Τετάρτη 5 Ιανουαρίου 2011

Η Κρήτη είναι κόκκινη.ΤΕΛΟΣ.


Όλα ξεκίνησαν το 1994 στο χωριό Πάτημα Αποκορώνου Χανίων, όταν βρέθηκε στραγγαλισμένη αφού προηγουμένως είχε βιαστεί η 53χρονη τότε Φωτούλα Μουζουράκη.
Για τη δολοφονία είχαν συλληφθεί οι Μιχάλης Δικονιμάκης και ο φίλος του Νίκος Πολλάκης οι οποίοι καταδικάστηκαν σε ισόβια κάθειρξη όμως ο φονικός κύκλος της βεντέτας μόλις άνοιγε.
Στις 16 Αυγούστου 1994 σε ορεινή περιοχή της κοινότητας Κουρνά Αποκορώνου, βρέθηκε νεκρός ο 24χρονος Κώστας Μουζουράκης, γιος της Φωτούλας Μουζουράκη. Τον είχαν πυροβολήσει δύο φορές από σχετικά μικρή απόσταση.
Τον Νοέμβριο του 1994 ο Γιάννης Μουζουράκης, 26 χρόνων, τότε μαζί με άλλα δύο άτομα δολοφόνησε τον Μανώλη Δικονιμάκη, 54 χρόνων. Ο Δικονιμάκης ήταν πατέρας του Μιχάλη Δικονιμάκη, που είχε κατηγορηθεί και καταδικαστεί για τη δολοφονία της Φωτούλας Μουζουράκη.
Στις 13 Δεκεμβρίου 1994, άγνωστος παρέσυρε με το αυτοκίνητό του το Σήφη Δικονιμάκη, 28 χρόνων. Το... ατυχήμα έγινε στη Μυτιλήνη. Ο νεαρός οδηγούσε μοτοποδήλατο και είχε μαζί του καραμπίνα, που εκπυρσοκρότησε και τον σκότωσε. Ηταν γιος του Μανώλη Δικονιμάκη και αδερφός του Μιχάλη.
Στις 23 Σεπτεμβρίου 1995, ο Βαγγέλης Σελινιάκης, δολοφονήθηκε με κυνηγετική καραμπίνα σε ενέδρα που του έστησαν άγνωστοι στον επαρχιακό δρόμο Αργυρούπολης Ρεθύμνου Επισκοπής.
Ηταν ανιψιός του 37χρονου τότε και νεκρού σήμερα Ευάγγελου Σελινιάκη, που κατηγορήθηκε για τη δολοφονία του Κώστα Μουζουράκη και για την οποία καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη.
Δραπέτευσε όμως από τις δικαστικές φυλακές Αλικαρνασού στις 21 Ιουλίου 1996 και θεωρείτο ως ο υπ' αριθμόν ένα ύποπτος για εκείνη τη δολοφονία.
Ο Γιάννης Μουζουράκης, δολοφονήθηκε το 1999 στο Περιστέρι. Στη ζώνη του είχε περασμένο το περίστροφό του, που εδώ και πέντε χρόνια που κατεζητείτο από την Aστυνομία, κουβαλούσε πάντα μαζί του. Ξαφνικά δέχτηκε μια ριπή από σφαίρες. Δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Ούτε το όπλο του κατάφερε να χρησιμοποιήσει. Επεσε στο έδαφος και σύρθηκε μερικά μέτρα.
Στις 13 Ιανουαρίου 2011 στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Ηρακλείου θα αρχίσει η δίκη για τη δολοφονία του Γιάννη Σελιανάκη, πατέρα τριών παιδιών, από την Αρχοντική Ρεθύμνου, ο οποίος έπεσε νεκρός τον Ιανουάριο του 2007 από τις σφαίρες του όπλου που κρατούσε ο 43χρονος Η.Α. από την Επισκοπή Ρεθύμνου.
Η εκδίκαση της υπόθεσης προκαλεί μεγάλη ανησυχία στους αστυνομικούς, καθώς το θύμα ήταν ανιψιός του ανθρώπου-φάντασμα, του Βαγγέλη Σελιανάκη.
Σύμφωνα με την εφημερίδα «Πατρίς», ο ίδιος έβαψε τα χέρια του με αίμα για να εκδικηθεί τη δολοφονία του πρώτου ανιψιού του, αδερφού του Γιάννη Σελιανάκη και πολλοί πίστευαν πως θα χτυπούσε και πάλι ο Βαγγέλης Σελιανάκης που είχε συλληφθεί το Φεβρουάριο του 1995 και είχε καταδικαστεί σε ισόβια.
Τον Ιούλιο όμως του 1996 απέδρασε από τις φυλακές Αλικαρνασσού και τρία χρόνια αργότερα κατηγορήθηκε για τη δολοφονία του Γιάννη Μουζουράκη (αδερφού του Κώστα Μουζουράκη), τον οποίο θεωρούσε υπεύθυνο για το φόνο του ανιψιού του.

Αναδημοσίευση από τον  ade gia

Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2010

Ένα χριστουγεννιάτικο δώρο....

Με τα τεράστια ελληνικά μου χαυλιόδοντες αθανασίας

Νίκος Καρούζος


Ολίγο φως και μακρινό

σε μέγα σκότος κι έρμο.

Διονύσιος Σολωμός


Γεια σου βρε λεβεντοΜάνο!

Μες στη φωνή σου ακέραιος ο Λαός
βρίσκει την πιο σωστή φωνή του.
Μες στη φωνή σου πέντε αηδόνια, τρεις αητοί
και ένα λιοντάρι δένουν την φιλία του Κόσμου.

Γιάννης Ρίτσος


«Γιατρέ πράμα από την Κρήτη.» κούνησε τον πορτοκαλί φάκελο ο ταχυδρόμος Ξαφνιάστηκα. Ποιος να με θυμήθηκε; Στη θέση του αποστολέα γραμμένο με χοντρό μαρκαδόρο: «Μανώλης Εργαζάκης - Ρέθυμνο – ΚΡΗΤΗ» Ο Μανώλης είναι φίλος από τα παλιά, συμφοιτητής στη Θεσσαλονίκη. Περισσότερο από τα καθημερινά της Σχολής, μας ένωνε η αγάπη που είχαμε για τον «Ερωτόκριτο». Βέρος Ρεθυμνιώτης ο Μηνάς συνήθιζε να επαναλαμβάνει το ακόλουθο «ιατρικό» λογοπαίγνιο: «για μένα, συνάδελφε, ο «Ερωτόκριτος» είναι συγγενής λόξα, για σένα επίκτητη».

Ο «Ερωτόκριτος» αποτελεί το αριστούργημα της Κρητικής Λογοτεχνίας και κορυφαίο λογοτεχνικό μνημείο της Μεσαιωνικής Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας. Για μένα, ωστόσο, το ποίημα του Κορνάρου αποτελεί κυρίως μια κιβωτό της ελληνικής γλώσσας, καθώς στους 1540 στίχους του ποιήματος διασώζονται στο χρόνο λέξεις και ήχοι τούτης της αιώνιας λαλιάς, που είναι η ελληνική.

Άνοιξα γρήγορα τον φάκελο. Το σημείωμα έγραφε: «Φίλε σου στέλνω ένα συγκλονιστικό video! Είναι μια παλιά εκπομπή της ΕΡΤ. Δες και θα καταλάβεις.».

Γυρίζοντας από την δουλειά στο σπίτι, δεν κρατιόμουν! Έβαλα κατευθείαν το DVDστον υπολογιστή. Ήταν μια παλιά εκπομπή – κάπου εκεί γύρω στις αρχές του ΄80 - αφιερωμένη στον σπουδαίο ηθοποιό Μάνο Κατράκη. Ο σκηνοθέτης ζήτησε από τον ηθοποιό να κάνουν και κάποια γυρίσματα στην ιδιαίτερη πατρίδα του ηθοποιού, την Κρήτη. Έτσι, βρέθηκαν και σε ένα παλιό καφενείο σε κάποιο μικρό χωριό στο Καστέλι της Κρήτης.

Εκεί ο Κατράκης συναντά τυχαία έναν παλιό του φίλο, τον λαγουτέρη Γιωργή Κουτσουρέλη. Ανάμεσα στους απλούς Κρητικούς, στην αυθεντικότητα του λαϊκού καφενέ και με ζωντανές τις μνήμες των παιδικών του χρόνων ο μεγάλος ηθοποιός απελευθερώνεται. Και ξάφνου ζαλισμένος από τη ρακί αρχίζει να απαγγέλει στίχους από τον Ερωτόκριτο. Σιμά του ο μέγας μαϊστορας της Κρητικής Μουσικής ο Γιωργής Κουτσουρέλης συνόδευε με το λαγούτο του τον αφηγητή. Πίσω τους κρεμασμένες στον τοίχο και καπνισμένες από την ξυλόσομπα μια λαϊκή ζωγραφιά του Λευτέρη Βενιζέλου και ένα ασπρόμαυρο πορτρέτο του Ψαρονίκου του Ξυλούρη. Τριγύρω σιωπηλοί οι θαμώνες του καφενέ, σαστισμένοι από την αναπάντεχη ευεργεσία που τους αξίωσε, να αντικρύζουν μπροστά τους να εκτυλίσσεται τούτο το σπάνιο θαύμα. Ιερή σιγή! Τα σα εκ των σων!

Μέσα στην μέθη τούτης της ξαφνικής οίησης ο Κατράκης συνέχιζε να προφέρει τούτα τα αιώνια Ελληνικά. Καθάρια, αντρίκια, άξια και ολύμπια η φωνή του. Σπηλαιώδης ηχώ της ιστορίας του τόπου μας.

«Όοχου Γιώργη Κουτσουρέλη!», «Γεια σου Μάνο!», αντάλλασαν παινέματα οι δυο μύστες, για να αντέξουν το βάρος της στιγμής. Και έτσι κατάφερναν να συνεχίζουν το χρέος οι δυο γέροντες με τη θέρμη και το μεράκι εικοσάχρονου :

τσι περαζόμενους καιρούς που Έλληνες ορίζαν

και που δεν είχε η Πίστη τους θεμέλιο, μηδέ ρίζα

τότε μια αγάπη μπιστική στον κόσμο εφανερώθη…



Και καθώς συνεχίζονταν το τραγούδι στον μικρό καφενέ αναβίωναν σπουδαίες στιγμές από το υπερχιλιετές ταξίδι που κάνει το καράβι της Ελλάδας στο χρόνο. Από τον Φήμιο τον αοιδό των Ομηρικών Επών και τους τραγουδιστάδες με την πανδουρίδα των Ακριτικών Τραγουδιών μέχρι τον ταμπουρά του Μακρυγιάννη. Όλα τούτα συμπυκνώνονταν ατόφια σ’ αυτό το απρόσμενο σκηνικό.

Για λίγα λεπτά ο χρόνος μετεωρίζονταν ανάμεσα στο σήμερα, στο χθες και στο πάντοτε.

«Δεν πάει όλα γύρω να γκρεμιστούν!»,σκέφτηκα.«Η δική μου Ελλάδα ζει!».

Ένιωσα μια εκκένωση να διαπερνά την σπονδυλική μου στήλη. Τα μάτια μου από ώρα υγρά. «Νικήτα, κατέβα να ετοιμαστείς. Ο Άκης και η Στεφανία όπου να ναι έρχονται!», με ξύπνησε απότομα από την έκσταση της συγκίνησης η Άσπα.

Από το φινιστρέλλο της σοφίτας αχνοφαίνονταν μέσα στο χειμωνιάτικο σινιάκι η κορυφογραμμή του βουνού. Και για μια στιγμή σαν να είδα λαμπαδηφόρους Δρουσουλίτες να τη διασχίζουν μέσα στην παγωμένη νύχτα του Δεκέμβρη.



Υ.Γ. Αναζητήστε το σχετικό απόσπασμα της εκπομπής στην διαδυκτιακή διεύθυνση εδώ.

Όσοι είστε γονείς εφήβων, δείτε το απαραίτητα μαζί τουςž μοιραστείτε ένα συγκλονιστικό, ακριβές και αληθινό μάθημα πατριδογνωσίας και ιστορίας. Μακριά από τον υστερικό λόγο του κάθε κίβδηλου υπερπατριώτη και το ωρολόγιο πρόγραμμα της βαριεστημένης φιλολόγου στο δημόσιο σχολείο.

Δείτε όλη την εκπομπή στην διαδικτυακή διεύθυνση www.youtube.com και ειδικότερα :

1ο μέρος : http://www.youtube.com/watch?v=44wYg60jIS0
2ο μέρος : http://www.youtube.com/watch?v=J04uGp7JseY&feature=related
3ο μέρος : http://www.youtube.com/watch?v=jqFGf9ZTJGw&feature=related

Κυριακή 7 Νοεμβρίου 2010

Απ' τον Μαθιό... στον Καλλικράτη


- Η βάφτιση του Μαθιού ήταν η καλύτερη "προσγείωση" στην Αθήνα μετά τις καλοκαιρινές διακοπές.

- Ωραία όμως ήταν και η ιδέα να δεξιωθεί τους καλεσμένους ο Αρης στην πλατεία πάνω από την εκκλησία του Αγίου Νικολάου του Ραγκαβά στους πρόποδες του βράχου της Ακρόπολης.Την διαμόρφωσε πολύ όμορφα εκεί που ήταν στέκι αστέγων και μέσα στο σκουπίδι.

- Εκανε την αρχή λέω εγώ,και θα δεις ο δήμος αθηναίων να διοργανώνει στο εξής γάμους και βαφτίσια.Μέχρι και χημικές τουαλέτες εβαλε. Η αρχιτεκτονική πινελιά του Αρη μέτρησε και με το στεφάνι με τους ηλίανθους και το κόκκινο σχοινί,που το είχε έξω από την εκκλησία και μετά το έβαλε σ ενα δέντρο στο πάρκο.

- Πω...πω....από το Ρέθυμνο στην Αθήνα και στα θολά νερά των ειδήσεων γύρω από τις νομαρχιακές εκλογές και τη βάφτιση του Καλλικράτη.Και κανένας δε λέει το αυτονόητο.Που είναι βρε η αποκέντρωση που θα έπρεπε να ήταν σημαία σας με τον Καλλικράτη;

- Όπου και να πας εκτός Αθήνας αντιλαμβάνεσαι την αναγκαιότητα να στηριχτεί η περιφέρεια,να καταλήξουν εκεί και να δημιουργήσουν οι νέοι που δε μπορούν άλλο τους απάνθρωπους ρυθμούς των μεγαλουπόλεων,μόνο η κυβέρνηση δεν το αντιλαμβάνεται και αδυνατεί να σχηματίσει ικανές δομές στην περιφέρεια για την περίφημη αποκέντρωση.

- Εδώ όπου φύγει φύγει είναι οι έλληνες μετά τις σπουδές τους.Στο Βέλγιο η βιολόγος,στο Λονδίνο η Ελλη η γεωπόνος και ο Μπάμπης που τελείωσε πληροφορική.Μόνο ένα πράγμα τους στεναχωρεί και ίσως μετρήσει για την επιστροφή τους κάποτε στην Ελλάδα.Το ότι εκεί δε μπορείς να αποκτήσεις σπίτι δικό σου,δεν είναι όπως στην Ελλάδα λέει ( η νέα γενιά στην ελλάδα έχει στο DNA της το ιδιοκτησιακό). Βέβαια παίρνουν τα διπλάσια απότι εδώ, όμως τα πάντα είναι ακριβά.Το νοίκι σε καλή περιοχή στο Λονδίνο κάτι σαν Φιλοθέη φτάνει τα 1.700 ευρώ.Δε ρισκάρουν άλλη περιοχή γιατί η εγκληματικότητα είναι στα ύψη.

- Από την άλλη όμως άκουσες πως περιέγραψαν τις κοινωνικές δομές.Δεν υπάρχει περίπτωση γιατρός να σου γράψει χαριστικά αναρρωτική άδεια,δεν υπάρχει περίπτωση να δουλέψεις μια ώρα παραπάνω και να μην στη δώσει ο εργοδότης.Ρεπό και άδεια δε χάνονται με τίποτα.Ο βρετανός δεν ξεπερνά τις 7 με 8 ώρες δουλειάς την ημέρα.Δεν είναι όπως εδώ που από το πρωί μέχρι το βράδι εργάζεσαι για τα απαραίτητα.

- Η ανεργία μαστίζει ήταν η πρώτη κουβέντα της μητέρας μου μόλις πάτησα το πόδι μου στην Αθήνα.
Απέναντι από το σπίτι στην οδό Ανδριτσαίνης έκλεισαν τα πέντε από τα δέκα μαγαζιά.Επαθα πλάκα όταν γύρισα από τις διακοπές και έψαχνα να βρω ένα δωράκι για το Μαθιό.

- Κλείνουν μαγαζιά στην Αθήνα και στο μυαλό τους να πετύχει ο Καλλικράτης.

- Όχι ότι δε τον συζητούσαν και στα χωριά του Ρεθύμνου.Οι συνενώσεις όμως δεν αλλάζουν την καθημερινότητά τους.Μου άρεσε που είδα την ανηψιά μου χαρούμενη λίγες μέρες πριν ξεκινήσει το νηπιαγωγείο που φέτος είναι και διευθύντρια.Γεμάτη ιδέες για τα παιδιά τι θέμα θα συζητήσουν την πρώτη μέρα αλλά και γεμάτη προβληματισμούς αφού ήδη δύο γονείς δε θέλουν να ακούσουν τα παιδιά τους τίποτα περί θρησκευτικών.Μα δεν τους κάνω προσυλητισμό απαντά εκείνη.Γενικά περί θρησκείας λέμε στο νήπιο.

- Το ποιο ωραίο που άκουσα ήταν οι αφηγήσεις των μικρών μαθητών της πέρυσι όταν γύρισαν από τις διακοπές.Ενα κοριτσάκι της περιέγραψε με αθωότητα το ταξίδι με τη μητέρα του στην Αθήνα σε μια περιοχή που την λένε Κορυδαλλό όπου στη φυλακή είναι ο θείος της.Πήγε εκεί μετά από τις φυλακές Αλικαρνασσού.
Τσιρία τσιρία της είπε.Ξέρετε γιατί ο θείος μου είναι στη φυλακή;Γιατί είπε ψέματα στη μαμά του.

- Αμ και το άλλο στο μάθημα γεωπονικής που φυτεύανε κάτι σπόρους.Τελειώσαμε τους είπε μετά από κάποια ώρα,καθαρίστε τα χεράκια σας από το χώμα,αλλά ένα αγοράκι συνέχιζε να φυτεύεει με μεγάλη επιμέλεια.Τελειώσαμε Μανωλάκη του λέει.Οχι κυρια απαντά εκείνο,πρέπει να φυτέψουμε όλους τους σπόρους χασίσι.

- Και η πιο ωραία φωτογραφία που πήρα από πανηγύρι στα Αγκουσελιανά Ρεθύμνου ήταν οι πινακίδες στα πλατάνια.Παρακαλούμε διασκεδάστε χωρίς πυροβολισμούς.

Της ΔΗΜΗΤΡΑΣ ΣΩΤΗΡΙΑΔΟΥ

Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2010

Βεντέτα (Μάνη 1764 μ.Χ.)


… Νύχτα κατέβηκε στη Μάνη. Πεζός, αλαφροπάτητος και αμίλητος. Προχωρώντας μόνο στις σκιές και στα σκοτάδια, όπως κάνουν τα αγρίμια που βγαίνουν για να κυνηγήσουν. Σουρούπωνε, όταν μπήκε σαν τον αρχάγγελο του θανάτου στο κονάκι των Μιχοπουλαίων. Την ώρα που η γριά σταύρωνε το καρβέλι για να το κόψει, κάνει ‘‘μπραγκρ!’’ η πόρτα και μπαίνει μέσα ο Λεωνίδας Λεωτύχης.

Τα ρουθούνια του είναι ανοιχτά σαν της πεινασμένης γάτας. Κρατάει όπλο στα χέρια του και, χουγιάζοντας, τους δένει όλους. Μόνο τη γριά δεν τη δένει. Τη σηκώνει με το μικρό του δαχτυλάκι, σαν μαύρο μπόγο από τσεμπέρια και μαύρα σκουτιά, και την απιθώνει στο σκαμνί δίπλα στο τζάκι, να καψαλίζει ψωμί. Η γριά είχε δει πολλά φονικά στη ζωή της – και μέσα στο σπίτι της και έξω από αυτό, και στην Αγία Γραφή ακόμη. Ξέρει καλά ότι το αίμα είναι ένα πράγμα μυστήριο. Ένα πράγμα που μαγνητίζει το σίδερο και θέλει να το γλείψει στην κόψη. Γι’ αυτό και κάθεται σοφή και πανάλαφρη στο παραγώνι. Ρίχνει φετούλες ψωμί στη θράκα, κουνάει το κουκουλωμένο της κεφάλι μπρος πίσω και μοιρολογάει χαμηλόφωνα.

Ο Λεωνίδας Λεωτύχης κλοτσάει τους υπόλοιπους στην κοιλιά και στο κεφάλι. Αφήνει το όπλο όρθιο πίσω από την πόρτα, βγάζει από το ζωνάρι το μαχαίρι, γονατίζει και, με σίγουρες κινήσεις, σκίζει ένα ένα τα ρούχα και τα μεσοφόρια της Αρετής Μιχοπούλου, της μοναχοκόρης. Ύστερα της ανοίγει τα σκέλια ξεδιάντροπα και την αφήνει έτσι, μέχρι που ο αέρας του σπιτιού αρχίζει να μυρίζει ξινή κολοκυθόπιτα και τη ζεστή και κόκκινη μυρωδιά που έχει το πρήξιμο. Και τη κοιτάει εκεί. Ο ήρωάς μας είναι μόνο δεκαέξι χρονών. Θέλει να δει πώς είναι οι γυναίκες εκεί κάτω. Βλέπει και θαμπώνεται. ‘‘Σαν εκκλησία είναι!’’ σκέφτεται φωναχτά από μέσα του. ‘‘Σαν εκκλησία που ανασαίνει!''.

Ο πατέρας της Αρετής, αν και δεμένος, βρίσκει τον τρόπο να μασουλάει τα μουστάκια του. Τη βρίζει ‘‘πουτάνα’’, γιατί ένα κορίτσι, και μάλιστα από σόι Μιχοπουλαίικο, δεν κάθεται έτσι να την καβαλήσουνε, έστω και με μαχαίρι στο λαιμό.

Όμως, η Αρετή δεν είναι κορίτσι. Εδώ και πέντε μήνες έχει πατήσει τα είκοσι τρία και είναι ακόμη στο ράφι, με την τρυφερή παρθενιά της στα αζήτητα. Και αυτό, γιατί εκείνο το κέρατο, ο πατέρας της, που τώρα κάθεται και αφρίζει ότι είναι ‘‘πουτάνα’’ κι ότι τα θέλει το ‘‘βρομόπραμά’’ της, κοίταζε τα ψηλά μπαλκόνια, κοίταζε τα βαριά ονόματα και το ‘‘συφέρο’’ από το πάντρεμα των περιουσιών. Δεν κοίταζε να κουκουλώσει κάπου την έρημη την Αρετή, που ήθελε να γεννήσει μωρά από τα δεκατέσσερά της, όπως είναι το πρέπον και το σωστό. Την Αρετούλα, που ζητούσε χαστούκια κι ανάποδες όχι από το δικό του χέρι, αλλά από χέρι ξένο, έτσι που ύστερα να μπορεί να του φιλάει ένα ένα τα δάχτυλα. Κι όταν ο άντρας μαλάκωνε, εκείνη να έχωνε ολόκληρο ετούτο το ξένο χέρι κάτω από τις φουστάνες της, για να το ζεστάνει στις μυρωδιές της ξινής κολοκυθόπιτας που ανάβλυζαν από το πραγματικό της στόμα, το οποίο ποτέ δε λέει ψέματα – όχι όπως το άλλο, στο πρόσωπο, που όλο ψέματα λέει και την αλήθεια την έχει για ντροπή.

Κάνει μια έτσι τα δικά του βρακιά ο Λεωνίδας Λεωτύχης, τα κατεβάζει και την καπακώνει. Και ο πατέρας της Αρετής έχει ανασηκώσει το κεφάλι του και κοιτάζει τα έργα και τις ημέρες της θυγατέρας του. Και την κοιτάζει στα μάτια, να δει αν της αρέσει, της ‘‘παλιοπουτάνας’’, να τη βατεύουνε, που, αν δεν της είχε αδυναμία, θα την είχε σφάξει στο γόνατο από τότε που του τη φέρανε με ακόμη άδετο τον αφαλό, παρά να τη δει να δίνει την τιμή της έτσι παθητικά κι αναίμακτα στον πρώτο τυχόντα.

Ε, όχι και τόσο αναίμακτά… Η παρθενιά, όταν μείνει πολύ καιρό απείραχτη, γίνεται σαν το σφουγγάρι και μαζεύει μεγάλες ποσότητες αίματος εκεί. Γι’ αυτό και τις γεροντοκόρες τις πιάνει συχνά φαγούρα εκεί. Επειδή το αίμα που μαζεύεται κάνει το ‘‘αποκάτω’’ τους να πρήσκεται και να τις φαγουρίζει...

Μονάχα η μάνα της, η Μητρομιχοπούλαινα, ζει στο δικό της κόσμο. Κλαίει και, ανάμεσα στα σιγανά της αναφιλητά (να μην τους ακούσει η γειτονιά και βγούνε οι πομπές τους στο σεργιάνι), λέει στον Λεωνίδα Λεωτύχη:

«Τώρα που την ατίμασες, κοίτα να φανείς άντρας και να την πάρεις… Μωρέ, θα την πάρεις και θα πεις κι ένα τραγούδι… Και κοίτα μην αρχίσεις τα παζάρια για την προίκα, γιατί δεν ήρθες να τη ζητήσεις σαν άνθρωπος σωστός… Σταμάτα, ντε, σταμάτα αυτό το ‘‘ντούπου-ντούπου’’ πάνω της… Είναι κι άλλες γυναίκες εδώ μέσα και διαολίζονται μ’ αυτά τα πράγματα… Πάντως, σε καλό σπίτι θα μπεις, θυγατέρα μου…»

Η Μητρομιχοπούλαινα είναι Ζακυνθινιά, γι’ αυτό και δεν καταλαβαίνει τι συμβαίνει. Τη Μάνη δεν την ξέρει καθόλου. Μονάχα τη ζει. Της είναι αδύνατον να τη ζει και ταυτόχρονα να τη φαντάζεται. Μισά, πράγματα βλέπει δηλαδή. Όμως η γριά που κάθεται στο τζάκι, αν και μισότυφλη, τα πράγματα τα βλέπει ολόκληρα. Γι’ αυτό και δε μιλάει καθόλου.Η Ζακυνθινιά βλέπει τον Λεωνίδα Λεωτύχη να χαλαρώνει τη δαγκωνιά που έχει πιάσει τη θυγατέρα της στο λαιμό. Τον βλέπει να σηκώνεται και να είναι ιδρωμένος. Τον βλέπει να σκουπίζει το όργανό του και τα χέρια του και τον θαυμάζει ακόμη πιο πολύ.

«Αν ερχόσουνα σαν άνθρωπος σωστός, να κάτσουμε να κουβεντιάσουμε, τζόγια μου, κι εμείς άνθρωποι είμαστε, ξέρουμε ότι αυτός είναι ο προορισμός του άντρα και της γυναίκας… Ούτε η Αρετή μας κάνει εξαίρεση, εδώ καν και καν μεγαλύτερες και… Θα σου τη δίναμε την Αρετούλα με την ευχή μας, όχι να κάνεις μπροστά στα μάτια μας ετούτες τις ντροπές, που μας κολάζουνε κι εμάς…»

Μα καλά, ντιπ δεν καταλαβαίνει αυτή η γυναίκα; Κι αν όχι, γιατί δεν παίρνει παράδειγμα από τη γριά, που είναι και παθός και μαθός; Παθός, γιατί τα πέρασε και η ίδια αυτά πριν από πενήντα χρόνια, και μάλιστα από τον παππού του Λεωνίδα Λεωτύχη, που ήταν κι εκείνος χ α ρ ι σ μ α τ ι κ ό ς, ο συχωρεμένος. Είχε δει και το ύστερα. Είχε δει και τον κομμένο λαιμό του πατέρα της.
Όπως ετούτη τη στιγμή κοίταζε η νύφη της, η Ζακυνθινιά, τον κομμένο λαιμό του αντρός της, έχανε αμέσως τη μιλιά της και γινόταν λιγότερο Ζακυνθινιά και πιο πολύ Μανιάτισσα...

***

... Ο Λεωνίδας Λεωτύχης σκούπισε τη ματωμένη μάχαιρά του στην πουκαμίσα του σφαγμένου, πήρε το τουφέκι που είχε αφήσει όρθιο πίσω από την πόρτα και χάθηκε αλαφροπάτητος μέσα στη νύχτα. Προτού, όμως, εξαφανιστεί, στάθηκε για μια στιγμή στο κεφαλόσκαλο κι έριξε μια τρυφερή ματιά στην καταματωμένη κοιλιά της Αρετής, που εκείνη προσπαθούσε να σκεπάσει με τα κουρελάκια των ρούχων της.
Ούτε τις άλλες δύο γυναίκες πείραξε. Η ζωή της γριάς βρισκόταν στα δίχτυα του Θεού. Αυτός είχε το δικαίωμα να την κόψει ή να της πλέξει ακόμα μια ίνα, να αιωρηθεί κι άλλο το καντήλι της. Η Μητρομιχοπούλαινα τη γλίτωσε επειδή είχε ένα άδειο πράγμα στο κεφάλι της. Βέβαια, έπαιξε ρόλο και η ζακυνθινή καταγωγή της, γιατί η Μανιάτες σέβονται πολύ το έθιμο της βεντέτας, θέλουν να την κρατήσουν δική τους ολόκληρη, άσπιλη κι αμόλυντη, έτσι όπως την παρέλαβαν από τους προγόνους τους.

Να μην τους την πάρουν, για παράδειγμα, οι Αρκάδες και, μη ξέροντας τι πράγμα είναι, την κρεμάσουν τελικά τροκάνι στα τραγιά τους΄ οι Καλαματιανοί και τη στρίψουνε τσιγαριλίκι και τη φουμάρουν έως τζιβάνας΄οι Πυργιώτες και τη βγάλουν να κάνει πεζοδρόμιο με ξυραφιές στο μάγουλο΄ οι Αναπλιώτες και την τυλίξουν σε ζελατίνα και την πουλήσουν τεμαχισμένη σε μαγαζάκια τύπου GREEK ART΄ οι Πατρινοί και τη ρίξουν πάνω από τη θάλασσα, να παριστάνει τη ζεύξη Ρίου-Αντιρρίου΄ οι Κορίνθιοι και την κρεμάσουν κόκκινο φανάρι έξω από το μπορντέλο της Λαΐδος. Κι άμα το πράγμα γίνει μόδα και μπούνε στο χορό και οι υπόλοιποι πάνω από το αυλάκι, τέρμα η βεντέτα, τα ’φαγε τα ψωμιά της. Μια δυο γενιές ακόμη, και θα ξεχαστεί η παράδοση, θα τη βλέπουμε μόνο σε λαογραφικά μουσεία και στις υπερβολές των εφημερίδων...

***

... Όταν το σκοτάδι κατάπιε τον Λεωνίδα Λεωτύχη, η γριά έπιασε με τα χεράκια της μια φέτα ψωμί από τα κάρβουνα, έκοψε με τα ούλα της (που είχαν γίνει σκληρά και κοφτερά σαν δόντια) μια δαγκωνιά ψωμί, την κατάπιε αμάσητη (μόνο την παπάρωσε λιγάκι με το σάλιο της) κι ύστερα, αφού έριξε το τσεμπέρι στους φτενούς της ώμους για να μαδάει ευκολότερα τα λιγοστά της μαλλιά, βγήκε ολοφυρόμενη έξω, να φωνάξει τους συγγενείς και τις μοιρολογίστρες...

(Απόσπασμα από το μυθιστόρημα ‘‘Ο ΩΡΑΙΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΘΗΡΙΑ ΤΗΣ ΣΤΑΧΤΗΣ’’, εκδόσεις Νέα Σύνορα – Α. Α. Λιβάνη, 1998.)

Toυ Πάνου Σταθόγιαννη


ΥΓ. Διαβάζοντας την υπέροχη ιστορία ένιωσα ότι θα μπορούσε να έχει διαδραματιστεί και στην αγαπημένη μου Κρήτη....