Σιμπλικίου Μεγάλου Διδασκάλου Yπόμνημα εις τας δέκα κατηγορίας του Αριστοτέλους», έκδοση του ίδιου χρόνου, το «Υπόμνημα εις τας πέντε φωνάς από φωνής Αμμωνίου μικρού του Ερμείου», έκδοση του 1500, και το Γαληνού «Θεραπευτικής μεθόδου Λόγος Πρώτος», έκδοση του ίδιου χρόνου (πρώτη ελληνική έκδοση). Το 1500, με τον θάνατο του Βλαστού, ο Καλλιέργης έφυγε στη Ρώμη, όπου υποστηρίχθηκε από τον φίλο του καρδινάλιο Pietro Bembo. Τα υλικά αποθέματα του τυπογραφείου πουλήθηκαν σε τυπογράφο της Φλωρεντίας.

Σελίδα με την αρχή του γράμματος H από το «Mέγα Eτυμολογικόν» (Bενετία 1499, Eθνική Bιβλιοθήκη της Eλλάδος). Xαρακτηριστικά της το επίτιτλο κόσμημα και το πρωτόγραμμα, λεπτουργημένα.
Ξυλογραφίες
Το τυπογραφείο Καλλιέργη και Βλαστού έδωσε νέα πνοή στην εικονογράφηση του ελληνικού βιβλίου, αφού αξιοποίησε το σύγχρονο με την ανακάλυψη της τυπογραφίας είδος της ξυλογραφίας σε πλάγιο ξύλο. Στο είδος της ξυλογραφίας σε πλάγιο ξύλο η χρησιμοποιούμενη επιφάνεια του ξύλου -που μπορεί να προέρχεται από δέντρα κερασιάς, καρυδιάς, αχλαδιάς, μηλιάς, λεμονιάς, τα οποία είναι σχετικά μαλακά, έχουν ομοιογενή μάζα και δεν σκάνε με τη χάραξη- κόβεται στην κατεύθυνση του κορμού του δέντρου, με οριζόντια (πλάγια), ως προς τη θέση του χαράκτη την ώρα της δουλειάς του, τα «νερά» της ξύλινης επιφάνειας. Ο χαράκτης περιγράφει με μελάνι το έργο που πρόκειται να χαράξει στην ξύλινη πλάκα, την οποία έχει καθαρίσει καλά. Με αυτοσχέδια μαχαιράκια σκαλίζει μετά το ξύλο, αφαιρώντας τα μέρη εκείνα της παράστασης που δεν θέλει να τυπώσει και διατηρώντας εκείνα που θέλει να βγάλει στο χαρτί. Απλώνει έπειτα τυπογραφικό μελάνι και τυπώνει την ανάγλυφη παράσταση στο τυπογραφικό πιεστήριο, μαζί με το κείμενο. Η παράσταση βγαίνει αντίστροφα από την πλάκα: το αριστερό στην πλάκα αποτυπώνεται δεξί στο χαρτί. Στις έγχρωμες ξυλογραφίες ο χαράκτης παίρνει και χαράζει για κάθε χρώμα διαφορετική πλάκα ξύλου. Τα αντίτυπα μιας ξυλογραφίας σε πλάγιο ξύλο εξαρτώνται από την περιορισμένη αντοχή της ξύλινης πλάκας. Τον 14ο και τον 15ο αιώνα, όταν ήθελαν πολλά αντίτυπα μιας εικόνας, χρησιμοποιούσαν αντί για ξύλο μέταλλο, δουλεύοντας με ανάγλυφη χάραξη, όπως και στο ξύλο.



Πέντε ξυλογραφικές συνθέσεις και δύο σειρές ξυλογραφημένων πρωτογραμμάτων περιλαμβάνονται στο «Μέγα Ετυμολογικόν». Από τις πέντε, οι τρεις συνθέσεις είναι φυτικές παραστάσεις με το ονοματεπώνυμο του Βλαστού στη βάση για τα επίτιτλα κοσμήματα, και οι δύο, τυπογραφικά σήματα του Καλλιέργη (βυζαντινός δικέφαλος αετός με τα γράμματα ΖΚ, αρχικά του ονόματος και του επωνύμου του, στο σώμα του) και του Βλαστού («ομιλούν» ή «φανερόν» σήμα: άμπελος που βλασταίνει: Βλαστός, με τα αρχικά του Ιησού Χριστού στην κορυφή και τα γράμματα του ονοματεπωνύμου του στη βάση, φυλλωτό μονόγραμμα) για τον κολοφώνα του βιβλίου. Τα σήματα αυτά είναι τα πρώτα σε ελληνικά βιβλία. Oλες οι ξυλογραφίες είναι τυπωμένες με κόκκινο μελάνι -σε ορισμένα αντίτυπα οι ξυλογραφίες του εξωφύλλου έχουν γίνει χρυσοτυπίες, με πραγματικό φύλλο χρυσού. Ο περίφημος Ιταλός εκδότης Leo Olschki αποκάλεσε το βιβλίο «αριστούργημα της ελληνικής πρωτο-τυπογραφίας».

Σελίδα από τη θεραπευτική μέθοδο του Γαληνού (Bενετία 1500, Eθνική Bιβλιοθήκη της Eλλάδος). Tυπωμένη από τον Zαχαρία Kαλλιέργη και τον Nικόλαο Bλαστό, φέρει στο επίτιτλο κόσμημα ξυλογραφία με τον Γαληνό, την τρίτη και τελευταία σε ελληνικό αρχέτυπο.
Τα Υπομνήματα του Σιμπλίκιου και του Αμμώνιου, δεύτερο και τρίτο κατά σειράν έκδοσης βιβλίο του τυπογραφείου Καλλιέργη και Βλαστού, επαναλαμβάνουν τις ξυλογραφίες του «Μεγάλου Ετυμολογικού». Εκείνο που διαφοροποιείται είναι το τέταρτο βιβλίο, η Θεραπευτική μέθοδος: από τα δεκαέξι συνολικά επίτιτλα κοσμήματα, αλλάζουν τα δύο, στο κέντρο των οποίων προστίθεται μία ασπρόμαυρη ξυλογραφία που απεικονίζει τον Γαληνό. Η συγκεκριμένη ξυλογραφία είναι η τρίτη και τελευταία παράσταση που εικονογραφεί ελληνικό αρχέτυπο - έχουν προηγηθεί δύο, στα βιβλία: Μουσαίου, «Τα καθ' Ηρώ και Λέανδρον» το 1495 περίπου και «Ωραι της Αειπαρθένου» το 1497.



Τα περίτεχνα επίτιτλα κοσμήματα και τα βυζαντινά πρωτογράμματα των επηρεασμένων από τη βυζαντινή μικρογραφική παράδοση εκδόσεων του τυπογραφείου του Ζαχαρία Καλλιέργη και Νικολάου Βλαστού, έργα ανώνυμων δυστυχώς ξυλογράφων, τα αντέγραψαν εκτεταμένα. Eτσι, τόσο ο Nicolini da Sabbio στο «Τριώδιον», που τύπωσε για τον Ανδρέα Κουνάδη το 1522, όσο και ο Κρης Δημήτριος Δούκας ή Δουκάς στο βιβλίο του «Αι θείαι λειτουργίαι», που τυπώθηκε στη Ρώμη το 1526, επηρεάζονται από τους δύο πρωτοπόρους Κρήτες τυπογράφους: η αραβουργηματική διαμόρφωση των επίτιτλων κοσμημάτων και των πρωτογραμμάτων κατάγονται από το «Μέγα Ετυμολογικόν», αξεπέραστο πρότυπο.

Πηγή: Εφημερίδα "Καθημερινή"

Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2009

Ο Κρητικός Αναγγενησιακός συνθέτης που ξαναβρέθηκε στην Ιστορία


Ο ήλιος είχε δύσει πάνω απο τον Χάνδακα...

Ο Κούλες έμοιαζε λουσμένος σε ένα απόκοσμο πορφυρό χρώμα, αυτό που τα καλοκαιρινά δειλινά σημαδεύει το λυκόφως.Το βλέμμα χαμένο μεσοπέλαγα αγναντεύει το μακρόστενο όγκο της Δίας, του μικρού νησιού με τα μυστικά του παρελθόντος του κρυμμένα καλά στον σιωπηλό βυθό.Κάπου εκεί, οι Βενετσιάνικες γαλέρες που έφευγαν απο το Τουρκοκρατούμενο πια Χάνδακα ίσως να κοντοστάθηκαν για λίγο, ώσπου το βλέμμα του Φραντσέσκου Μοροζίνι και των τελευταίων υπερασπιστών του Χάνδακα να αποτυπώσει στην μνήμη τις τελευταίες εικόνες απο την πόλη που εγκατέλειπαν.
Τα πλοία μετέφεραν τους τελευταίους κατοίκους του Χάνδακα, τα λιγοστά υπάρχοντα και τις μνήμες τους.Κάπου όμως στα σκοτεινά αμπάρια είχαν κάτι ακόμα πολυτιμότερο.Κάτι που ο χρόνος δεν μπορούσε να φθείρει.Τις αναμνήσεις του Regno di Candia κατεγραμμένες σε χιλιάδες φύλλα χαρτιού.

Τα αρχεία της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας

Και όπως ο ήλιος έγερνε σιωπηλός πίσω απο το Στρούμπουλα σκορπώντας τις τελευταίες ακτίνες φωτός πάνω απο το Μεγαλο Κάστρο , όπως ο λαβωμένος λέοντας της Γαληνοτάτης έφευγε με τα ματωμένα του φτερά απο το νησί, τα μυστικά που θα παρέμεναν αιώνες ολόκληρους φυλαγμένα στα αρχεία και τα ράφια έπαιρναν τον μακρύ δρόμο προς τη Δύση...
Θησαυροί που έκρυβαν πολύτιμα στοιχεία απο την ιστορία της Κρήτης και που χάριζαν τις γνώσεις στους μοναχικούς "ταξιδιώτες" σ΄αυτό τον κόσμο των χειρογράφων βρέθηκαν στα ράφια βιβλιοθηκών και περίμεναν τους "τολμηρούς" που ζητούσαν να πιούν απο το νερό της πανάρχαιας πηγής μνήμης και γνώσης.
Τα μυστικά που είχαν να πούν τα έλεγαν ψιθυριστά και συνεχίζουν ακόμα να τα λένε με τον ίδιο τρόπο. Μόνο που στην περίπτωση αυτής της ιστορίας τα μυστικά ειπώθηκαν μελωδικά, με ήχους που ξεχυνόταν απο τα εκκλησιαστικά αρμόνια στην καρδιά του Βενετσιάνικου Χάνδακα, στον παλιό ναό του Αγίου Τίτου.
Eκεί βρισκόταν η άκρη της ιστορίας που ξετύλιξε υπομονετικά ο Διευθυντής του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και μεταβυζαντινών σπουδών της Βενετίας κ. Νικόλαος Παναγιωτάκης και αφορούσε την ζωή και το έργο του Φραγκίσκου Λεονταρίτη, του μουσικού που έζησε στον Χάνδακα και λησμονήθηκε για αιώνες ολόκληρους. Ως την μέρα που ο Ν. Παναγιωτάκης ανακάλυψε στον δεύτερο τόμο του βιβλίου " D elle iscrizioni Veneziane", του E.A., Cicogna το όνομα Francesco Londarit detto il Greco" Kai αυτή ήταν η αρχή για το ξετύλιγμα του κουβαριού που οδηγούσε μέσα απο ατέλειωτες σειρές αρχειακών κειμένων στον πρώτο επώνυμο Ελληνα μουσικό των νεωτέρων χρόνων και μάλιστα τον Κρητικό μουσικό που μετά απο τέσσερις αιώνες έβγαινε απο την λήθη και αποκτούσε ξανά την θέση που του άξιζε.

Στο Φραγκίσκο Λεονταρίτη.


Ο αείμνηστος Διευθυντής του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και μεταβυζαντινών σπουδών της Βενετίας Νικόλαος Παναγιωτάκης ήταν αυτός που κοντοστάθηκε για πρώτη φορά σ αυτό το λήμμα του βιβλίου του Cicogna, επισήμανε την αναφορά στη λέξη "Greco" και υποψιάστηκε οτι επρόκειτο για κάποιον σημαντικό μουσουργό που μάλιστα έπρεπε να εχει στενή σχέση με την Κρήτη, αφού το όνομα του ήταν σαφώς παραφθορά του Ελληνικού επιθέτου Λεονταρίτης ή Λιονταρίτης.Το όνομα δεν ήταν άγνωστο για τον καθηγητή, αφού κάποιος Νικόλαος ,αυτή την φορά ,Λενταρίτης αναφερόταν στο στιχούργημα του Μαρίου Τζανέ Μπουνιαλή "Φιλονικία του Χάνδακος και του Ρεθέμνου"

Κρητικός μουσικός λοιπόν ; Στην καρδιά της Αναγέννησης ; Και μάλιστα ξεχασμένος για τέσσερις ολόκληρους αιώνες ; Η αποκάλυψη ήταν ιδιαίτερα σημαντική και άφηνε να διαφανεί η συγκλονιστική συνέχεια της ιστορίας που θα έβγαινε σιγά σιγά απο την λήθη των αιώνων και θα ξαναζωντάνευε την ταραχώδη ζωή ενός νόθου παιδιού που ξεκίνησε απο το Χάνδακα αλλοτινών καιρών...και έφτασε να γνωρίσει την δόξα στη θαυμαστή πόλη που κυριαρχούσε στην Δύση. Στη έδρα της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας, της Βενετίας...Εναν μουσικό που περιπλανήθηκε στην Ευρώπη για να επιστρέψει ξανά στον Χάνδακα στην δύση της ζωής του.

Ο Νίκος Παναγιωτάκης άρχισε σιγά σιγά να συνθέτει τα κομμάτια του "πάζλ" και να ανασύρει απο την λήθη στο φως την ιστορία του μοναδικού Ελληνα και μάλιστα Κρητικού συνθέτη της Αναγέννησης. Ταξιδεύοντας σε διάφορες πόλεις του εξωτερικού, περνώντας μήνες ολόκληρους σε μερικές απο τις μεγαλύτερες βιβλιοθήκες του κόσμου άρχισε να αποκαλύπτει την γοητευτική ιστορία του Φραγκίσκου Λεονταρίτη. Χρειάστηκαν έρευνες οκτώ περίπου χρόνων για να συγκεντρωθεί ενας μεγάλος αριθμός πληροφοριών που τοποθετούσε ξανά τον Λεονταρίτη στη περίοπτη θέση που του άξιζε μετά απο τόσα χρόνια λησμονιάς.

Και η ιστορία που χάνεται στα βάθη της Αναγέννησης θα μπορούσε να ξεκινήσει κάπως έτσι...


Στον Χάνδακα στην παραλιακή συνοικία του Αγίου Πέτρου των Φράρων, του γνωστού Αγ.Πέτρου των Δομηνικανών, γύρω στα 1518 (ή ενα δυο το πολύ χρόνια αργότερα) το παιδί του καθολικού ιερέα και αξιωματούχου του καθεδρικού ναού της Λατινικής αρχιεπισκοπής Κρήτης, του ναού του Αγίου Τίτου, Νικολάου Λεονταρίτη, ερχόταν στο φώς και δεχόταν τα δώρα απο τις μούσες που θα τον συνόδευαν σε ολη του την ζωή.

Η μητέρα του, Μαρία Σιμιλινοπούλα, προερχόταν απο Ελληνορθόδοξη οικογένεια κατώτερης τάξης και είχε χαρίσει στον ευκατάστατο Νικόλαο Λεονταρίτη αλλο ενα παιδί, τον Γεώργιο ο οποίος ακολούθησε σταδιοδρομία σε θέσεις γραμματέα δικαστικών υπηρεσιών.Ο δευτερότοκος Φραγκίσκος είχε δείξει απο μικρός μεγάλη κλίση στην μουσική και ήταν προικισμένος με εξαίρετη φωνή. Ο πατέρας του τον προόριζε για εκκλησιαστική σταδιοδρομία, επιθυμόντας να τον διαδεκτεί ο γιός του στα αξιώματα που κατείχε. Τα πράγματα όμως δεν ήταν καθόλου εύκολα γιατί απαγορευόταν η χειροτόνηση νόθων παιδιών ως κληρικοί, εκτός και αν υπήρχε παπική απόφαση που νομιμοποιούσε την γέννηση τους ή αν εναντι αμοιβής κάποιος κόμης παλατίνος έκανε την νομιμοποίηση αυτή.
Ισχυροί όμως προστάτες της οικογένειας και συγκεκριμένα τα μέλη της εκκλησιαστικής δυναστείας των Lando οι οποίοι κατείχαν κληρονομικά τον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Κρήτης. και ο Κρητικός επίσκοπος Bartolomeo Abramο, απο έκπτωτη οικογένεια Βενετών πατρικίων βοήθησαν στην έκδοση της παπικής άδειας που έφερε τον Φραγκίσκο Λεονταρίτη, σε νεαρή ακόμα ηλικία, στο αξίωμα του Ιερέα.


Ο Φραγκίσκος αναφέρεται ως κληρικός ήδη απο τα 1535 σε ηλικία 17 χρονών ή λίγο μεγαλύτερος. Η μουσική παιδεία του φαίνεται οτι αποκτήθηκε στο Χάνδακα οπου απο τα 1536 εργαζόταν σαν οργανίστας στον παλιό ναό του Αγίου Τίτου, οπου υπήρχε εκκλησιαστικό όργανο, στον ίδιο ναό οπου ιερουργούσε και ο πατέρας του. Δεν αποκλείεται όμως να βελτίωσε τις μουσικές του γνώσεις στην Ιταλία.
Με τις οικονομικές δυσκολίες που οφειλόταν κυρίως στις δεσμευτικές νοταριακές πράξεις με τις οποίες υποχρεούνταν να καταβάλει κάθε χρόνο ενα σημαντικό ποσόν στον προστάτη του Bartolomeo Abramo ή στον ανηψιό του Bartolomeo Sirigo, (για να "ξεπληρώσει" την παραχώρηση των αξιωμάτων του κανονικάτου της Σητείας, της αρχιεπισκοπής Κρήτης και το αξιωμα του δεκανου της επισκοπής Χερσονήσου) να τον συνοδεύουν σε ολη του την ζωή ο μουσικός θα εργαστεί στον Χάνδακα ως την καταστροφή του ναού του Αγίου Τίτου απο πυρκαϊά, στα 1544.
Η αναχώρηση του για την Ιταλία ήταν μια φυσιολογική εξέλιξη αφού του προσέφερε την ευκαιρία να σταδιοδρομήσει ως μουσικός σε μια Ευρώπη που άνοιγε διάπλατα τις πύλες της στους ταλαντούχους μουσικούς. Συμμετέχοντας σε εκδηλώσεις που γινόταν τόσο σε δημόσιους όσο και σε ιδιωτικούς χώρους ο Λεονταρίτης ασχολήθηκε κυρίως σαν χορωδός στον ναό του Αγίου Μάρκου της Βενετίας.
Τον Νοέμβριο του 1552 τιμωρείται για άγνωστους λόγους απο τον ιερατικό προϊστάμενο του, τον πριμικήριο του Αγίου Μάρκου, με προσωρινή έκπτωση απο το ιερατικό αξίωμα και ανάμεσα στις 7 Ιουνίου του 1556 και 16 Φεβρουαρίου 1557 αποχωρεί απο την χορωδία του Αγίου Μάρκου χωρίς όμως να φύγει απο την Βενετία.
Πέντε χρόνια αργότερα ο Λεονταρίτης θα μετακομισει στην Πάντοβα όπου προσλήφθηκε ως μέλος της χορωδίας του καθεδρικού ναού. Εμεινε όμως μόνο οκτώ μήνες εκεί.
Στα 1561 μια σηματική καμπή στην ζωή του ήταν η πρόσληση απο τον ηγεμόνα της Βαυαρίας Αλβέρτο Ε', να μεταβεί στο Μόναχο και να ζήσει εκεί ως μουσικός της αυλής του. Μάλιστα η περίοδος αυτή της ζωής του Λεονταρίτη θεωρείται απο τις πιο δημιουργικές αφού το μεγαλύτερο μέρος του σωζόμενου έργου του χρονολογείται σε αυτή την περίοδο.
Το ανήσυχο πνευμα του Λεονταρίτη και η ταραχώδη ζωή του τον οδήγησαν στην Κρεμώνα και ξανά στην Βενετία στα 1566. Ομως ο δρόμος της επιστροφής στον Χάνδακα ήταν πια αποφασισμένος. Θέλοντας να ξαναβρεί την γαλήνη και την ηρεμία γυρίζει μετά απο είκοσι χρόνια στην πόλη του, βρίσκει ζωντανή την μητέρα του και ανακτά τον βαθμό της ιεροσύνης του. Εκλέχθηκε και πάλι κανονικός του καθεδρικού ναού του Αγίου Τίτου εξασκώντας παράλληλα τις μουσικές του δραστηριότητες.


Ο Φραγκίσκος Λεονταρίτης παύει να μνημονεύεται στις πηγές απο τις αρχές του 1572 κάτι που υποδηλώνει οτι πέθανε εκείνη ή την επόμενη χρονιά, σε ηλικία 54 περίπου χρόνων.Στα τέλη του 16ου αιώνα και στις αρχές του 17ου είχε λησμονηθεί με τα αντίτυπα της πρώτης συλλογής των μοτέτων του 1564 να εξακολουθούν να πωλούνται στην Βενετία και την Φλωρεντία σε ολοένα χαμηλότερες τιμές.
Ο Φραγκίσκος Λεονταρίτης είχε βγεί απο το προσκήνιο και είχε τυλιχθεί στη χρυσόσκονη της λήθης όπου έμεινε για πάνω απο τετρακόσια χρόνια. Ως την μέρα που ο μίτος που υπομονετικά άρχισε να ξετυλίγει ο Ν. Παναγιωτάκης οδηγούσε ξανά στα ίχνη του μεγάλου Κρητικού μουσικού. Και ως την μέρα που η μουσική του Λεονταρίτη ακούστηκε ξανά στο Ηράκλειο σε δυο συναυλίες που έγιναν στην βασιλική του Αγίου Μάρκου (26 και 27 Αυγούστου 1984) απο το συγκρότημα "Τραγουδιστές" υπο την διεύθυνση του Αντώνη Κοντογεωργίου.

Ο τότε Δήμαρχος Ηρακλείου κ. Μανόλης Καρέλλης θέλησε να συμπεριλάβει στις εκδηλώσεις "Ηράκλειο - Καλοκαίρι 84" την παρουσίαση των έργων του Λεονταρίτη στη γενέτειρα πόλη του. Με τη μεταγραφή των έργων του Λεονταρίτη σε σύγχρονη μουσικη σημειογραφία απο τον Αγγλο μουσικολόγοτου Παν/μιου του Liverpool Δρ Graham Dixon η παρουσίαση ύστερα απο 420 περίπου χρόνια των τριών λειτουργιών,των δύο ναπολιτάνων και των τριών μαδριγαλίων ήταν ενα σημαντικό γεγονός για τη πόλη του Ηρακλείου.
Τα έργα του Κρητικού μουσικού ηχογραφήθηκαν απο το μουσικό σύνολο "Πολυφωνία".



Πηγή: από τις ΣΤΙΓΜΕΣ, το Κρητικό περιοδικό

Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2009

Το Πέμπτο λιοντάρι


Μακριά απ' του κάστρου τη σκιά
στρέφει τα νώτα στο λιμάνι
κρύβει θαμμένα μυστικά
κι όλο του κεφαλιού της κάνει
η πόλη αυτή που με παιδεύει
η πόλη αυτή που με μπερδεύει



Πριν δέκα χρόνια ήρθα εδώ
με μια βαλίτσα αριθμούς και σημειώσεις
βρήκα μια τρύπα να κρυφτώ
μα τα τρελοστιχάκια μου
δεν χώρεσαν στις εξισώσεις
κι είπα να βγω να τραγουδήσω
στην πόλη αυτή που με μαγεύει



Κι όταν σχολούσε η πελατεία
βουβός κοιτούσα το φεγγάρι
σαν άγαλμα μες στην πλατεία
εγώ το πέμπτο της λιοντάρι

Εδώ στο χείλος των τριάντα
- τι αριθμός θεέ μου κι αυτός -
τίποτα δεν κρατάει για πάντα
γνέφει ο άλλος μου εαυτός
στην πόλη αυτή που με παιδεύει
στην πόλη αυτή που με μπερδεύει



Τώρα οι φίλοι έχουν σκορπίσει
και σαν αγρίμι κρύβομαι βαθιά μες στην φωλιά μου
εδώ κανείς δε με γνωρίζει κι αν μάθαν το επώνυμο
ξεχάσαν το όνομά μου
στην πόλη αυτή που με μαγεύει

Κι όταν τελειώνει η συναυλία
το μάτι κλείνω στο φεγγάρι
σαν άγαλμα μες στην πλατεία
εγώ το πέμπτο της λιοντάρι

Στίχοι: Μιλτιάδης Πασχαλίδης
Μουσική: Μιλτιάδης Πασχαλίδης
Πρώτη εκτέλεση: Μιλτιάδης Πασχαλίδης

Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2009

«Όφις και κρίνο», Η persona ενός ζωγράφου στον Καζαντζάκη


Διαχρονικά, πολλοί είναι οι συγγραφείς που έχουν καταθέσει στο λογοτεχνικό έργο τους όψεις του «ήθους» των καλλιτεχνών ηρώων τους και έχουν αποκαλύψει εκφράσεις της αποκλίνουσας καλλιτεχνικής τους φύσης. Πολλοί περισσότεροι είναι οι λογοτέχνες που έχουν περιγράψει το ερωτικό πάθος των ηρώων τους που τους οδηγεί στα όρια της παραφροσύνης. Στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη «Όφις και κρίνο» (1906), συναντάμε ένα ιδιόρρυθμο ψυχικά και πνευματικά ζωγράφο, σφόδρα ερωτευμένο με μια γυναίκα.
Στο πρώιμο αυτό έργο του συγγραφέα, σκιαγραφείται η διαταραγμένη κατάσταση ενός ζωγράφου, ο οποίος καταθέτει τις σκέψεις του γύρω από την ύπαρξη μιας όμορφης γυναίκας που συνάντησε απρόσμενα:

«Ένα βράδυ εκάθισα λυπημένος σ’ έναν κήπο έξω από την πόλη. Ένοιωσα πως κάποιον επερίμενεν η ψυχή μου. Έστρεψα το κεφάλι και την είδα. Γελαστή κι ώμορφη ερχόταν κάτω από τα δέντρα. Κάποιο χέρι μ’ έσπρωξε. Ω, το θυμούμαι’ Κάποιο χέρι παντοδύναμο μ’ έσπρωξε. Και της σίμωσα και της είπα τ’ όνομά μου – όνομα γνωστό καλλιτέχνη – και την παρακάλεσα να μ’ αφίσει να την ζωγραφίσω».

Παρ’ ότι ο ζωγράφος ζήτησε από τη γυναίκα να γίνει η Μούσα του αμέσως μόλις την αντίκρισε, το ερωτικό πάθος για εκείνη, ενώ αρχικά τού ξυπνούσε τη δημιουργικότητα, με το πέρας του χρόνου, είχε κατάφερε να αναστείλει την καλλιτεχνική δραστηριότητά του. Ο καλλιτέχνης καταθέτει τα πρώτα ψυχικά του βιώματα ως ακολούθως: «Νοιώθω κατεβαίνει μέσα μου ένας Θεός. Πνεύμα δημιουργίας φυσάει απάν’ από τις σκέψεις μου κι ένας δάκτυλος που στάζει φως εγγίζει το μέτωπό μου. Ένας Ραφαήλ κι ένας Πραξιτέλης λειτουργούνε μέσα μου. Κι ακούω το πινέλο απαλό και παντοδύναμο να σέρνεται στην καρδιά μου και νοιώθω ν’ απλώνονται απάνω της και να ζωντανεύουν οι μεγάλες ζωγραφιές. Παναγίες με το γλυκό χαμόγελο και τα’ άφθαστα κάλλη. Αγγελούδια π’ ακουμπούν το ξανθό κεφάλι απάνω στα χεράκια των και κυττάζουν με μάτια λουλουδιών τους ουρανούς και σωπαίνουν». Σε άλλο σημείο όμως του έργου, ο ζωγράφος παραδέχεται με παράπονο τα εξής:

«Κάθομαι στο ατελιέ μου μπροστά στις ζωγραφιές που άρχισα και δεν μπορώ να τελειώσω – κάθομαι και συλλογούμαι. Είμαι ξυπνητός κι ονειρεύομαι. Και βλέπω της Αγάπη μου νάρχεται γελαστή κι αθόρυβη, με τα μεγάλα μάτια και το λευκό, το αχάραχτο μέτωπο που δεν το φίλησε και δεν το λέρωσε η κάμπια της σκέψης. Κάτω στο διάβα της έχω στρωμένα την ευτυχία μου και τη χαρά και τους κρίνους της αθωότης μου και τα άγια άνθη του λωτού. Και τα πατεί και τα φονεύει κι έρχεται αθόρυβη και γελαστή απάνω στην ψυχή μου. Κι ανατριχιάζω όλος από αγάπη από φόβο».

Ο καλλιτέχνης βεβαίως, ήδη στις πρώτες αράδες του κειμένου έχει παραδεχτεί τη σωματική και συνάμα έχει σαφώς υπαινιχθεί τη διανοητική του νοσηρότητα: «Έχω πυρετό πάλι σήμερα. Ανατριχίλες διαβαίνουν από το κορμί μου όλο –κάτι τι σπαράσσει και τεντώνεται στον νου μου, - σαν να λύεται απότομα ένα ελατήριο, σαν να ξετυλίσσεται μ’ ορμή μια ανημέρωτη σκέψη πίσω από το μέτωπό μου». Αμέσως μετά μεταθέτει τη σκέψη του σ’ Εκείνη, την πηγή του ερωτικού πάθους και συνάμα της έμπνευσής του. Μεταξύ αισθήσεων και κυρίως παραισθήσεων, ο ήρωας - αφηγητής εκφράζει τις ενστικτώδεις διαθέσεις του έναντι της γυναίκας που ποθεί.

Με λόγο εντόνως εξομολογητικό, που αγγίζει τα όρια του παραληρήματος, ο ζωγράφος ξεδιπλώνει σε δεύτερο πρόσωπο τα αισθήματα που τρέφει για την αγαπημένη του:

«Είσαι η μόνη γυναίκα που εγέμισε την ψυχή μου. Όταν περνάς σιγά, σιγά, το χέρι Σου απάνω στα μαλλιά μου κόσμοι απόκρυφοι ανοίγονται μέσα μου και μια άνθιση μυστική κρίνων και ρόδων και κισσών ανθεί και πλέκεται γύρω στους στοχασμούς μου. Μου έρχεται να σκύβω και να σκορπώ στο διάβα Σου στέφανα και ρόδα και πολύξερους πόθους κι αγάπης μυστικά. Όταν η ανάμνησή Σου ανατέλλει και ροδίζει την ψυχή μου, Σε βλέπω μέσα από τα δάση των επιθυμιών μου κι από τις οροσειρές των παθών μου, μέσ’ από τα φυλλώματα τα πυκνά των πόθων μου να προβαίνεις λιγερή κι αμίλητη και με περίσσια χάρη και τα όνειρά μου στρώνονται και γονατίζουν χάμαι και Σε κυττάζουν. Διάβαίνεις σαν φως απάνω από την ψυχή μου. Και όλες μου οι αισθήσεις σμίγουν τα χέρια των σιγά, σιγά, στο διάβα Σου για να προσευχηθούν…».

Μαζί όμως με το πάθος που έχει κατακλύσει το «είναι» του, ο ζωγράφος δείχνει να συναισθάνεται σταδιακά το επερχόμενο τέλος, το οποίο φαίνεται πως είχε προβλέψει στη φράση:

«Αν αποθάνω, θ’ αποθάνω μια νύχτα, τα μεσάνυχτα, μέσα στην αγκαλιά Σου από την αγάπη κι από τον φόβο!». Έτσι, προσκαλεί την Μούσα του σ’ ένα εξοχικό σπίτι και πλημμυρίζει την κρεβατοκάμαρα με κρίνα και ρόδα.

Το τελευταίο τμήμα του έργου γράφεται από ένα φίλο του αφηγητή, ο οποίος βρίσκει τον καλλιτέχνη και την αγαπημένη του νεκρούς στην κρεβατοκάμαρα. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του: «Όλα έδειχναν πως επάλεψεν απελπισμένα η δύστυχη ν’ ανοίξει το παράθυρο και ν’ αναπνεύσει – μα εκείνος δεν την αφήκε… Εκείνος μ’ ένα ήρεμο χαμόγελο είχε ξαπλωθεί χάμαι στο πλάι κι είχε ρίξει τα χέρια του μ’ ένα κίνημα ανέκφραστο αγάπης γύρω στον λαιμό της». Ο ζωγράφος, ως φαίνεται από το τέλος του έργου, αφαίρεσε τη ζωή της γυναίκας που αγαπούσε και εν συνεχεία αυτοκτόνησε, γεγονός που, κατά την κρίση του φίλου του, «έδειχνε τον θλιβερό δρόμο πούχε πάρει τελευταία η σκέψη του δυστυχή και μεγάλου καλλιτέχνη».

Η ένταση του ιλίγγου, των φαντασιώσεων και των παραισθήσεων και που προκαλεί το αλόγιστο καταστροφικό πάθος που εγείρει το ερωτικό αντικείμενο στον ήρωα - αφηγητή του έργου «Όφις και κρίνο» καταδεικνύει τη λογοτεχνική δεινότητα του Καζαντζάκη, ο οποίος εξομολογείται στο έργο του «Αναφορά στον Γκρέκο»: «Βαριά κι άχαρη η μοίρα του ανθρώπου που γράφει’ γιατί είναι φυσικά αναγκασμένος να χρησιμοποιεί λέξεις, να μετατρέπει δηλαδή τη μέσα του ορμή σε ακινησία. Η κάθε λέξη είναι σκληρότατο τσόφλι που κλείνει μέσα του μεγάλη εκρηχτικιά δύναμη’ για να βρεις τι θέλει να πει πρέπει να την αφήνεις να σκάζει σαν οβίδα μέσα σου και να λευτερώνει έτσι την ψυχή που φυλακίζει».

(Στα αποσπάσματα που παρατίθενται έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του συγγραφέα)

Πηγή: art.mag

Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2009

Ένα βιβλίο αναμνήσεων



Πριν από 30 χρόνια η διαδρομή αυτή είχε άλλα χώματα, άλλες βροχές. Τα κατσίκια αυτά, τα πρόβατα αυτά έμοιαζαν με τα άλλα που θυσιάστηκαν για την τροφή των ανθρώπων. Τα δέντρα είχαν πιο πολλά φύλλα στα κλαδιά. Οι ελιές, τα πεύκα έμοιαζαν όπως στα έργα ζωγραφικής. Το παρελθόν είχε εισέλθει στον παρόντα χρόνο. Οι Αθηναίοι, οι Θεσσαλονικείς, οι πολυπληθείς επισκέπτες από παντού, γνώριζαν τα Ανώγεια της Κρήτης. Μια συμφωνία, μια αγάπη πνευμάτων έκαναν τον Μάνο Χατζιδάκι και τον Γεώργιο Κλάδο, δήμαρχο Ανωγείων, να διοργανώσουν, το 1979, αυτό το συνέδριο για τη Λαϊκή παράδοση στον καιρό μας - όχι τώρα που δεν έχει μείνει τίποτε, αλλά τότε.

Οι ομιλητές, στη θέση τους. Κάποια από τα πρόσωπα που έπαιζαν και άλλα που θα έπαιζαν ρόλο αργότερα στον πολιτισμό αυτής της χώρας, ήταν εδώ. Νιάτα και ομορφιές, όπως στα βιβλία των αναμνήσεων. Ανάμεσα σε καφέδες και ποτά, εδέσματα και σαλάτες, κρασί και ρακί, οι σύνεδροι και οι ακροατές έπλεκαν ουράνιες σκέψεις κάθετες στη φυσική ζωή του τόπου. Τραγουδιστές και λυράρηδες έντυναν τα βράδια με μουσικές εξαίσιες, συμπληρώνοντας το σκηνικό. Το έργο.

Αυτά πέρασα εδώ ξεφυλλίζοντας το βιβλίο που μου έστειλε η yafka books - ο Γιώργος Μητρόπουλος και η εξαιρετική συνθέτρια, τραγουδίστρια Δανάη Παναγιωτοπούλου, υπό τον τίτλο: Ο καταστασιακός Χατζιδάκις, Ανώγεια 1979. Συνάντηση και διάλογος για τη σημασία μιας λαϊκής παράδοσης στον καιρό μας. Οπου οι φωτογραφίες παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο.

Όμως την Κρήτη θα την ζήσω παρουσιάζοντας την ποιητική τέχνη, με τον συνεργάτη μας - ποιητή, Χρίστο Κρεμνιώτη, από τις 16 έως 23 Νοεμβρίου στο Ηράκλειο της Κρήτης, μιλώντας, ως Βιβλιοθήκη - Καταφύγιο θηραμάτων, στο θέατρο του Παγοποιείου, που, εξαιρετικά, διευθύνει η Χρυσάννα Καρέλλη· στην παζολινική πόλη.

Από τον Γιώργο Χρονά

Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2009

Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη και Έθιμα στον κύκλο του χρόνου


Το βιβλίο αυτό αποτελεί μια συστηματική καταγραφή των λαϊκών τελετουργιών, των δοξασιολογιών και των εθιμικών πρακτικών της Κρήτης. Ως λαϊκές τελετουργίες ο συγγραφέας εννοεί τις εθιμικές πράξεις που συνδέονται με τη λαϊκή λατρεία και εκφράζονται με ποικίλες εκδηλώσεις και συμβολισμούς στον κύκλο του χρόνου. Πρόκειται για μια ποιητική και επιστημονική προσέγγιση του λαϊκού πολιτισμού και της λαϊκής ψυχής, τεκμηριωμένη με πολυεπίπεδη έρευνα και εντυπωσιακό φωτογραφικό υλικό, λήψεις κυρίως του ίδιου του συγγραφέα από επιτόπιες έρευνες που άρχισαν από τα εφηβικά και τα πρώτα νεανικά του χρόνια, από τη δεκαετία του 1970.
Μέσα από τις λαϊκές τελετουργίες επιβίωσαν πανάρχαιες αντιλήψεις, πανάρχαιες εθιμικές πρακτικές, αυτούσιες ή προσαρμοσμένες στις θρησκευτικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες της κάθε εποχής.
Σήμερα, που τα λαϊκά τελετουργικά έθιμα της Κρήτης, όπως και πολλών άλλων περιοχών, βρίσκονται σε υποχώρηση, το βιβλίο αυτό αποτελεί πολύτιμο απόκτημα και μαρτυρία ζωής. Δεν είναι μόνον οι περιγραφές, στην πλειοψηφία τους αποτέλεσμα επιτόπιων ερευνητικών προσπαθειών, αλλά και η διεισδυτική ματιά του συγγραφέα που αναζητά τις καταβολές, τις ρίζες, τις λατρευτικές προεκτάσεις και το κοινωνικό περιεχόμενο της λαϊκής λατρείας, όπως εκδηλώνεται στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Κρήτη. Το βιβλίο, όμως, αποκτά γενικότερο ενδιαφέρον για το σύνολο του ελληνικού πολιτισμού, αφού προσφέρει υλικό για την πληρέστερη προσέγγιση ανάλογων ή παράλληλων εθιμικών πρακτικών του ελληνικού και του ευρύτερου μεσογειακού χώρου.


«Οι παλιοί παπάδες της Κρήτης θυμούνται ακόμα την εποχή που ευλογούσαν το στάρι ή το κριθάρι για να βλαστήσει ο σπόρος. Αυτή η τελετουργία έχει σβήσει από τις αρχές του '70, όταν εγκαταλείφτηκε η καλλιέργεια των δημητριακών. Η υποχώρηση των λαϊκών τελετουργιών και των εθίμων, όχι μόνο στην Κρήτη αλλά και σε πολλές περιοχές της Βαλκανικής και της Μεσογείου, είναι γεγονός και οφείλεται στις μεταβολές των οικονομικών και κοινωνικών (αλλά και των ψυχολογικών) συνθηκών μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Ήδη από το 1930 και έπειτα, δεν γίνονται λιτανείες με την εικόνα του Αγίου Τρύφωνα ούτε κρεμούν κάμπιες στην εικόνα του για να «υπενθυμίσουν» στον Άγιο να τις εξαφανίσει από τις καλλιέργειες. Το πετρέλαιο και τα εντομοκτόνα τον... αχρήστευσαν.
Αργότερα, όταν επεκτάθηκε η χρήση αλωνιστικών μηχανών, ξεχάστηκε το έθιμο να στήνουν “λαμί” στα αλώνια και να προσκυνούν τον καινούργιο καρπό. Αυτά τα λίγα παραδείγματα μαρτυρούν πόσο πολύτιμο είναι ένα βιβλίο που συγκεντρώνει και διασώζει τον νεότερο λαϊκό πολιτισμό. Γι’ αυτό και ξεχωρίζει το πλούσιο λεύκωμα του Νίκου Ψιλάκη, ερευνητή ακούραστου, που καταγράφει με διεισδυτικότητα και ημερολογιακή τάξη τα λαϊκά δρώμενα και τις λατρευτικές τελετουργίες της Κρήτης από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα. Το βιβλίο του έχει «θερμοκρασία», παράγει συγκίνηση, είναι καλογραμμένο, ενσωματώνει πλήθος ιστορικών στοιχείων και συμπληρώνεται από πλούσιο και σπάνιο φωτογραφικό υλικό».

Αριστοτελία Πελώνη, εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ»

Στον παρόντα, ογκωδέστατο τόμο καταθέτει συγκεντρωμένο το αποτέλεσμα μιας ερευνητικής δουλειάς που κράτησε πάνω από τριάντα χρόνια, για τις λαϊκές τελετουργίες, τις δοξασιολογίες και τις εθιμική πρακτικές της Κρήτης. Ως λαϊκές τελετουργίες ο συγγραφέας εννοεί τις εθιμικές πράξεις που συνδέονται με τη λαϊκή λατρεία και εκφράζονται με ποικίλες εκδηλώσεις και συμβολισμούς στον κύκλο του χρόνου. Στον πρόλογό του επισημαίνει ότι τα λαϊκά τελετουργικά έθιμα της Κρήτης, όπως και πολλών άλλων περιοχών της Βαλκανικής και της Μεσογείου, βρίσκονται σε υποχώρηση κατά τις τελευταίες δεκαετίες ή υφίστανται σημαντικές μεταβολές, άρρηκτα συνδεδεμένες με τις μεταβολές των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών. Ως κομβικό σημείο αυτής της διατάραξης θεωρεί τα τέλη της δεκαετίας του 1960, όταν ο εξηλεκτρισμός της υπαίθρου και η εκμηχάνιση της αγροτικής παραγωγής μεταβάλλουν τις κοινωνίες και τις οικονομικές δομές του νησιού, με φυσικό επακόλουθο τη μεταβολή των ψυχολογικών συνθηκών που καθόριζαν το εθιμικό περιβάλλον στον κύκλο του χρόνου.
Οι λαϊκές τελετουργίες που καταγράφονται και παρατίθενται με ημερολογιακή τάξη σ’ αυτό το βιβλίο αφορούν κυρίως στο νεότερο λαϊκό πολιτισμό της Κρήτης, από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα, αν και όπου του το επιτρέπει το υλικό, ο Νίκος Ψιλάκης πάει πιο πίσω στο χρόνο, σε παλαιότερες τελετουργικές πρακτικές.
Ο Νίκος Ψιλάκης στη μελέτη του, εντυπωσιακή για την πρωτοτυπία και την πληρότητά της, δεν περιορίζεται σε μια απλή πληροφοριακή και περιγραφική προσφορά (πράγμα διόλου ευκαταφρόνητο), αλλά προχωρά σε συγκρίσεις και επιστημονικές ανιχνεύσεις και εμβαθύνσεις φωτίζοντας από πολλές γωνίες το υλικό του και καταλήγοντας σε χρήσιμα ανθρωπολογικά συμπεράσματα. Ο συγγραφέας με αγάπη και στοργή συλλέγει και μελετά λαϊκές τελετουργίες του αγροτικού και αστικού χώρου, ερμηνεύει αυτές τις εκδηλώσεις της ζωής και τις αφηγείται με μια γλώσσα ρέουσα και ποιητική, απολαυστική μέσα στον πλούτο και την απλότητά της.
Φυσικά οι αναγνώσεις μιας τέτοιας μελέτης είναι πολλαπλές και πολυεπίπεδες. Εύκολα μπορούν να διακριθούν και αναλόγως να αξιοποιηθούν τα ιστορικά, θρησκειολογικά, κοινωνιολογικά, οικονομικά στοιχεία, που αφθονούν στις σελίδες του βιβλίου. Πλουσιότατο και κατατοπιστικότατο και το φωτογραφικό υλικό που πλαισιώνει και συμπληρώνει τα κείμενα. Οι λήψεις έχουν γίνει από τον ίδιο τον συγγραφέα κατά τη διάρκεια των επιτόπιων ερευνών του.
Συγκεφαλαιώνοντας θα λέγαμε ότι ο Νίκος Ψιλάκης αποτίει έναν ξεχωριστό φόρο τιμής στους ανώνυμους λαϊκούς ανθρώπους, στις αγροτικές κοινωνίες των περασμένων δεκαετιών, που διατήρησαν και συνέχισαν ή δημιούργησαν αυτόν τον εθιμικό κώδικα, «ικανό όπως πίστευαν να διασφαλίσει τον οίκο, την υγεία των μελών του και την επάρκεια αγαθών»: τα πολυσπόρια ή οι επιβιώσεις τους, οι εικονικές αροτριώσεις, οι μεταφορές αγιασμού ή ευλογημένων ανθέων στα σπαρτά, οι περισχοινισμοί, οι λιτανείες για αποτροπή των κινδύνων, οι τελετουργίες που σχετίζονται με το νερό, οι σταυροί που πλέκονται στα στάχια, ο «σωρός» είναι μερικές από τις αγροτικές τελετουργίες που καταγράφονται και αναλύονται στο βιβλίο.
Συγχρόνως όμως, το συγκεκριμένο υλικό είναι και ο ασφαλέστερος οδηγός γι’ αυτούς που αγαπούν και σέβονται τη λαϊκή παράδοση, τη γονιδιακή αυτή μνήμη, και προσπαθούν να την προστατεύσουν και διαφυλάξουν από τις κακόγουστες αναβιώσεις, τους φολκλορισμούς και τις γραφικότητες, που αφθονούν πλέον και απειλούν να διαβρώσουν και να αλλοιώσουν παραδοσιακές μορφές πολιτισμού με βαθύτατη ιστορία».

Παναγιώτης Στυλ. Σκορδάς
Περιοδικό «ΑΝΤΙ», εφημερίδα «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»

Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2009

Η δασκάλα και ο βοσκός


Μύθος και παρόν ενώνονται στο νέο μυθιστόρημα της Ρέας Γαλανάκη, "Φωτιές του Ιούδα, στάχτες του Οιδίποδα", το οποίο θα βρίσκεται από την επόμενη εβδομάδα στα βιβλιοπωλεία. Παρακολουθούμε από τη μία πλευρά την ανάπτυξη του μύθου του Οιδίποδα όπως μπολιάστηκε με εκείνον του Ιούδα Ισκαριώτη ώστε να ενσαρκώσει ο τελευταίος, ένας εβραίος, το απόλυτο κακό (και προδότης και αιμομείκτης), και από την άλλη πλευρά μια δραματική ιστορία που συμβαίνει το 2000 σε ένα ιδιότυπο ορεινό χωριό της Κρήτης όπου καταφθάνει μια αθηναία ελληνοεβραία δασκάλα για να διδάξει. Τι αμαρτίες θα χρειαστεί να πληρώσει η νεοφερμένη; Συναντήσαμε την κυρία Γαλανάκη στο σπίτι της στην Αθήνα και μας μίλησε γι΄ αυτή την τελευταία της συγγραφική περιπέτεια.

- Το πρώτο πράγμα που κάνει εντύπωση στο νέο βιβλίο σας είναι ο τίτλος.Πώς συνταιριάζεται ο Οιδίποδας με τον Ιούδα;

«Και εγώ είχα εντυπωσιαστεί αφάνταστα όταν είδα πριν από λίγα χρόνια ότι η μοίρα του τραγικού Οιδίποδα- δηλαδή η έκθεση του βρέφους με σκοπό τον θάνατό του, η επιστροφή, η πατροκτονία, ο γάμος με τη μάνα- αποδίδεται, σύμφωνα με μια παράδοση της Κρήτης, και στον Ιούδα τον Ισκαριώτη, στην άγνωστη νεότητά του προτού προδώσει τον Ιησού. Κάτι τέτοιο αναφέρεται στους 77 στίχους ενός ανώνυμου ποιήματος της Κρητικής Αναγέννησης, που είναι το “Παλαιά και Νέα Διαθήκη”, το δεύτερο σε μέγεθος μετά τον “Ερωτόκριτο”. Το ιταλικό χειρόγραφο αυτού του ποιήματος εκδόθηκε για πρώτη φορά μόλις το 2004 από το Ελληνικό Ινστιτούτο της Βενετίας, και μάλιστα το είχε μεταγράψει, μελετήσει και ανακοινώσει ο Ν. Μ. Παναγιωτάκης πριν από τον θάνατό του. Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι η συσχέτιση του Ιούδα και του Οιδίποδα διατηρήθηκε ζωντανή στην προφορική παράδοση του 20ού αιώνα και ήταν ευρύτατα γνωστή στους σύγχρονους επιφανείς λαογράφους. Ετσι, για να αναπτύξω σε ένα μυθιστόρημα τον παραπάνω μύθο, στηρίχτηκα αφενός στο κρητικό ποίημα, αφετέρου σε μαρτυρία καταγεγραμμένη από τον Γ. Α. Μέγα στην Κρήτη του περασμένου αιώνα, ελαφρώς παραλλαγμένη».

- Συνδυάζετε αυτή την παλαιά παράδοση με μια καινούργια δραματική ιστορία του 20ού αιώνα.Ο μύθος προσαρμόζεται σε οποιαδήποτε νέα πραγματικότητα;

«Ασφαλώς, αφού η συγκρότηση μιας οποιασδήποτε ταυτότητας περικλείει και στοιχεία από ποικίλους μύθους. Ξέρετε, ο μύθος κατ΄ ουσίαν δεν έχει χρόνο, είναι άχρονος, και ήθελα να το τονίσω αυτό στο μυθιστόρημα: τη διαχρονικότητα δηλαδή κάποιων μύθων, π.χ. το “πόσο αμαρτωλοί είναι οι εβραίοι, πόσο επικίνδυνοι οι ξένοι”. Να τονίσω τη διαχρονικότητα του ρατσισμού εν προκειμένω, αλλά και τη διαχρονικότητα των δυνάμεων που τον αντιμάχονται. Διότι από μόνο του το καθένα δεν έχει νόημα».

- Στο απάτητο χωριό της Κρήτης όπου εκτυλίσσεται το σύγχρονο κομμάτι του έργου κάποιοι επιδιώκουν ένα κράτος αυτόνομο,μια Κρήτη καθαρή από μετανάστες,αλητοτουρίστες,εβραίους,μουσουλμάνους για να σωθεί η παράδοση.Αυτή είναι η ευρωπαϊκή πολιτισμική ταυτότητα σήμερα;

«Ξέρετε, έγραψα αυτό το μυθιστόρημα ακριβώς για να εμβαθύνω, να αποκρυπτογραφήσω ενδεχομένως τέτοιου τύπου κλειστές κοινωνίες. Μπορεί κάποια πράγματα να δίνουν τον κυρίαρχο τόνο, και μπορεί αυτός ο κυρίαρχος τόνος να θρέφει επιπόλαια επί μήνες τα κανάλια, άπαξ και συμβεί κάτι. Εγώ όμως ως συγγραφέας επιμένω, οφείλω να επιμένω, ότι δεν υπάρχει κοινωνία που να έχει μόνο ενός μόνο τύπου ανθρώπους, ότι δεν υπάρχει κοινωνία που να προχωρεί μόνο με μία ταχύτητα. Μ΄ ενδιαφέρει η σύγκρουση των κοινωνικών ομάδων μέσα σε τέτοια μορφώματα, μ΄ ενδιαφέρουν οι αιτίες που κάνουν τις κοινωνίες και τις νοοτροπίες να αλλάζουν, μ΄ ενδιαφέρει η μετεξέλιξη των ρόλων της γυναίκας και του άνδρα σ΄ αυτές τις κοινωνίες, μ΄ ενδιαφέρει το προσκήνιο όσο και το παρασκήνιο, μ΄ ενδιαφέρει η απαξίωση των Γραμμάτων μπροστά στο εύκολο αστρονομικό κέρδος, μ΄ ενδιαφέρει η εκτροπή της οπλοκατοχής και οπλοχρησίας σε επίδειξη πλούτου, σε κάλυψη παρανομιών. Αυτά προσπαθώ να κατανοήσω, όσο και τι μπορεί να αντιπαρατεθεί σε τούτα. Και ας μην έχουμε αυταπάτες, η ευρωπαϊκή πολιτισμική ταυτότητα είναι μια θαυμαστή, μια μεγάλη ομπρέλα, που δεν μπορεί να μας προφυλάξει από το κάθε ανεμοβρόχι. Υπάρχουν και θα συνεχίσουν να υπάρχουν τοπικές ιδιαιτερότητες. Αν δεν προσπαθήσουμε να τις κατανοήσουμε, δεν θα πάμε παραπέρα».

- Βλέπουμε ότι ένα τοπικό έθιμο του Πάσχα,το κάψιμο του Ιούδα,συντηρεί τον ξεχασμένο μύθο και φέρνει θανατικό και συμφορά.Μήπως έχουμε πάλι Μεσαίωνα το 2000;

«Αυτό αφήνω να το κρίνει ο αναγνώστης. Είναι άλλωστε και ένα ερώτημα ενός από τους ήρωές μου, του αγροτοποιμένα Πέτρου, αλλά και της νεαρής αθηναίας ελληνοεβραίας δασκάλας που έρχεται την άνοιξη του 2000 να διδάξει στο συγκεκριμένο ορεινό χωριό, απροετοίμαστη για τον τόπο και για τους ανθρώπους του. Το κάψιμο του Ιούδα, αυτό το πασχαλινό έθιμο, ήταν απλώς η αιχμή του δόρατος για να συντελεστεί το δράμα. Από την άλλη, είναι νομίζω ολοφάνερη σε όλους μας η αναζωπύρωση του ρατσισμού σήμερα, με νέα ιδεολογήματα που προστίθενται στα παλιά. Για παράδειγμα, η προφανώς δικαιολογημένη αντίρρηση στις βιαιότητες του κράτους του Ισραήλ προκαλεί έναν καινούριο αντισημιτισμό, στρέφεται δηλαδή εναντίον μιας “φυλής” και όχι μιας συγκεκριμένης πολιτικής, ακυρώνοντας έτσι και τις τολμηρές φωνές αντίρρησης που ακούγονται μέσα στο παραπάνω κράτος. Κυρίως όμως το ζήτημα των μεταναστών είναι αυτό που έχει προκαλέσει τον σύγχρονο ρατσισμό, και στην Ελλάδα και αλλού».

- Ο θάνατος παραμονεύει στο κάθε βήμα των ηρώων σας στο ορεινό χωριό.Δεν φοβάστε μήπως εισβάλατε σε ναρκοθετημένο πεδίο;

«Εμένα με τράβηξε σ΄ αυτό το “ναρκοθετημένο πεδίο”, όπως σωστά λέτε, η ανάγκη να υπερασπιστώ τους αθώους, τις γυναίκες, τους αποκλίνοντες, καθετί το διαφορετικό μέσα σ΄ αυτές τις μικροκοινωνίες του “άβατου”. Με τράβηξε η ποικιλομορφία, όχι η ισοπέδωση των πάντων. Γιατί, το ξαναλέω, με κατέθλιψε αυτή η ισοπεδωτική, η πανάθλια φήμη για όσα συμβαίνουν την Κρήτη που προέκυψε από τα ΜΜΕ πριν από λίγα χρόνια. Σ΄ αυτό το σημείο θέλησα να παρέμβω για να δείξω και τις άλλες πλευρές, φωτεινές πλευρές κατά τη γνώμη μου, που εξακολουθούν να συνοδεύουν το εκάστοτε σκοτάδι».

- Αναφέρεστε σε υπαρκτά πρόσωπα στο σύγχρονο κομμάτι του έργου σας; «Οχι. Ολα τα πρόσωπα στο σύγχρονο μέρος του έργου, αλλά και το ορει νό χωριό που αναφέρω στο βιβλίο μου, δεν υπάρχουν. Είναι φανταστικοί άνθρωποι, φανταστικοί τόποι. Μόνο η λογοτεχνία νομιμοποιεί την ύπαρξή τους. Οσο πιο πολύ όμως έχει μελετήσει ο συγγραφέας, όσο πιο βαθιά έχει σκάψει σε τόπους και ψυχές, όσο πιο καίρια τον έχουν αγγίξει συμπεριφορές και έθιμα, όσο πιο ανοιχτά σκέφτεται, τόσο πιο κοντά στην πραγματικότητα είναι τα είδωλα που κομίζει».

- Η ελληνοεβραία δασκάλα είναι απόβλητη από το χωριό όχι μόνο επειδή δεν είναι Κρητικιά αλλά γιατί επιπλέον ερωτεύτηκε και σχετίστηκε με έναν άνδρα του χωριού.Θεωρείτε ότι το «εθνικό» είναι διαφορετικό για τη γυναίκα απ΄ ό,τι για τον άνδρα;

«Δεν θα έπρεπε, κι όμως συχνά συμβαίνει ένα “αρνητικό” στοιχείο να βαραίνει πιο πολύ τη γυναίκα παρά τον άνδρα, όσο κι αν οι κοινωνίες μας επαίρονται ότι έφεραν επιτέλους την ισοτιμία στα φύλα. Δεν συμβαίνει ακριβώς αυτό ούτε στις πόλεις ούτε στους μικρούς τόπους, αν και τα πράγματα έχουν βελτιωθεί με τον χρόνο. Στις κλειστές ορεινές κοινωνίες έχει μάλιστα παρατηρηθεί ένα πισωγύρισμα. Στο μυθιστόρημα, λόγω του συγκεκριμένου φανταστικού τόπου, η “αμαρτία” της Εύας θεωρείται βαρύτερη από την αντίστοιχη του Αδάμ, και μάλιστα διαχρονικά, ξεκινώντας από τα χρόνια της Κατοχής και του αντάρτικου για να καταλήξει στις ακραίες σύγχρονες συνθήκες».

- Η ηρωίδα σας μεταμορφώνεται στη διάρκεια του έργου και κερδίζει την παρτίδα με τον φόβο.Είναι αυτή η μοίρα των γυναικών που ξεχωρίζουν;

«Ισως συμβαίνει αυτό, τουλάχιστον για τις γυναίκες που ξεχωρίζουν για το ήθος τους, για μια στάση ζωής που κατακτούν σιγά σιγά. Ο φόβος δεν επιτρέπει να είναι κανείς ελεύθερος, να είναι δίκαιος, να είναι αυτάρκης. Δεν είναι εύκολο να ξεπεραστεί ο φόβος, δεν ξέρω καν αν ξεπερνιέται εντελώς, για πάντα. Σημειώνω σε αυτό το σημείο ότι η προσπάθεια της ηρωίδας μου να επιβληθεί στον φόβο της συμπίπτει με το ότι μαθαίνει την κρυφή οικογενειακή ιστορία της, που σχετίζεται μοιραία με το παραπάνω χωριό, και συμφιλιώνεται τελικά μαζί της. Ενα από τα “συμπεράσματά” της είναι ότι “ο χρόνος έχει πρόσωπο γυναίκας”».

- Υπάρχει γενικά μια οπτική γωνία από την πλευρά των γυναικών,τόσο στο μυθικό μέρος όσο και στο σύγχρονο. Συνδέεται αυτό με το ότι «ο χρόνος έχει πρόσωπο γυναίκας»,όπως τελειώνει και το βιβλίο σας;

«Φυσικά συνδέεται, φτάνει να μη λησμονούμε ότι από κοινού γυναίκα και άνδρας φτιάχνουν όλες τις ενότητες, την οικογένεια, την κοινωνία, έστω και με διακριτούς ρόλους. Στη μυθική λοιπόν αφήγηση προσπάθησα να συγκεντρωθώ κυρίως στη μορφή της Κιμπουρέας, της μάνας και γυναίκας του Ιούδα του Ισκαριώτη, τον μακρινό απόηχο της τραγικής Ιοκάστης. Στα δραματικά γεγονότα του 2000 οι γυναίκες έχουν σημαίνοντα ρόλοκαι δεν μιλώ μόνο για τη δασκάλα, αλλά και για την αγράμματη ηλικιωμένη Αγγελικώ που αναλαμβάνει χρέη άνδρα, ή τη φίλη της Φροσύνη που πλέκει δαντελάκι και μιλάει με μαντινάδες. Συλλειτουργούν βεβαίως με τους άνδρες ήρωες, τον Πέτρο, τον Χάρακα, τον δήμαρχο. Ας τα αφήσουμε όμως να τα ανακαλύψει όλα αυτά ο αναγνώστης».

Πηγή: Το ΒΗΜΑ

Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2009

Άγιε μου Γιώργη μεθυστή


Άι Γιώργης ο Μεθυστής. Όσο να πεις εντυπωσιακό "παρατσούκλι" για Άγιο. Αλλά εδώ η λαική σοφία συνταιριάζει αγιότητες και ανθρώπινα χούγια. Τρεις του Νοέμβρη.

Η χαρά των "βαρελοφρόνων".

Οι νοικοκυραίοι της Κρήτης πρωτανοίγουν τα σφραγισμένα βαρέλια της νέας σοδειάς. Κρασί μυρωδάτο, σπονδή στον Άγιο τους. Κι οι εκκλησιές του, τρεις όλες κι όλες. Στην Αυγενική, στο Σωκαρά και στη Ροδιά.

Βρεθήκαμε σε λίγη ώρα να ανηφορίζουμε το στενό και κακοτράχαλο δρομάκι. Ένα πανέμορφο ηλιοβασίλεμα στεφάνωνε το ξωκκλήσι μας. Ο κόσμος λιγοστός.
Το κονάκι του Αγίου το ξόρισαν εδώ πάνω οι βοσκοί. Οι μάντρες με τα πρόβατα το
γυροφέρνουν ακόμη. Και τονε θέλανε "μεθυστή" τον Άγιο τους. Να ταιριάζει στα χνώτα τους. Να ευλογάει το κρασί τους κάθε χρόνο στις 3 του Νοέμβρη, όπως το 'κανε παλιότερα ο "προκάτοχός" του, ο Διόνυσος, την πρώτη μέρα των Ανθεστηρίων.
Η εκκλησία στολισμένη με σημαιάκια. Στο εσωτερικό της ίσα να χωρά ο παπάς, ο ψάλτης και κανά δύο ακόμη. Μπαίνεις, ανάβεις κερί, ασπάζεσαι τον Άγιο, βγαίνεις. Απλά πράγματα. Και σαν βγεις στο προαύλιο δεν έχει "αντίδερο απ' του παπά το χέρι". Ένα πάγκο με κεραστές και λογής λογής κρασιά έχει. Και λίγα μέτρα πιο κει βλέπεις τις σούβλες να στριφογυρνούν ανήσυχες. Και τις φωτιές με τα αντικρυστά κρέατα. Ιδίοτυπος "άρτος" σε ιδιότυπο πανηγύρι.
Μεθυστής ο Άη Γιώργης, γιατί μέχρι να προχωρήσει λίγο η νύχτα δοκιμάζει όλα τα
γιοματάρια των πιστών του. Και μετά βουτά και το οφτό με τα χέρια για να ξεγελάσει το
μεθύσι του. Και μόλις χορτάσει πιάνει τη λύρα και τις μαντινάδες.

Άγιε μου Γιώργη, μεθυστή
βλόγησε τη σοδειά μου
φάε και πιές και σίμωσε
και φύλα τα παιδιά μου

Μα γω κρασί δεν έπινα.
Εγώ το κοινωνούσα.
Και εδά μεθώ και χαίρομαι
κι όλο θα το βλογούσα,

αρκεί να μου το τάξετε
σε τούτη δω τη σχόλη
πως κάθε χρόνο θα 'ρχεστε
να μου το φέρνετ' όλοι.


Αφιερωμένο σ' όλους τους "μεθυστές" που επιμένουν ότι ... η ζωή είναι αλλού.

Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2009

Μια πόλη σαν ζωγραφιά


H πιο ποιητική πόλη της Kρήτης, χτισμένη στα ερείπια της αρχαίας Kυδωνίας, βίωσε την επέλαση πολλών επιδρομέων, αλλά γεύτηκε και πολιτισμούς των οποίων τα αποτυπώματα είναι έκδηλα σε προσόψεις κτισμάτων, σε κάστρα, τείχη, αρχαιότητες, μοναστήρια και εκκλησίες. Τα Χανιά είναι ένας τόπος που θα σας μείνει αξέχαστος από την πρώτη στιγμή, μια πόλη γεμάτη κρυμμένες ομορφιές που περιμένουν να τις ανακαλύψετε.

Περπατώντας στην πόλη των Xανίων, το βλέμμα μαγνητίζεται από το Παλιό Λιμάνι. O ενετικός κυματοθραύστης το προστατεύει από τα μεγάλα κύματα, ενώ στην άκρη του στέκει αγέρωχος ο περίφημος βενετσιάνικος Φάρος. Tο λιμάνι μοιάζει με ζωγραφιά... Mία από τις καλύτερες στιγμές της διαμονής σας εδώ είναι ο απολαυστικός περίπατος κατά μήκος του.

Tο τζαμί των Γενιτσάρων, χτισμένο το 1645 στο μέσον του Παλιού Λιμανιού, θυμίζει τις ανατολίτικες επιρροές που δέχτηκαν τα Xανιά στο παρελθόν. Στην ανατολική και νότια πλευρά του λιμανιού, σώζονται τα Nεώρια, παλιά ναυπηγεία χτισμένα από τους Ενετούς στα τέλη του 15ου αιώνα. Ξεχωρίζει το Mεγάλο Aρσενάλι, το οποίο -αναστηλωμένο σήμερα- φιλοξενεί τον εκθεσιακό και συνεδριακό χώρο του Kέντρου Aρχιτεκτονικής της Mεσογείου.
Στη βορειοδυτική πλευρά, θα συναντήσετε αξιόλογα κτίσματα της βενετσιάνικης αλλά και της οθωμανικής αρχιτεκτονικής. Tο Nαυτικό Mουσείο και η Iστορική Λαογραφική και Aρχαιολογική Eταιρεία Kρήτης στο φρούριο του Φιρκά, που βρίσκεται στο δυτικό άκρο του Παλιού Λιμανιού, αποτελούν κατά κάποιον τρόπο την είσοδο στην παλιά πόλη, που ταξιδεύει τους επισκέπτες σε μακρινές εποχές.
Oμορφα κτίρια ρίχνουν τη σκιά τους καθώς περπατά κανείς στα στενάκια θαυμάζοντας την αρχιτεκτονική και τα ζωντανά χρώματά τους. Φροντισμένα μπαλκόνια ξεχειλίζουν από πολύχρωμα ολοζώντανα λουλούδια, δίνοντας άλλον αέρα στην πόλη και στις βόλτες που θα κάνετε εκεί ξανά και ξανά.


MIA BOΛTA ΣTHN ΠOΛH

H Δημοτική Aγορά -εγκαινιάστηκε το 1913 και, ουσιαστικά, χωρίζει την παλιά από τη νέα πόλη των Xανίων- είναι χτισμένη επάνω στον ισοπεδωμένο βενετσιάνικο προμαχώνα Piatta Forma. Πρόκειται για ένα μεγαλοπρεπές οικοδόμημα σε σχήμα σταυρού, που κάποτε ήταν η καρδιά του εμπορίου της πόλης. Aκόμα και σήμερα, στεγάζει πολλά παντοπωλεία, κρεοπωλεία, ιχθυοπωλεία, μανάβικα αλλά και μαγαζιά με αναμνηστικά αντικείμενα και είδη λαϊκής τέχνης.
Στην ανατολική και τη δυτική της πλευρά, υπάρχουν και πολλά παραδοσιακά ταβερνάκια, τα οποία ετοιμάζουν νόστιμα μαγειρευτά φαγητά. Είναι τα αγαπημένα στέκια των εμπόρων που εργάζονται στην αγορά αλλά και όσων τα επισκέπτονται μετά το ξενύχτι για να απολαύσουν ένα πιάτο ζεστή, ελαφριά σούπα. Γύρω από τη Δημοτική Aγορά, βρίσκεται το Πάρκο Eιρήνης και Φιλίας των Λαών, το Δημοτικό Pολόι, το κτίριο των Δικαστηρίων και ο Δημοτικός Kήπος, που διαθέτει μικρό ζωολογικό κήπο αντιπροσωπευτικό της κρητικής πανίδας.
H συνοικία Tοπχανά πήρε το όνομά της από την ενετική πυριτιδαποθήκη που υπήρχε κάποτε εδώ. Στην οδό Θεοτοκοπούλου, θα θαυμάσετε τα βενετσιάνικα μέγαρα με τα έντονα ανατολίτικα αρχιτεκτονικά στοιχεία έπειτα από τις προσθήκες που έγιναν από τους Tούρκους. Πολλά από αυτά τα κτίρια έχουν μετατραπεί σήμερα σε όμορφες πανσιόν που προσφέρουν ατμοσφαιρική διαμονή.
Στον Tοπχανά μπορείτε να δείτε, επίσης, τον ναό του Σαν Σαλβατόρε, που φιλοξενεί τη Bυζαντινή και Mεταβυζαντινή Συλλογή Xανίων. Λίγο πιο μακριά, στην πλατεία Eλευθερίου Bενιζέλου, θα δείτε το σπίτι του γνωστού πολιτικού, το οποίο σήμερα φιλοξενεί το ομώνυμο Eθνικό Iδρυμα Eρευνών, καθώς και το παλάτι του πρίγκιπα Γεωργίου και τη ρωσική εκκλησία της Aγίας Mαγδαληνής.


MIKPEΣ ΓEITONIEΣ

Tα Tαμπάκικα ήταν κάποτε η περιοχή των βυρσοδεψείων που λειτουργούσαν στην παραλία κάτω από τη Xαλέπα. O χώρος είχε επιλεγεί τον 19ο αιώνα λόγω των υπαρχόντων υπόγειων υδάτων. Tο Kουμ Kαπή είναι μια παραλιακή περιοχή που εκτείνεται στην ανατολική πλευρά του Παλιού Λιμανιού και θα την ανακαλύψετε περπατώντας αρκετά, έχοντας πάντα τη θάλασσα δίπλα σας.
Yστερα από μια μικρή παράκαμψη, θα βγείτε στη ζωντανή αυτήν περιοχή με τα πολλά μαγαζάκια και μπαράκια, που είναι πάντα γεμάτα κόσμο. O πεζόδρομος με τα στιβανάδικα της οδού Σκρύδλωφ είναι πάντα πολύβουος, με πολλά μικρά μαγαζάκια που πουλάνε δερμάτινα κάθε είδους. H σκιά από τις τέντες παραπέμπει σε παζάρι της Aνατολής. Στα παραδοσιακά μαχαιράδικα κατά μήκος της οδού Σήφακα, οι λιγοστοί σήμερα τεχνίτες συνεχίζουν να δουλεύουν τον τροχό και το μέταλλο κατασκευάζοντας αυθεντικά κρητικά μαχαίρια. Aν έχετε αυτοκίνητο, κάντε μια βόλτα στο Aκρωτήρι, όπου βρίσκονται οι τάφοι των Bενιζέλων, σε μία από τις ωραιότερες τοποθεσίες των Xανίων με υπέροχη πανοραμική θέα.


ΠΑΡΑΛΙΕΣ ΚΟΝΤΑ ΣΤΑ ΧΑΝΙΑ

Φεύγοντας από την πόλη των Xανίων, οι κοντινότερες παραλίες με τη σειρά που τις συναντάμε είναι αυτές των Aγίων Aποστόλων, της Aγίας Mαρίνας και του Πλατανιά. Mπορεί να μην χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερη φυσική ομορφιά, αλλά συγκεντρώνουν πλήθος κόσμου καθώς απέχουν μόνο 5-15 χιλιόμετρα από την πόλη των Xανίων. Στη βορειοδυτική γωνιά της Kρήτης, βρίσκεται η χερσόνησος της Γραμβούσας.
Στη δυτική, εξωτερική πλευρά της χερσονήσου, υπάρχει η καταπληκτική παραλία του Mπάλου. H παραλία αυτή είναι πλατιά, με πολύ ψιλή λευκή και κόκκινη άμμο, ενώ σε κάποιο σημείο σχηματίζει και μια μικρή λιμνοθάλασσα. H Φαλάσαρνα είναι μια εκπληκτική παραλία στο δυτικό άκρο της Kρήτης που απέχει 17 χλμ. από το Kαστέλι. Xαρακτηρίζεται από την ψιλή ξανθιά άμμο και τα κρυστάλλινα νερά, για τα οποία έχει βραβευτεί πολλές φορές ως η καλύτερη παραλία της Eλλάδας και μία από τις καλύτερες της Eυρώπης. Bόρεια της πόλης των Xανίων, στο Aκρωτήρι, υπάρχουν τρεις πολύ όμορφες και καθαρές παραλίες, ο Kαλαθάς, ο Σταυρός και το Mαράθι.


KPHTIKH ΚΟΥΖΙΝΑ

Kάθε γωνιά της Kρήτης έχει και μια γεύση διαφορετική. Xανιά, Pέθυμνο, Hράκλειο, Σητεία, Aγιος Nικόλαος, ολόκληρο το νησί αποτελεί μια γευστική εμπειρία. Με τη συμβολή της πλούσιας πανίδας και χλωρίδας του, διατηρεί μία από τις πιο ζωντανές γαστρονομικές παραδόσεις. Oι Kρητικοί ισχυρίζονται ότι στον τόπο τους φύεται το 60% των αρωματικών φυτών όλης της Eυρώπης, ενώ πολλοί είναι αυτοί που εμπνέονται από τα σπάνια αρωματικά και τα χορταρικά των κάμπων και των βουνοκορφών του.
Hταν φυσικό, λοιπόν, σε αυτόν τον τόπο να υιοθετηθεί μια ειδική διατροφή, η λεγόμενη «κρητική διατροφή», που αργότερα έγινε γνωστή ως μεσογειακή δίαιτα, βασισμένη κυρίως στην κατανάλωση χορταρικών, λαχανικών και οσπρίων, που προσφέρει σε αφθονία η κρητική γη. Oι Kρητικοί αγαπούν το ελαιόλαδο, το κρεμμύδι και την ντομάτα στα φαγητά τους. Συχνά σβήνουν με κρασί τα «τσιγαριαστά», ενώ τα ιδιαίτερης γεύσης μυρωδικά δίνουν τον ξεχωριστό τους χαρακτήρα στα φαγητά.
Oι νοικοκυρές ποτέ δεν αρκέστηκαν στη νοστιμιά των πρώτων υλών. Τις επεξεργάστηκαν, τις μαγείρεψαν, τις συνδύασαν -συχνά αρκετά τολμηρά- και το καθημερινό σπιτικό φαγητό έβγαλε πιάτα εξαιρετικά.
Eτσι, ακόμη και σήμερα, σε όλη την Kρήτη ο επισκέπτης μπορεί να βρει ντόπια προϊόντα μαγειρεμένα με μοναδικό τρόπο. Aκόμα και στο πιο μικρό ταβερνάκι, κάποιος μερακλής θα βρεθεί να ετοιμάσει αυθεντικές νοστιμιές: Xόρτα τσιγαριαστά, κουνέλι στιφάδο, χοχλιούς μπουμπουριστούς (σαλιγκάρια τηγανητά σβησμένα με ξίδι) ή το περίφημο γαμοπίλαφο. Aλλά και τις πιο απλές γεύσεις να δοκιμάσει κανείς, μια ελιά, μια αγριοαγκινάρα ή μια ντομάτα με χοντρό αλάτι, αμέσως θα καταλάβει τη διαφορά.
Eνα από τα βασικά χαρακτηριστικά της κρητικής διατροφής είναι η μεγάλη κατανάλωση λαχανικών και γενικώς τροφών φυτικής προέλευσης. Oι Kρήτες τρώνε τα περισσότερα λαχανικά και χόρτα στον δυτικό κόσμο και καταναλώνουν τριπλάσιες ποσότητες λαχανικών και οπωροκηπευτικών από τους υπόλοιπους Eυρωπαίους! Eίναι ένα ακόμη μυστικό καλής υγείας, αφού με αυτόν τον τρόπο προσλαμβάνουν άφθονες φυτικές ίνες, αρκετές ποσότητες βιταμινών και άλλες θρεπτικές ουσίες που είναι απαραίτητες για τον άνθρωπο.
Mερικά από τα κηπευτικά της Kρήτης έχουν έρθει από άλλες περιοχές της Γης, με πιο χαρακτηριστικό το παράδειγμα της ντομάτας, που σήμερα οι ειδικοί ιστορικοί της διατροφής πιστεύουν πως ενσωματώθηκε τόσο γρήγορα στην κουζίνα του νησιού ώστε να έχει συμβάλει στη διαμόρφωση του χαρακτήρα της κρητικής διατροφής.

TYPOKOMIA


H Kρήτη έχει πολύ σπουδαία παράδοση και στα τυροκομικά προϊόντα, καθώς εδώ παράγονται και πολλά τυριά Προστατευόμενης Oνομασίας Προέλευσης. Περίφημη είναι η κρητική γραβιέρα, που θα τη βρείτε παντού, η μυζήθρα, η ξινομυζήθρα, η τυρομάλαμα, ο φρέσκος και ξηρός ανθότυρος. Στα Xανιά παράγεται το πηκτόγαλο, ένα τυρί με γιαουρτώδη υφή και ελαφρά υπόξινη γεύση, που τρώγεται με το κουτάλι, αλείφεται ή χρησιμοποιείται σε διάφορες πίτες.


OΔHΓIEΣ ΠPOΣ «NAYTIΛΛOMENOYΣ»


Στην κάβα και delicatessen «Mηδέν Aγαν», στην οδό Δασκαλογιάννη 70, θα ανακαλύψετε παραδοσιακά προϊόντα, χειροποίητες μαρμελάδες αλλά και τα καλύτερα κρασιά του κρητικού αμπελώνα μεταξύ άλλων.
Στην παλιά πόλη, η «Vinieria 36» έχει βρει τη θέση της σε παραδοσιακό φούρνο. O Nεκτάριος Tσομπανάκης, γνώστης του κρασιού, θα σας ταξιδέψει οινικά στην Kρήτη αλλά και στον παγκόσμιο αμπελώνα μέσα από ένα καλόγουστο περιβάλλον με γευστικά πιάτα και φιλικές τιμές.
Tο αυθεντικό μαγειρείο «Kουζίνα EΠE» αναλαμβάνει να σας παρουσιάσει τις τοπικές μαγειρικές.
Για φρέσκο ψάρι, στο «Θαλασσινό Aγέρι» στα Tαμπακαριά και στη Nέα Xώρα στην «Tαβέρνα του Mάνου».

Της Ζωής Βλάχου

Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2009

«Ο χρόνος έχει πρόσωπο γυναίκας»


Τα βιβλία αυτοσυστήνονται. Ο συγγραφέας είναι ο επαρκέστερος πληρεξούσιος ανάμεσα στο έργο του και στον αναγνώστη. Οι λέξεις και τα πράγματα του συγγραφέα συναντούν τις λέξεις και τα πράγματα του ήρωα ή του αφηγητή.
Βιβλία πριν αρχίσουμε να τα φυλλομετράμε.

Φωτιές του Ιούδα, στάχτες του Οιδίποδα

μυθιστόρημα

εκδόσεις Καστανιώτη

Ένα ανώνυμο ποίημα της αναγεννησιακής Κρήτης με τίτλο «Παλαιά και Νέα Διαθήκη», γραμμένο, μάλλον, στον Χάνδακα (Ηράκλειο), αλλά πρωτοδημοσιευμένο το 2004 στη Βενετία από το εκεί Ελληνικό Ινστιτούτο, συσχετίζει μέσα σε μερικές δεκάδες στίχους τη μοίρα του τραγικού Οιδίποδα με τον Ιούδα τον Ισκαριώτη.
Στο «Φωτιές του Ιούδα, στάχτες του Οιδίποδα» επιχείρησα να συνδυάσω τον παραπάνω μύθο, που ο απόηχός του φτάνει μέχρι σήμερα, με γεγονότα τα οποία διαδραματίζονται με αφορμή το πασχαλινό κάψιμο του Ιούδα, την άνοιξη του 2000 στο «άβατον» ενός απομονωμένου ορεινού χωριού της Κρήτης, όταν έρχεται να εργαστεί εκεί μια νεαρή ελληνοεβραία δασκάλα. Τα δραματικά γεγονότα ωθούν επίσης τη δασκάλα να αναζητήσει τις ρίζες τής, μετά την Κατοχή, αποσιωπημένης οικογενειακής της ιστορίας.

Το βιβλίο ρέει σε δύο παράλληλες κοίτες, που ενώνονται μέσα στο μεγάλο μυθιστορηματικό ποτάμι. Από τη μια, δηλαδή, μεριά αναπτύσσεται ο μύθος που αποδίδει στον Ιούδα τα αρχετυπικά «αμαρτήματα» του Οιδίποδα, ανάγοντάς τον έτσι στο σύμβολο του απόλυτου, του διαχρονικού, αλλά και του διαπολιτισμικού κακού.

Από την άλλη, επιχειρείται η ανατομία μιας κλειστής, ανδροκρατούμενης, ορεινής κοινωνίας στη σημερινή Κρήτη. Εκεί όπου νόμος και παρανομία, η παραδοσιακή λιτή ζωή μαζί με την επίδειξη του σημερινού ανυπολόγιστου «μαύρου» χρήματος, οι πιο προοδευτικές αλλά και οι πιο σκοταδιστικές - έως και ρατσιστικές αντιλήψεις, η σιωπή των τοπικών Αρχών και η αποδοχή της συγκάλυψης από την κοινότητα συνθέτουν μιαν ιδιαίτερη τοπική ισορροπία και κινούν τα νήματα ζωής και θανάτου. Εκεί όπου τα ανερμήνευτα για τους τρίτους προβλήματα της οπλοκατοχής και της οπλοχρησίας, της ύπαρξης προστατών και της απουσίας του κράτους αφορούν σε αθώους και ενόχους, ενώνοντάς τους όμως όλους σε μιαν ιδιότυπη συμπεριφορά και στάση. Με ενδιέφερε ο εντοπισμός των κάθε λογής νημάτων, που είτε συνδέουν την παλιά με τη σύγχρονη ορεινή Κρήτη είτε έχουν πια κοπεί έχοντας συχνά μετατρέψει σε μαϊμουδισμό τις αλλοτινές αξίες.

Η αφήγηση εστιάζεται κυρίως στα γυναικεία πρόσωπα του μυθιστορήματος: τη μυθική Κιμπουρέα, μάνα και γυναίκα του Ιούδα· την αθηναία ελληνοεβραία δασκάλα· την ηλικιωμένη σπιτονοικοκυρά της η οποία αναγκάζεται να αναλάβει χρέη άντρα, και τη φιλενάδα της, μια γυναίκα που πλέκει και φτιάχνει μαντινάδες. Μέσα από τις κρυφές κι εύθραυστες ισορροπίες του τόπου, αυτές οι γυναίκες συνομίλησαν με τους ίσκιους των νεκρών, αυτές ανυψώθηκαν κάποια στιγμή σε ιέρειες, αυτές δέθηκαν μοιραία και στενά με τις ισχυρές αντρικές φυσιογνωμίες του μυθιστορήματος: τον Ιούδα και τον πατέρα του Ρουμπέμ, τον αγροτοποιμένα Πέτρο, τον δήμαρχο, τον δάσκαλο Χάρακα, τον Αδικημένο.

Αλλωστε, το βιβλίο καταλήγει με τη διαπίστωση ότι «Ο χρόνος έχει πρόσωπο γυναίκας».

Tης Ρέας Γαλανάκη

Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2009

Ανάβαση στον Γκίγκιλο

Μια φθινοπωρινή πεζοπορία στην Κρήτη είναι κάτι σαν το παλιό κρασί! Αν και δεν είναι απολύτως απαραίτητο, όταν το έχεις, απολαμβάνεις από το άρωμα μέχρι και την τελευταία σταγόνα του.


Δραστηριότητες όπως η πεζοπορία είναι ιδανικές αυτή την περίοδο που τελειώνουν οι ζέστες και αρχίζει ο καιρός να κρυώνει. Πρώτον, γιατί η κρητική φύση αναγεννιέται με τις πρώτες βροχές και τα μέχρι τώρα ξερά και σκονισμένα εδάφη καλύπτονται από ένα καταπράσινο χαλί και δεύτερον, γιατί το περπάτημα στη φρεσκάδα και τη δροσιά του αέρα, μπορεί να συνδυαστεί με ένα -τυχαίο δήθεν- πέρασμα από κάποιο καζάνι τσικουδιάς!

Το περπάτημα είναι μία μαγεία αυτή την εποχή, ανάμεσα στα χρυσοκόκκινα φύλλα των αμπελιών, των πλατανιών, των ασφενδάμων. Αυτή είναι και η εποχή των φθινοπωρινών λουλουδιών, όπως τα κόλχικα, οι κίτρινες στερνμπέργκιες και οι λευκοί κρόκοι.
Δύο πολύ όμορφες ορεινές διαδρομές, που μπορείτε να τις κάνετε όλο τον χρόνο εκτός από τον χειμώνα είναι στον Νομό Χανίων. Η πρώτη στο οροπέδιο του Ομαλού και η δεύτερη στο οροπέδιο του Ασκύφου. Από το οροπέδιο του Ομαλού μπορείτε να ανέβετε σχετικά εύκολα σε μία κορυφή των Λευκών Ορέων πάνω από 2.000 μέτρα και από του Ασκύφου μπορείτε να περιπλανηθείτε στο οροπέδιο και μετά να ανηφορίσετε μέχρι του Ασφέντου.
Τα Λευκά Ορη, οι Χανιώτικες Μαδάρες όπως τις λένε στην Κρήτη, έχουν περισσότερες από πενήντα ψηλές κορφές με υψόμετρο πάνω από τα 2.000 μέτρα. Η ευκολότερα προσβάσιμη είναι ο Γκίγκιλος και γι’ αυτό ακριβώς το λόγο έχει τις περισσότερες επισκέψεις. Ο Γκίγκιλος, με υψόμετρο 2.081 μ., βρίσκεται στο οροπέδιο του Ομαλού, πάνω από το Ξυλόσκαλο, ακριβώς εκεί που ξεκινάει το φαράγγι της Σαμαριάς.
Πριν ξεκινήσετε την ανάβαση από το Ξυλόσκαλο κάντε ένα ελαφρύ ζέσταμα περπατώντας στο οροπέδιο του Ομαλού, ανάμεσα στα παλιά χωραφάκια, τους πρίνους, τα σφενδάμια, τις καρυδιές και τις αμπελιτσιές (κρητικό ενδημικό δέντρο). Αν σας αρέσουν τα σκοτάδια, κάντε και μία βόλτα μέχρι το σπήλαιο του Τζανή ή Καταβόθρα ή Χώνος. Το σπήλαιο ήταν το κρησφύγετο του θρυλικού οπλαρχηγού Τζανή ή Φόβος (Τζανόμαρκος).
Η ανάβαση ξεκινά δεξιά από το τουριστικό περίπτερο, στο τέλος του δρόμου. Το μονοπάτι που ανηφορίζει φιδωτά πάνω στην πλαγιά είναι βατό και ευδιάκριτο.
Ανεβαίνοντας ψηλά. Σε όλη τη διάρκεια της ανάβασης, η θέα προς τις κορυφές των Λευκών Ορέων είναι κάτι παραπάνω από φανταστική. Θα περάσετε ανάμεσα από εντυπωσιακούς σχηματισμούς βράχων, μία αψίδα και σαθρά πετρώματα, από τα πιο άγρια της Κρήτης. Το μονοπάτι εδώ πολλές φορές είναι υποτυπώδες και στενό.
Στα 1.450 μ. υψόμετρο βρίσκεται η πηγή Λινοσέλι, όπου υπήρχε μαντείο στην αρχαιότητα και τώρα υπάρχει δροσερότατο τρεχούμενο νεράκι.
Συνεχίζετε το ανηφορικό μονοπάτι πάνω στη σάρα μέχρι το διάσελο, απ’ όπου θα δείτε το φαράγγι της Τρυπητής.
Ανηφορίστε αριστερά, προσπεράστε από μακριά το άνοιγμα ενός σπηλαιοβάραθρου, και ακολουθήστε τα σημάδια στο δαιδαλώδες τερέν, χρησιμοποιώντας μερικές φορές και τα χέρια σας. Μετά δυόμισι με τρεις ώρες ανάβασης φτάνετε στην πλατειά κορφή, η οποία όμως δεν είναι η ψηλότερη κορφή.
Θα χρειαστείτε περίπου 20’ χωρίς μονοπάτι και λίγο σκαρφάλωμα μέχρι να φθάσετε στην κυρίως κορυφή. Αυτό το τελευταίο κομμάτι είναι το πιο άγριο και συνάμα πιο όμορφο της ανάβασης.


ΣΤΟ ΟΡΟΠΕΔΙΟ ΑΣΚΥΦΟΥ

Ανάμεσα από τις κορυφές των Λευκών Ορέων Κάστρο (2.218 μ.), Τρυπάλι (1.493 μ.) και Αγκάθες (1.511 μ.), σχηματίζεται μια μικρή λεκάνη, πόλγη κατά το επιστημονικότερο. Η λεκάνη αυτή ήταν, λέει, πολύ παλιά μία λίμνη και το όνομά της το πήρε από το σκύφος που σημαίνει κύπελλο. Οπως και να έχει, το μικρό αυτό οροπέδιο σήμερα είναι ιδανικό μέρος για πεζοπόρους και καλοφαγάδες. Φυσικά, αν συνδυαστεί το πρώτο με το δεύτερο, μιλάμε για τον τέλειο συνδυασμό.
Οι σφακιανές πίτες, τα τσιγαριαστά με τα ντόπια κρέατα, τα παξιμάδια και οι πατάτες της περιοχής, είναι το... βαρύ πυροβολικό της γεύσης. Πραγματικά είναι η καλύτερη κατάληξη μιας πεζοπορίας, ειδικά αν ο καιρός είναι λίγο κρύος.
Η ανάβαση στο Κάστρο, η διάσχιση μέχρι την Ανώπολη, η ανάβαση στις Αγκάθες και η διάσχιση μέχρι τ’ Ασφένδου, είναι στην πρώτη γραμμή των πεζοπορικών διαδρομών.
Η κλασικότερη πεζοπορική διαδρομή από του Ασκύφου είναι προς το οροπέδιο του Νιάτου, στο καταφύγιο της Ταύρης και από κει στην κορφή Κάστρο, αλλά πρέπει να διαθέσει κανείς οπωσδήποτε δύο μέρες.
Αν ψάχνετε για κάτι εντυπωσιακό, πηγαίνετε στο φαράγγι της Ιμπρου. Αν πάλι θέλετε κάτι πιο ήσυχο και μοναδικό περάστε το φαράγγι του Ασφέντου.
Ξεκινήστε την πορεία σας από τις Καρές ή το Αμμουδάρι και κατηφορίστε στον μικρό και γραφικό οικισμό Γωνί, που δεσπόζει στη μέση του εύφορου οροπεδίου. Από εκεί συνεχίζετε τον χωματόδρομο που φεύγει νοτιανατολικά του χωριού. Εκεί που η πεδιάδα σβήνει, σύντομα θα δείτε το παλιό καλντερίμι, που αρχικά εναλλάσσεται με τον δρόμο. Στη διακλάδωση πάρτε τον αριστερό δρόμο και εκεί που τελειώνει η περίφραξη κάνετε αριστερά μέσα στη ρεματιά βρίσκοντας πάλι το παλιό μονοπάτι, εγκαταλείποντας τον δρόμο οριστικά.
Συνεχίστε μέχρι το διάσελο, όπου θα φτάσετε μετά μιας ώρας περπάτημα από το Γωνί και κατηφορίστε στο παλιό καλντερίμι μέχρι μια στάνη, όπου πλέον ακολουθείτε τον χωματόδρομο, περνώντας πού και πού στο παλιό μονοπάτι.
Φτάνετε στο χωριό Ασφέντου, τρεις ώρες περίπου από την αρχή της πορείας. Μόνο λίγα σπίτια κατοικούνται εδώ και αυτά μόνο το καλοκαίρι. Ο μικρός ορεινός οικισμός, από παλιά κατοικούνταν μόνο το καλοκαίρι και τον χειμώνα οι κάτοικοι κατέβαιναν στα παραθαλάσσια μετόχια τους.
Μόλις φτάσετε στον οικισμό συνεχίζετε για λίγο ευθεία. Περάστε τον κεντρικό δρόμο και κατηφορίστε μέσα από παλιά χωραφάκια, στην κοίτη της ρεματιάς, όπου και θα βρείτε το παλιό καλντερίμι. Τα τοιχώματα του φαραγγιού αρχίζουν να στενεύουν. Το τοπίο γίνεται επιβλητικό και πανέμορφο. Το παλιό καλντερίμι σε πολλά σημεία είναι τέλεια διατηρημένο και έχει πλάτος γύρω στο ενάμισι μέτρο.
Σε μιάμιση ώρα από του Ασφέντου βρίσκεστε στο χωριό Αγιος Νεκτάριος, απ’ όπου μπορείτε με ταξί να γυρίσετε στα χωριά του Ασκύφου.

ΤΑ ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ ΤΩΝ ΧΑΝΙΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ ΣΕ ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ

Δύο έμπειροι ορειβάτες από την Κρήτη, ο Αγγελος Ασαριωτάκης και ο Γιάννης Κορνάρος, έγραψαν έναν πεζοπορικό οδηγό, για να προσθέσουν, όπως λένε οι ίδιοι, ένα μικρό λιθαράκι στο οικοδόμημα της Κρήτης. Ενα κέντρισμα για να γνωρίσουν κι άλλοι την Κρήτη που γνώρισαν και αγάπησαν οι ίδιοι μέσα από τις ατελείωτες πεζοπορίες στα μονοπάτια, στα γιδόστρατα, στις μαδάρες, στα φαράγγια, στις παραλίες και στα λογής λογής μικρά και μεγάλα χωριά.
Είναι φανερή η προτίμηση των συγγραφέων στα πιο άγνωστα και απομακρυσμένα μέρη της Κρήτης, αλλά δεν παραλείπουν να περιγράψουν και απλές ή γνωστότερες διαδρομές. Ο οδηγός είναι κατατοπιστικός με λεπτομερείς περιγραφές των σημαντικότερων και ωραιότερων πεζοπορικών και ορειβατικών διαδρομών της Δυτικής Κρήτης (Νομοί Χανίων και Ρεθύμνου). Οι 51 διαδρομές, που καλύπτουν τα ενδιαφέροντα τόσο των ορειβατών όσο και των απλών περιηγητών, παρουσιάζονται αναλυτικά, ?ε όλες τις πληροφορίες (διάρκεια, βαθμός δυσκολίας, διαμονή κ.λπ.).

EΞΟΠΛΙΣΜΟΣ

Ο εξοπλισμός για την ανάβαση στον Γκίγκιλο δεν είναι διαφορετικός από αυτόν σε οποιοδήποτε ψηλό βουνό. Το κυριότερο είναι ένα καλό ζευγάρι παπούτσια, τα οποία πρέπει να καλύπτουν τον αστράγαλο και να έχουν καλή σόλα. Το καπέλο και τα γυαλιά ηλίου είναι απαραίτητα όπως και ένα μακρυμάνικο φανελάκι, για την προστασία από τις υπεριώδεις ακτίνες. Αυτή την εποχή το αδιάβροχο και ένα «φλις» δεν είναι διόλου περιττά και φυσικά ένα ζευγάρι μπαστούνια για πεζοπορία είναι πολύ χρήσιμα, ειδικά στις κατηφόρες.

ΤΙ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΕΙ

Το βιβλίο έχει μεταφραστεί και προς το παρόν κυκλοφορεί μόνο στην αγγλική γλώσσα. Ο πλήρης τίτλος είναι «Hikes, Walks and Rambles in Western Crete-A Guide». Μετάφραση στα αγγλικά: Aρίστος Γρηγοριάδης. Επιμέλεια: Chris Stokes. Εκδόσεις Κριτική. Στην εισαγωγή δίνονται πρακτικές πληροφορίες για τον απαραίτητο εξοπλισμό, αλλά και για τα διαφορετικά είδη των μονοπατιών και τις πιθανές δυσκολίες που θα συναντήσει ο πεζοπόρος. Στον οδηγό περιλαμβάνονται ακόμα στοιχεία για τη γεωλογία, τη χλωρίδα, τα αξιοθέατα, τους κατοίκους, τη μυθολογία, την ιστορία αλλά και την καθημερινότητα του νησιού.

Πηγή: ethnos