Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2009
«Όφις και κρίνο», Η persona ενός ζωγράφου στον Καζαντζάκη
Διαχρονικά, πολλοί είναι οι συγγραφείς που έχουν καταθέσει στο λογοτεχνικό έργο τους όψεις του «ήθους» των καλλιτεχνών ηρώων τους και έχουν αποκαλύψει εκφράσεις της αποκλίνουσας καλλιτεχνικής τους φύσης. Πολλοί περισσότεροι είναι οι λογοτέχνες που έχουν περιγράψει το ερωτικό πάθος των ηρώων τους που τους οδηγεί στα όρια της παραφροσύνης. Στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη «Όφις και κρίνο» (1906), συναντάμε ένα ιδιόρρυθμο ψυχικά και πνευματικά ζωγράφο, σφόδρα ερωτευμένο με μια γυναίκα.
Στο πρώιμο αυτό έργο του συγγραφέα, σκιαγραφείται η διαταραγμένη κατάσταση ενός ζωγράφου, ο οποίος καταθέτει τις σκέψεις του γύρω από την ύπαρξη μιας όμορφης γυναίκας που συνάντησε απρόσμενα:
«Ένα βράδυ εκάθισα λυπημένος σ’ έναν κήπο έξω από την πόλη. Ένοιωσα πως κάποιον επερίμενεν η ψυχή μου. Έστρεψα το κεφάλι και την είδα. Γελαστή κι ώμορφη ερχόταν κάτω από τα δέντρα. Κάποιο χέρι μ’ έσπρωξε. Ω, το θυμούμαι’ Κάποιο χέρι παντοδύναμο μ’ έσπρωξε. Και της σίμωσα και της είπα τ’ όνομά μου – όνομα γνωστό καλλιτέχνη – και την παρακάλεσα να μ’ αφίσει να την ζωγραφίσω».
Παρ’ ότι ο ζωγράφος ζήτησε από τη γυναίκα να γίνει η Μούσα του αμέσως μόλις την αντίκρισε, το ερωτικό πάθος για εκείνη, ενώ αρχικά τού ξυπνούσε τη δημιουργικότητα, με το πέρας του χρόνου, είχε κατάφερε να αναστείλει την καλλιτεχνική δραστηριότητά του. Ο καλλιτέχνης καταθέτει τα πρώτα ψυχικά του βιώματα ως ακολούθως: «Νοιώθω κατεβαίνει μέσα μου ένας Θεός. Πνεύμα δημιουργίας φυσάει απάν’ από τις σκέψεις μου κι ένας δάκτυλος που στάζει φως εγγίζει το μέτωπό μου. Ένας Ραφαήλ κι ένας Πραξιτέλης λειτουργούνε μέσα μου. Κι ακούω το πινέλο απαλό και παντοδύναμο να σέρνεται στην καρδιά μου και νοιώθω ν’ απλώνονται απάνω της και να ζωντανεύουν οι μεγάλες ζωγραφιές. Παναγίες με το γλυκό χαμόγελο και τα’ άφθαστα κάλλη. Αγγελούδια π’ ακουμπούν το ξανθό κεφάλι απάνω στα χεράκια των και κυττάζουν με μάτια λουλουδιών τους ουρανούς και σωπαίνουν». Σε άλλο σημείο όμως του έργου, ο ζωγράφος παραδέχεται με παράπονο τα εξής:
«Κάθομαι στο ατελιέ μου μπροστά στις ζωγραφιές που άρχισα και δεν μπορώ να τελειώσω – κάθομαι και συλλογούμαι. Είμαι ξυπνητός κι ονειρεύομαι. Και βλέπω της Αγάπη μου νάρχεται γελαστή κι αθόρυβη, με τα μεγάλα μάτια και το λευκό, το αχάραχτο μέτωπο που δεν το φίλησε και δεν το λέρωσε η κάμπια της σκέψης. Κάτω στο διάβα της έχω στρωμένα την ευτυχία μου και τη χαρά και τους κρίνους της αθωότης μου και τα άγια άνθη του λωτού. Και τα πατεί και τα φονεύει κι έρχεται αθόρυβη και γελαστή απάνω στην ψυχή μου. Κι ανατριχιάζω όλος από αγάπη από φόβο».
Ο καλλιτέχνης βεβαίως, ήδη στις πρώτες αράδες του κειμένου έχει παραδεχτεί τη σωματική και συνάμα έχει σαφώς υπαινιχθεί τη διανοητική του νοσηρότητα: «Έχω πυρετό πάλι σήμερα. Ανατριχίλες διαβαίνουν από το κορμί μου όλο –κάτι τι σπαράσσει και τεντώνεται στον νου μου, - σαν να λύεται απότομα ένα ελατήριο, σαν να ξετυλίσσεται μ’ ορμή μια ανημέρωτη σκέψη πίσω από το μέτωπό μου». Αμέσως μετά μεταθέτει τη σκέψη του σ’ Εκείνη, την πηγή του ερωτικού πάθους και συνάμα της έμπνευσής του. Μεταξύ αισθήσεων και κυρίως παραισθήσεων, ο ήρωας - αφηγητής εκφράζει τις ενστικτώδεις διαθέσεις του έναντι της γυναίκας που ποθεί.
Με λόγο εντόνως εξομολογητικό, που αγγίζει τα όρια του παραληρήματος, ο ζωγράφος ξεδιπλώνει σε δεύτερο πρόσωπο τα αισθήματα που τρέφει για την αγαπημένη του:
«Είσαι η μόνη γυναίκα που εγέμισε την ψυχή μου. Όταν περνάς σιγά, σιγά, το χέρι Σου απάνω στα μαλλιά μου κόσμοι απόκρυφοι ανοίγονται μέσα μου και μια άνθιση μυστική κρίνων και ρόδων και κισσών ανθεί και πλέκεται γύρω στους στοχασμούς μου. Μου έρχεται να σκύβω και να σκορπώ στο διάβα Σου στέφανα και ρόδα και πολύξερους πόθους κι αγάπης μυστικά. Όταν η ανάμνησή Σου ανατέλλει και ροδίζει την ψυχή μου, Σε βλέπω μέσα από τα δάση των επιθυμιών μου κι από τις οροσειρές των παθών μου, μέσ’ από τα φυλλώματα τα πυκνά των πόθων μου να προβαίνεις λιγερή κι αμίλητη και με περίσσια χάρη και τα όνειρά μου στρώνονται και γονατίζουν χάμαι και Σε κυττάζουν. Διάβαίνεις σαν φως απάνω από την ψυχή μου. Και όλες μου οι αισθήσεις σμίγουν τα χέρια των σιγά, σιγά, στο διάβα Σου για να προσευχηθούν…».
Μαζί όμως με το πάθος που έχει κατακλύσει το «είναι» του, ο ζωγράφος δείχνει να συναισθάνεται σταδιακά το επερχόμενο τέλος, το οποίο φαίνεται πως είχε προβλέψει στη φράση:
«Αν αποθάνω, θ’ αποθάνω μια νύχτα, τα μεσάνυχτα, μέσα στην αγκαλιά Σου από την αγάπη κι από τον φόβο!». Έτσι, προσκαλεί την Μούσα του σ’ ένα εξοχικό σπίτι και πλημμυρίζει την κρεβατοκάμαρα με κρίνα και ρόδα.
Το τελευταίο τμήμα του έργου γράφεται από ένα φίλο του αφηγητή, ο οποίος βρίσκει τον καλλιτέχνη και την αγαπημένη του νεκρούς στην κρεβατοκάμαρα. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του: «Όλα έδειχναν πως επάλεψεν απελπισμένα η δύστυχη ν’ ανοίξει το παράθυρο και ν’ αναπνεύσει – μα εκείνος δεν την αφήκε… Εκείνος μ’ ένα ήρεμο χαμόγελο είχε ξαπλωθεί χάμαι στο πλάι κι είχε ρίξει τα χέρια του μ’ ένα κίνημα ανέκφραστο αγάπης γύρω στον λαιμό της». Ο ζωγράφος, ως φαίνεται από το τέλος του έργου, αφαίρεσε τη ζωή της γυναίκας που αγαπούσε και εν συνεχεία αυτοκτόνησε, γεγονός που, κατά την κρίση του φίλου του, «έδειχνε τον θλιβερό δρόμο πούχε πάρει τελευταία η σκέψη του δυστυχή και μεγάλου καλλιτέχνη».
Η ένταση του ιλίγγου, των φαντασιώσεων και των παραισθήσεων και που προκαλεί το αλόγιστο καταστροφικό πάθος που εγείρει το ερωτικό αντικείμενο στον ήρωα - αφηγητή του έργου «Όφις και κρίνο» καταδεικνύει τη λογοτεχνική δεινότητα του Καζαντζάκη, ο οποίος εξομολογείται στο έργο του «Αναφορά στον Γκρέκο»: «Βαριά κι άχαρη η μοίρα του ανθρώπου που γράφει’ γιατί είναι φυσικά αναγκασμένος να χρησιμοποιεί λέξεις, να μετατρέπει δηλαδή τη μέσα του ορμή σε ακινησία. Η κάθε λέξη είναι σκληρότατο τσόφλι που κλείνει μέσα του μεγάλη εκρηχτικιά δύναμη’ για να βρεις τι θέλει να πει πρέπει να την αφήνεις να σκάζει σαν οβίδα μέσα σου και να λευτερώνει έτσι την ψυχή που φυλακίζει».
(Στα αποσπάσματα που παρατίθενται έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του συγγραφέα)
Πηγή: art.mag
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου