Τρίτη 8 Ιουνίου 2010

Η ευτυχία του να είσαι Ελληνας



Ο ένας μου παππούς μου ο Ζαχαρίας, γεννήθηκε στη Σμύρνη, η καταγωγή του όμως ήτανε απο την Κρήτη. Αγρότης, φτωχός, δεν τα βγαζε πέρα με τα αμπελάκια του στο Νυμφαίο και πήρε τών ομματιών του και πήγε στην Αίγυπτο, πολύ πρίν την καταστροφή, στον εύφορο Νείλο και δούλεψε σαν το σκυλί, ήταν και έξυπνος και τυχερός και έγινε πολύ πλούσιος.

Παντρεύτηκε την Ελισάβετ Βιδάλη απο την Τήνο που είχε μεταναστεύσει και εκείνη οικογενειακώς με τα μεγάλα 7 αδέρφια της, όλα «σερνικά», και τους γονείς της. Κάνανε τρία παιδιά, την Αννα (την νοννά μου), τον Μιχάλη (τον Πατέρα μου) και τον Θόδωρο – τον βενιαμίν τους. Ισως επειδή στην Τήνο συνυπήρχανε τότε αρμονικά Καθολικοί και Ορθόδοξοι, η Ελισάβετ μου, δίπλα στο εικόνισμα της Παναγίας το Ορθόδοξο, είχε και μια Καθολική Μαντόννα και συχνά την άκουγα να μουρμουρίζει «σάντα Μαρία, μάτερ ντέϊ, όρα προ νομπις». Δεν νομίζω να έβλεπε καμμιά διαφορά ανάμεσα στην Ορθοδοξία και τον Καθολικισμό – εξ άλλου δεν ήταν κάν «θρήσκα» με την τρέχουσα σημασία της λέξεως. Ούτε Εκκλησία πήγαινε τίς Κυριακές, ούτε τα παιδιά της μεγαλώσανε σε θρησκευόμενο περιβάλλον. Ο παππούς ο Ζαχαρίας δεν ξέρω αν πήγαινε εκκλησία ή δεν πήγαινε. Δεν τον πρόλαβα. Αν πήγαινε πάντως δεν υποχρέωσε ποτέ κανέναν απο την οικογένειά του να ακολουθήσει τις δικές του συνήθειες και τα Πιστεύω του.

Ο άλλος μου παππούς ο Διονύσης Μαργαρίτης, όπως και η γιαγιά, η Δήμητρα Ντάνου, ήτανε γέννημα-θρέμμα τής Κέρκυρας που, τότε που γνωρίστηκαν και παντρεύτηκαν, γύρω στα 1880 υπολογίζω, δεν ήταν βέβαια «Ελλάδα» επίσημα – αλλά απο το Τζάντε και την Ιταλία, την Ρωσσία και την νεοϊδρυθείσα (απο τον Καποδίστρια) Ελβετία με τα ωραία της τα Καντόνια, πηγαινοερχόντουσαν στο νησί Ελληνες και Φιλλένηνες που ονειρεύοντουσαν να φτιάξουνε μια νέα, όμορφη, αισιόδοξη, δημιουργική και περήφανη Ελλάδα – και ας μαλλώναν μεταξύ τους και ας διαφωνούσαν, όπως διαφωνούν όλοι οι δημιουργικοί άνθρωποι. Ο Διονύσης και η Δήμητρα ήταν απο τα τυχερά ζευγάρια που ερωτεύονται με ένα γερό coup de foudre στα 17-18 τους χρόνια και το πάνε μέχρι τέρμα. Γεννήσανε το πρώτο τους κοριτσάκι στο νησί αλλά δεν τα βγάζανε πέρα και πήρανε κι΄αυτοί τον δρόμο για την Αλεξάνδρεια όπου ήταν ήδη εγκατεστημένη και καλοπαντρεμμένη η μεγαλύτερη αδερφή της γιαγιάς μου, η Ελένη – που εγω την έλεγα πάντα Τλάτλα για λόγους που όσοι υπήρξαν ή έχουν παιδιά μπορούν να καταλάβουν : Την λάτρευα, είχα δηλαδή τρείς γιαγιάδες.



Ο παππούς μου ο Διονύσης όταν ξεκίνησαν οι Μακεδονικοί πόλεμοι πήρε των οματιών του και γύρισε στην Ελλάδα για να πολεμήσει. Σε κάτι πίστευε βαθειά γιατί αλλοιώς δεν εξηγείται, ήταν υπέροχα στην Αλεξάνδρεια στις αρχές του 20ου αιώνα, όλοι χορεύανε και κάνανε πάρτυ και δουλειές, εμπόριο, περιουσίες, ενω το διασκεδάζανε κιόλας τρελλά. Το ζευγάρι είχε κάνει πιά κι΄εναν γυιό, τον Σπύρο, που ήταν βρέφος όταν ο 25 χρονος μπαμπάς του φόρεσε το χακί και έτρεξε στην πρώτη γραμμή, αφίνοντας τα πάρτυ για άλλους. Θα είχε φαίνεται κάποια σημασία «να είσαι Ελληνας» και «να πολεμάς για την Ελλάδα», για μια μεγάλη ιδέα, για ένα μέλλον που θα το ζήσουνε (όπως το ζώ εγω τώρα) τα παιδιά σου και τα εγγόνια σου.

Ούτε οι Μαργαρίτηδες ούτε οι Ντάνοι ούτε οι Δαβαράκηδες ούτε οι Βιδάληδες δεν ήταν «Ελλαδίτες» - κουβαλούσανε όμως με μια διακριτική, μέχρις σεμνότητος, πολύ μεγάλη υπερηφάνεια που ήσαν «Ελληνες». Ξέρανε όλοι πάνω απο τρείς-τέσσερις γλώσσες, τίς όπερες και τίς οπερέττες, τα τσα-τσα και τα μάμπο (πολύ αργότερα), αλλά το βασικό τους χαρακτηριστικό, αν τούς ρωτούσες, θα σούλεγαν πως «είναι Ελληνες». Ελληνες που οραματίζονταν μιαν Ελλάδα δυνατή και μεγάλη, περήφανη, ισότιμη με τίς μεγάλες σύχγρονες χώρες. Μιαν Ελλάδα χτισμένη πέτρα-πέτρα, απο τίς αμμουδιές του Ομήρου, μέχρι τον Μεγαλέξανδρο, τον 5ο π.χ αιώνα, τούς Πτολεμαίους, τους Ελληνο-Ρωμαίους, τούς Ρωμιούς, και, βέβαια, τούς Βυζαντινούς και τούς επι 400 χρόνια «σκλαβωμενους» δικούς μας.

Για να το καταφέρουνε αυτό το άπιαστο ακόμα όνειρο (που συμβατικά το τοποθετούμε να «πραγματοιείται» το 1821 και απο εκεί και πέρα επίμονα να διεκδικεί τα δίκηα του και βέβαια, περισσότερο γεωγραφικό χώρο), οι Ελληνες αυτοί δώσανε και την ψυχή τους – μέχρι και στούς δυό μεγάλους Παγκοσμίους Πολέμους, τον εμφύλιο, την μετανάστευση και την παλινόρθωση – ως και την Χούντα. Ο καθένας με τον τρόπο του, απο αριστερά, απο δεξιά, λάθος, σωστός, πάλευε και αγωνιζότανε και νοιαζότανε για την Ελλάδα – και έφτανε μέχρι να θυσιάσει και την ίδια του τη ζωή για αυτόν τον μέγιστο έρωτά, τον έρωτα «για την πατρίδα».

Μετά την Χούντα, στην μεταπολίτευση, οι Ελληνες έπαψαν να είναι υπερήφανοι που είναι Ελληνες, ο κ. Δήμου έγραψε το «Η Δυστυχία του να είσαι Ελληνας» και ο Κ. Καραμανλής, λίγο ξυνισμένος και απογοητευμένος απο τίς αποδόσεις μας, αποφάσισε να μας πετάξει στη θάλασσα, να μάθουμε κολύμπι και να γίνουμε πιά Ελληνοευρωπαίοι. Αυτό το όραμα το μοιραστήκαμε σχεδόν όλοι (και ας φώναζαν συγχρόνως οι μισοί «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο») και όταν το ενστερνίστηκε και η «νέα σοσιαλιστική αριστερά» του Ανδρέα Παπανδρέου που σάρωσε στις εκλογές του 1981, έγινε απόφαση αποδεκτή απο το 90% του Ελληνικού λαού σχεδόν ― να γίνουμε Ευρωπαίοι δηλαδή πιά.



Αλλά για κάποιον λόγο πάψαμε να είμαστε πιά «υπερήφανοι» για την καινούργια αυτή Ελλάδα. Ούτε και εντελώς «Ελληνες» πιά, ούτε και «Ευρωπαίοι» όμως. Η κατάληψη της Κύπρου απο τούς Τούρκους (την οποίαν εμείς, με την σαφή ενθάρυνση των Αμερικανών, προκαλέσαμε, μέσω ενός κάποιου γελοίου «Ιωαννίδη» και ενός ακόμα πιό γελοίου «Σαμψών»), μας έτσουξε πολύ. Μας θύμισε πως το παιχνίδι ήταν ακόμα ανοιχτό. Πως οι Τούρκοι «επαναδιεκδικούσαν», (κατα την δική τους άποψη, δίκαια), κομμάτια γής που δεν ήταν πιά δικά τους. Και αυτή η υπενθύμιση, το “The Game is not Over”, επαναπροσδιόρισε τις σχέσεις μας με την γείτονα που, στην πιό δύσκολη στιγμή μας, μετα απο 7 χρόνια χούντας και με διαλλυμένο ηθικό-κοινωνικό ιστό, έπεισε τους Αμερικάνους να την στηρίξουν για να καταλάβει ολόκληρη την Κύπρο. Οι Αμερικάνοι την είχαν μεγάλη ανάγκη εκείνη την εποχή την Τουρκία γεωπολιτικά και δεν διστάσανε καθόλου. Κλείσανε το μάτι στον ηλίθιο Ελληνα στρατιωτικό και του είπαν «προχώρα, όλα είναι έτοιμα για ένωση Ελλάδας-Κύπρου». Στην πραγματικότητα όλα ήταν έτοιμα για την άμεση κατάληψη του νησιού απο τούς Τούρκους – μια εκκρεμότητα που κρατάει μέχρι σήμερα και που κόστισε πολύ πόνο και πολύ αίμα και πολλά δάκρυα – συν τίς τύψεις, γιατί εμείς βάλαμε τα χεράκια μας και βγάλαμε τα ματάκια μας, μόνοι μας.

Αυτά, θα μου πείτε τώρα, «είναι παλιά». Οχι δεν είναι θα σας απαντήσω. Συνέβησαν μόλις πρίν απο 35 χρόνια και ισχύουν ακόμα, τα στρατεύματα κατοχής είναι ακόμα εκεί – ενω, στο μεταξύ, η μισή Κύπρος εποικίστηκε και ήδη θεωρείται επισήμως «Τουρκική». Συγχρόνως κάθε μέρα που περνάει τούρκικα αεροπλάνα παραβιάζουν τον εναέριο χώρο μας τόσο προκλητικά που και απο πέτρα νάσαι, θυμώνεις αν το δείς με τα μάτια σου. Συμβαίνει πάνω απο το Αγιον Ορος συχνά καθώς εφορμούν πρός Χαλικιδική – μέχρι και το Σούνιο αν τούς καπνίσει. Κατεβαίνουν πολύ χαμηλά, τόσο που φοβάσαι πως θα πέσουν – και σου μεταδίδουν φόβο και μια σαφή αίσθηση «ανησυχίας», οτι κάτι εκκρεμεί, οτι υπάρχουν ανοιχτοί λογαριασμοί που δεν θα κλείσουνε με καλές προθέσεις και αμοιβαίες επίσημες επισκέψεις Ελλήνων αξιωματούχων στην Αγκυρα και Τούρκων στην Αθήνα.



Και υπάρχουν. Υπάρχει πρώτ΄απ΄όλα το ζήτημα της Κύπρου – που η Ελλάδα του 85% (των δυό μεγάλων κομμάτων δηλαδή) επέλεξε να την κάνει ζήτημα «Ελληνικό». Υπάρχει η εκκρεμότητα για το Αιγαίο και την υφαλοκρηπίδα. Θέματα «συνεκμετάλευσης» σε περιοχές που βάσει διεθνών παγκοσμίων συνθηκών ανήκουν στην Ελλάδα αποκλειστικά. Ο Τουρισμός και η νέα άποψη περι «συνεκμετάλευσης» του Αιγαίου – οτι δηλαδή «μια παρέα είμαστε να φτιάξουμε πακέττα για τουρίστες με Αγια Σοφιά και Μύκονο, Εφεσσσο και Σαντορίνη». Και μόνο η σκέψη με εξοργίζει. Αλλά δεν θα επακταθώ εδω, είναι ένα καλό θέμα καβάτζα για άλλο πόστ.

Και ο περιβόητος «αφοπλισμός». Με τεράστια υπεροπλία της Τουρκίας προτείνεται να κόψουμε απο 30% ο καθένας. Εμείς θα εξαφανιστούμε σχεδόν, εκείνοι θα διατηρούν έναν αποτελεσματικότατο στρατό για να τρομοκρατούν, να βασανίζουν και να δολοφονούν Κόυρδους, Αρμένιους, Κύπρίους – και όποιον άλλον βάλουν στο πρόγραμμα στο άμεσο μέλλον. Οπως αναρωτήθηκε όμως μπροστά στον Ερντογάν ξεκάθαρα και ο Γ.Α.Π που, σαν πρώην ΥΠΕΞ κάτι ξέρει, «πως μπορούμε να σιγουρευτούμε πως κάποια στιγμή η Τουρκία δεν θα κάνει μια απόβαση στην Μυτιλήνη π.χ ή την Χίο»; (Σε «κάποιο Ελληνικό νησί» είπε συγκεκριμένα). Τον άκουσα και εντυπωσιάστηκα. Δεν είμαι λοιπόν τόσο μόνος και τόσο ανεπακρής στίς απορίες μου ευτυχώς. Δεν είναι μόνο δική μου η απορία αυτή – είναι και του Πρωθυπουργού της Ελλάδας.

Ήθελα να είμαι σύντομος αλλά πάλι δεν το κατάφερα. Οσο λιγότερο κατέχεις τα θέματα τόσο περισσότερες λέξεις χρειάζεσαι για να τα πλησιάσεις. Με νοιάζει όμως το «αν νοιαζόμαστε πιά» και θέλω ειλικρινά να καταλάβω γιατί όποιος ακόμα «νοιάζεται» για την Ελλάδα είναι ρατσιστής, φανατικός, φασίστας ή, στην καλύτερη περίπτωση «εθνικόφρων»; Μήπως φαντάζεστε οτι είμαι εγω άνθρωπος πολεμοχαρής που θέλει πολέμους και αίματα και εξοπλισμούς και εχθρότητες; Δεν είμαι. Δεν αισθάνομαι όμως ασφαλής σε οτι αφορά τις Ελληνοτουρκικές σχέσεις. Δεν είναι αλήθεια αυτό που γίνεται μεγάλη προσπάθεια απο πολλούς να «περάσει» ως κοινή αντίληψη, (οτι δηλαδή, τέλος, οι παλιοί λογαριασμοί κλέισανε και τώρα τίποτα δεν χωρίζει αυτούς τούς δυό λαούς, τά Κράτη, τίς Εθνότητες, τούς στόχους τους) που, δεν είναι όμως κοινοί, πώς να το κάνουμε. Για μένα είναι άλλη μια παγίδα στημμένη πάλι σε μια πολύ δύσκολη στιγμή. Στην πιό δύσκολη στιγμή που έχουμε ζήσει απο το 22 και μετά.



Θέλω αυτή τη δύσκολη στιγμή μας να την ξεπεράσουμε με την βοήθεια της ΕΕ (και των ΗΠΑ) που είναι πια ο φυσικός μας χώρος και η ευρύτερη πατρίδα μας, και να συγκεντρωθούμε στην ανόρθωση του κοινού Ευρωπαϊκού οράματος με όλες μας τις δυνάμεις – μήπως και το σώσουμε. Η Τουρκία δεν έχει καμμιά δουλειά αυτή τη στιγμή μέσα στα πόδια μας. Καμμιά δουλειά που να συμφέρει ή να ενδιαφέρει εμάς η την ΕΕ πάντως. Εμείς είμαστε Ελληνες, ενταγμένοι σε μια μεγαλύτερη, Ευρωπαϊκή πατρίδα. Και όσο και να δυσκολευόμαστε, όσο και να ζοριζόμαστε, πρέπει να θυμηθούμε οτι φταίμε πρωτα απ΄όλους εμείς για τα μεγάλα λάθη μας των τελευταίων 30 χρόνων και, συγχρόνως, να ξανανοιώσουμε εκείνη την ανείπωτη ευτυχία που νοιώθει κανείς όταν αναλογίζεται οτι είναι Ελληνας. Η ευτυχία του να είσαι Ελληνας είναι ένα δώρο που είναι υβρις να το υποτιμάμε και να το διαπραγματευόμαστε με κατεβασμένα τα βρακιά στην πρώτη δύσκολη στιγμή : Δεν είναι η πρώτη φορα στην ιστορία που καλούμεθα να ξεπεράσουμε μια δυσκολία. Συμμάχους έχουμε ισχυρούς και δεσμευμένους να μας βοηθήσουν για το «κοινό καλό»..

Οι καινούργιοι μας «φίλοι» ας ξανάρθουνε αργότερα, σε 5-6 χρόνια, όταν θα έχουμε ξανασταθεί στα πόδια μας και θα μιλάμε επι ίσοις όροις. Τότε θα έχουμε πολλά να πούμε. Μέχρι τότε έχουμε πολλή δουλειά και, το πιστεύω ακράδαντα, πρέπει να την ολοκληρωσουμε σωστά και μεθοδικά χωρίς να ξεχνάμε πως είναι η πατρίδα μας αυτή, πως την αγαπάμε, είμαστε περήφανοι γι’ αυτήν (δεν φταίει αυτή για τίς δικές μας βρωμοδουλειές) και, βέβαια, δεν ξεχνάμε ποτέ τι μεγάλο δώρο και τι ευτυχία είναι «το να είσαι Ελληνας».

Του Άρη Δαβαράκη

Δεν υπάρχουν σχόλια: