Κυριακή 26 Απριλίου 2009
Πρωτομαγιά στην Κρήτη
Οι κουλούρες
Το ζύμωμα της κουλούρας αποτελούσε ολόκληρη τελετουργία για τα κρητικά νοικοκυριά. Γινόταν σε ξύλινη σκάφη και συνήθως όχι από μία αλλά από περισσότερες γυναίκες, μέλη της ίδιας οικογένειας ή γειτόνισσες, που μαζεύονταν για να ζυμώσουν μαζί και να φουρνίσουν. Η κουλούρα γινόταν από μια μακρόστενη λωρίδα ζύμης που αρχικά τυλιγόταν στρογγυλή και στη συνέχεια κοβόταν εγκάρσια για να ξεχωρίσει το "πανωκαύκαλο" από το "κάτωκαύκαλο".
Οι κυλούρες αποθηκεύονταν και χρησιμοποιούνταν ως καθημερινό ψωμί, συνήθως βρεγμένες. Επίσης αποτελούσαν μαζί με το τυρί και τις ελιές το συνηθισμένο προσφάι που έπαιρναν στο χωράφι και έτρωγαν κατά τη διάρκεια της ημέρας.
Σήμερα στα χωριά της Κρήτης ευτυχώς υπάρχουν ακόμα ξυλόφουρνοι και νοικοκυριά που ζυμώνουν και φουρνίζουν.
Αναλυτικές πληροφορίες για το κρητικό παξιμάδι και την ιστορία του, καθώς και συνταγές μπορείτε να δείτε στην ιστοσελίδα του συνεταιρισμού παραγωγών κρητικού παξιμαδιού www.paximadi.gr.
Παρασκευή 24 Απριλίου 2009
Η βελόνα είναι το πινέλο μου, τα νήματα τα χρώματά μου

Η ασίγαστη όμως φιλομάθεια, ανησυχία και περιέργεια της Ασπασίας Μπικάκη, εκτός από την φύση την τραβούσε συνεχώς και κοντά σε μεγαλύτερους ανθρώπους, γεγονός που δεν άργησε να παρουσιάσει τα θετικά και καθοριστικά για την υπόλοιπη ζωή της, αποτελέσματα: «Δεν μου άρεσε σαν παιδί να πηγαίνω πουθενά αλλού εκτός από το να βρίσκομαι κοντά στις γιαγιάδες, με τραβούσε η περηφάνια τούτων των γυναικών, τα σπίτια τους, τα κάδρα που έβλεπα στους τοίχους, τα κεντημένα «καλωσήλθατε»… Και τις ρωτούσα συνεχώς για το κάθε τι. Κάπως έτσι λοιπόν ξεκίνησα να μαθαίνω κέντημα και σε ηλικία δεκατριών χρονών τα ήξερα ήδη όλα, κοφτά, αζούρια, όλα! Τότε μάλιστα δεν υπήρχαν μηχανές, σπάνια να έβρισκες μια χειροκίνητη και θυμάμαι πως όταν για πρώτη φορά με έβαλαν να καθίσω σε μια από αυτές τις χειροκίνητες μηχανές, ήμουν τόσο μικρή που τα πόδια μου δεν έφταναν στο πάτωμα και μου έφεραν ένα κουτσουράκι για να τα ακουμπήσω. Από εκεί με ανακάλυψαν και όταν η Singer δημιούργησε τη πρώτη σχολή κεντήματος στο χωριό για να μαθαίνουν τα κορίτσια να κάνουν ότι ως τότε έκαναν οι γιαγιάδες μας, μου πρότειναν να διδάξω εγώ και τότε ήμουν μόλις δεκατεσσάρων χρονών. Λίγο αργότερα μου πρότειναν να διδάξω και στο Καστέλι, στην Οικοκυρική Σχολή του Μεγάλου Ειρηναίου που ήταν τριετούς φοιτήσεως και όντως το έκανα αφιλοκερδώς για το χατίρι του. Στη συνέχεια όμως άρχισαν να με ζητάνε και σε άλλα χωριά όπως στην Παλιόχωρα, στη Κάνδανο και στα Τεμένια κι εγώ συνέχισα να ανταποκρίνομαι έως και το 1973 που έφυγε ο Δεσπότης στη Γερμανία κι αποφάσισα μαζί με τη γνωστή λαογράφο κ. Σταθάκη να στήσω ένα πολύ μικρό εργαστήρι με στόχο την συλλογή της παράδοσης.
Η αυθεντική και όχι εμπορευματοποιημένη παράδοση έχει απαιτήσεις κι όπως λέει η Ασπασία Μπικάκη οι στόχοι της ανέκαθεν σκόπευαν στον «πρωταθλητισμό» της παράδοσης που λάτρεψε: «Αν όλα όσα έχω κάνει τα έκανα με τη ζωγραφική ή με το απλό, το κλασικό κέντημα, όπως είναι το κομπλέν, η σταυροβελονιά, το ανεβατό, η βυζαντινή βελονιά κι όλα τα υπόλοιπα, θα ήταν για μένα κάτι εύκολο, σαν παιδική χειροτεχνία. Ασχολήθηκα όμως με το συγκεκριμένο είδος κεντήματος το οποίο πρέπει να σας πω ότι είναι όλες μαζί οι παραδοσιακές μας βελονιές, ούτως ώστε να έχουν αυτή την απόδοση παρουσιάζοντας το ανάγλυφο και τη σκιά εκεί που τα θέλω. Είναι μια τεχνική μ’ άλλα λόγια που για να την ανακαλύψω πειραματιζόμουν πολλά χρόνια, επειδή ήθελα πάση θυσία να παραμείνουν στο πέρασμα των αιώνων οι εικόνες του τόπου μας έτσι όπως καταγράφτηκαν στο δικό μου το μυαλό όταν ήμουν παιδί. Δεν θα ήθελα με τίποτα να εξαφανιστούν στο πέρασμα του χρόνου και η ζωγραφική ξέρετε πολλές φορές γίνεται ευάλωτη σε διάφορες καιρικές συνθήκες. Αυτό όμως που βλέπετε είναι αήττητο, δεν υπάρχει περίπτωση ποτέ και με τίποτα να επηρεαστεί από οτιδήποτε, όσο σκληρά κι αν του φερθεί ο χρόνος γι΄αυτό κιόλας το λάθος εδώ είναι ασυγχώρητο. Ούτε διορθώνεται ούτε ξηλώνεται… Δεν με πειράζει όμως, προκειμένου να καταχωρήσω και να αφήσω πίσω την παράδοση μας ανόθευτη, δεν με πειράζει τίποτα. Μπορεί ας πούμε να δουλεύω ένα έργο για τρία, για τέσσερα, για πέντε χρόνια και να εξακολουθώ να το δουλεύω αγόγγυστα αρκεί να αποτυπώσω εκείνο που πολύ πριν αποτυπωθεί πάνω στο πανί έχει αποτυπωθεί μέσα στο δικό μου το μυαλό. Γιατί αυτός είναι και ο τρόπος που δουλεύω εγώ. Πως ας πούμε ο άλλος κρατά τη φωτογραφική του μηχανή, πηγαίνει μια βόλτα και αποτυπώνει το θέμα που φωτογράφισε μέσα στο φιλμ; Εμένα το δικό μου το θέμα πολύ πριν ξεκινήσω να το μεταφέρω στο πανί έχει ήδη αποτυπωθεί μέσα στο μυαλό μου, είναι ήδη τελειωμένο. Δεν ξέρω πως γίνεται, αλλά ειλικρινά όταν δουλεύω αισθάνομαι σαν κάποιος μου κατευθύνει το χέρι και το μυαλό μου… Κι αυτό, το ότι δηλαδή τα έργα μου δεν είναι αντιγραφή από πουθενά αλλά κάτι που ούτε κι εγώ ξέρω πως αναβλύζει από μέσα μου, είναι και ο λόγος που το Υπουργείο Πολιτισμού μετά από ενδελεχείς έρευνες και μελέτες τα έκρινε μουσειακά δίνοντας μου μάλιστα και copyright ούτως ώστε να μη μπορούν να αντιγραφτούν, και κατ’ επέκταση να κακοποιηθούν, από κανέναν».
Πηγή: Κρητικό περιοδικό ΣΤΙΓΜΕΣ
Τρίτη 14 Απριλίου 2009
Άρωμα πασχαλιάς

Στην Κρήτη, τα έθιμα της Μεγάλης Εβδομάδας είναι πολλά και πέρα από τα γνωστά που ισχύουν σε όλη την Ελλάδα , κόκκινα αυγά , ετοιμασίες κλπ , υπάρχουν και τα εξής τουλάχιστο στα χωριά των Χανίων . Όλη την Μεγάλη Εβδομάδα δεν ακούν τραγούδια , δεν τραγουδάνε , ούτε σφυρίζουν , στα καφενεία δεν παίζουν χαρτιά και με ένα σπαούλι κρεμνούνε τον Φάντη της τράπουλας από το ταβάνι , τα αγόρια και μεγάλοι άντρες όλη την Μεγάλη Εβδομάδα κόβουν ξύλα κυρίως κατσοπρίνια , ασπαλάρθους και άλλους θάμνους και το Μεγάλο Σάββατο φτιάχουν την ρεματιά ύψους 3-4 μέτρων και πλάτους 6-8 μέτρων για να κάψουν το ομοίωμα του Ιούδα . Την Μεγάλη Πέμπτη φτιάχνουν ένα ανθρώπινο ομοίωμα από ξύλα , τον "Ιούδα" , τον οποίον και περιφέρουν σε όλα τα σπίτια του χωριού και τον οποίον χτυπούν και κακίζουν για την αισχρή προδοσία του . Οι γυναίκες δίνουν ό,τι παλαιά ρούχα έχουν για να ντυθεί ο "βρώμος ο Ιούδας" τον οποίον και παραγεμίζουν με άχερα . Τα αρνιά για το Πάσχα σφάζονται Μεγάλη Τετάρτη και Μεγάλη Πέμπτη . Οι κοπέλες οι ανύπαντρες μαζεύουν από τους κήπους τους κρίνους , τριαντάφυλλα , άνθη λεμονιάς και άλλα λουλούδια για τον στολισμό του Επιταφίου την Μεγάλη Πέμπτη . Στην Κρήτη και ειδικά την Μεγάλη Παρασκευή υπάρχει το έθιμο ο Ιερεύς να μνημονεύει εντός της Εκκλησίας πριν την περιφορά του Επιταφίου τα ονόματα όλων των κεκοιμημένων συγχωριανών της κάθε οικογένειας έστω και πολλές γενεές πίσω . Φυσικά ο λαός παρακολουθεί τις ιερές ακολουθίες όλης της Μεγάλης Εβδομάδας . Το Μεγάλο Σάββατο το ομοίωμα του Ιούδα τοποθετήται πάνω στην ρεματιά με τα ξύλα , για τον φόβο των Ιουδαίων , δηλαδή των γειτονικών χωριών που επιδιώκουν να κλέψουν τον Ιούδα . Το βράδυ της Αναστάσεως με το Χριστός Ανέστη τα κοπέλια δίνουν φωθιά στον Ιούδα ο οποίος και καίγεται με τα απαραίτητα μπαλοταρίσματα και ενώ ακόμα και εχθροί εκείνη την ημέρα δίνουν το φιλί της Αγάπης στο προάυλιο της Εκκλησίας .
Έθιμα βγαλμένα από τα βάθη του χρόνου, εμπλουτισμένα με στοιχεία αλησμόνητων πατρίδων αναβιώνουν στην ελληνική επαρχία καθώς το Πάσχα πλησιάζει. Ουσιαστικά, τα έθιμα του Πάσχα αρχίζουν από τη Μεγάλη Πέμπτη, ημέρα κατά την οποία ξεκινούν οι προετοιμασίες για τη μεγάλη γιορτή.
Με ένα κόκκινο πανί, που συμβολίζει το αίμα του Χριστού, απλωμένο στο μπαλκόνι ή το παράθυρο, ξεκινούν στην επαρχία τη Μεγάλη Πέμπτη οι προετοιμασίες για τη βραδιά της Ανάστασης, ενώ την ίδια ημέρα οι νοικοκυρές σε όλη τη χώρα βάφουν τα κόκκινα αυγά.
Πέμπτη 9 Απριλίου 2009
Λαική σοφία από την Κρήτη (Μέρος 1ο)
To 1981, ο Γιώργος Αποστολάκης, το φερε η τύχη να κουβεντιάζει με μια άγνωστη, υπερήλικη κυρία, υποθέτω ότι ο Κύριος θα έχει αναπαύσει τώρα πια την ψυχή της, στο χωριό Κυριάννα Ρεθύμνης.
Μιλούσαν για τη φιλοξενία στις μέρες μας, συγκριτικά με την παλιά εποχή και κάποια στιγμή η γιαγιά του είπε: «To έβγα όξω επλήθιανε», «το έμπα μέσα εχάθη» στον καιρό μας, παιδί μου.
Μετά από μέρες έφερε πάλι στο μου του τα λόγια της και συνειδητοποίησε, ότι αυτές οι σοφές κουβέντες δεν έπρεπε να μείνουν στην αφάνια. Συμφώνησε δε περισσότερο με τον εαυτό του, όταν άκουσε αργότερα «Είναι φίλοι καπουλάτοι, είναι και χαλιναράτοι».
Από τότε έβαλε στόχο τη συλλογή και διάσωση όσο των δυνατών περισσότερων παροιμιών, θυμοσοφιών και παρομοιώσεων από την Κρήτη. Κατέγραψε όσες γνώριζε ήδη από τις γιαγιάδες του, τους παπούδες, τους γονείς και τους θείους του. Για πολλά χρόνια κυκλοφορούσε με ένα σημειωματάριο στην τσέπη και κατέγραφε όσες άκουγε τυχαία ή όσες του έλεγαν άνθρωποι που γνώριζε. Τις μετέφερε στο χαρτί, όπως ακριβώς τις άκουσε. Τις συνόδευσε από φωτογραφικό υλικό, που με πολύ κόπο συγκέντρωσε από ανθρώπινο δυναμικό, ζώα, δέντρα, φυτά και αντικείμενα. Παρατηρώντας τες μια μια, διαπίστωσε ότι δεκάδες από τα αντικείμενα είναι δυσεύρεστα στη σύγχρονη ηλεκτρονική εποχή μας.
Αναφέρει χαραχτηριστικά, ότι μόνο για μια φωτογραφία, εκείνη του οργώματος με πραγματικά βόδια και αλέτρι, χρειάστηκε να επισκεφτεί ρωτώντας δεκάδες χωριά στην Κρήτη, μιας και τα ζωντανά αυτά έχουν προ πολλού αντικατασταθεί με μηχανοκίνητους ελκυστήρες. Το ίδιο και για το αλώνισμα των σιτηρών με γάιδαρο και βωλόσυρο που οι αλωνιστικές μηχανές πήραν την θέση τους από τα μέσα του 20ου αιώνα.
Δεκάδες χωριά χρειάστηκε να επισκεφτεί επίσης, για να βρει παλαιού τύπου εργοστάσιο με μποξάδες, για το άλεσμα του ελαιοκάρπου.
Στην προσπάθεια του να κάνει σαφέστερο το νόημα ορισμένων παροιμιών ή λέξεων του κρητικού γλωσσικού ιδιώματος, χρησιμοποιεί και μαντινάδες. Το θέμα με το οποίο ασχολήθηκε, είναι ανεξάντλητο. Πιστεύω όμως, ότι έχει βάλει ένα ακόμη λιθαράκι στο μεγάλο κεφάλαιο που λέγεται «Λαογραφία».
(Από το βιβλίο του Αποστολάκη Γιώργου, Ελληνική Λαική Σοφία)
Τρίτη 7 Απριλίου 2009
Παντρολοήματα στην Κρήτη (Μέρος 1ο)

Δύσκολο θέμα τόλμησα να πιάσω αγαπητοί μου,
και σάικα, θα 'ρθει κιανείς να σύρει το αυτί μου,
γιατί επήρ' απόφαση και είπα να τα βάλω
με ένα θέμα κρητικό, που ναι πολύ μεγάλο.
Θαρρώ όμως και του λόγου μου, ως Κρητικός απού ΄μαι,
να γράψω για τον τόπο μου μπορώ και δικαιούμαι.
Είντα πως είμ' αμοναχά, απόφοιτος Λυκείου
κι όι προσωπικότητα Βουλής γή Αρσακείου;
Και πρι ντακάρω, μιαν ευκή για σας, φίλοι μου κάνω
Μαγάρι 'ν αγαπήσετε ακόμη παραπάνω,
απ' όσο αγάπησα εγώ, τον βλοημένον τόπο,
που είναι καύκημα της γης, καμάρι των ανθρώπω.
Γνωρίστε τις βουνοκορφές, τσι σπήλιους, τα λιμάνια,
δάση, φαράγγια κι εκκλησιές, να νιώστε περηφάνια.
Βγείτε ψηλά στ΄αόρη μας και στα Λευκά τα Όρη,
στη Δίχτυ, στ΄Αστερούσια, ν΄ανοίξουνε οι πόροι,
να μπεις αέρας τ' αοριού ο μπέτης να φουσκώσει,
νιώστε τ΄αιτού τη λευτεριά κι ο νους σας να ξεδώσει.
Θέσετε μιαν αργαντινή, ψηλά σ΄ένα μιτάτο
κι ελάτε αποδιαφώτιστα πάλι το ίθε κάτω.
Φασκομηλιά και έρωντα κόψτε, βάλτε στη βούργια,
μαζώψτε κι άλλες μυρωδιές, απού ΄ναι στα παπούργια.
Δίπλα σε δροσερή πηγή, φίλοι μου, ξαποστάστε,
γευτείτε γάργαρο νερό, πιείτε να το χορτάστε.
Πάτε στο Φραγκοκάστελλο, στη Σαμαριά, στη Νίδα,
να πει καθένας από σας, στη ζήση μου δεν είδα,
Χριστέ μου τέθοιαν ομορφιά, ποια πέννα θα τη γράψει;
ποιος ειν΄εκείνος που μπορεί να τηνε περειγράψει;
Αποτυπώματα σταριών φαίνονται σκαλισμένα
πάνω στσι βράχους, που ΄ν΄εκειά, σα να ΄ναι φυτεμένα.
Βγείτε στο Οροπέδιο με τσι χιλιάδες μύλους,
στο ξακουστό Λασίθι μας, καλούς να βρείτε φίλους.
Γυρέψτε Κάστρο και Χανιά, Ρέθεμνος κι Άι Νικόλα,
Σητεία και Γεράπετρο να τα χαρείτε όλα.
Κι ύστερα αμέτε στο χωριό τ΄όμορφο, το μεγάλο,
που στη φιλοξενία ντου στην Κρήτη δεν είν΄άλλο.
Εκειδά που γεννήθηκα, εις την Αγιά Βαρβάρα,
και να φραθείτε με ρακή, κρασί κι οφτό στη σκάρα.
Σίγουρα το ΄χετε ακουστά πως είν΄εκειά που βρέχει
με τα σταμνιά, που κι ο καμβρός, λένε, δεν το κατέχει.
Χτισμένο είν΄από παλιά στον αφαλό τση Κρήτης
και δίπλα ορθώνεται στητός ο γέρο Ψηλορείτης.
Τα σπίθια ντου δεξόζερβα του δρόμου απλωμένα
σε μάκρος δυο χιλιόμετρα κι ομορφασβεστωμένα.
Σ΄όλους τσι τόπους θα ΄πρεπε να σασε σεργιανίσω,
μα ΄γω ΄παέ δεν ξεναγώ, για άλλο θα μιλήσω.
Μάθετε φίλοι σαν κι εμέ τση Κρήτης μας τσι τόπους,
ζήστε τη μπιστικιά φιλιά, τσ΄απλοικούς ανθρώπους.
Ζήστε τα ήθη κι έθιμα, γιορτές και παραδόσεις,
απού στ΄αλήθεια αποκρατούν, δεν είναι διαδόσεις.
Κι αφού θαρρώ πως μιαολιά την Κρήτη την κατέχω,
άδεια, μα κι υποχρέωση γι αυτή να γράψω έχω.
Θα προσπαθήσω, όσο μπορώ, επά να ιστορήσω,
όλα που έχω μες το νου, έστω κι αν υστερήσω.
Κι αν ξεστρατίσω μιαολιά, φίλοι, απολογούμαι,
τα λάθη είν΄ανθρώπινα, κι εγώ άνθρωπος λογούμαι.
(Από το βιβλίο του Αποστολάκη Γεωργίου, Παντρολοήματα στην Κρήτη, Έμμετρο σε Κρητικό Γλωσσικό Ιδίωμα-3.630 στίχοι)
Δευτέρα 6 Απριλίου 2009
Ο καιρός γύρισε πάλι σε νοτιά
Τον Απρίλη, πήρε φωτιά η χωματερή και συνεχίζει να καπνίζει. Μήνες τώρα με κλειστά πορτοπαράθυρα. Βουλώνω χαραμάδες κι ο αέρας που κουβαλά τις διοξίνες τρυπώνει μέσα στα δωμάτια. Τα πρωϊνά, μια πάχνη φονική καθίζει πάνω στο μικρό μας κήπο. Οταν φυσά νοτιάς ή έχει άπνοια, η δυσοσμία γίνεται αφόρητη και για να βγούμε στην αυλή, φοράμε μάσκες νοσοκόμων.
Στο χωριό, η ζωή ακολουθεί το γνώριμο ρυθμό της. Παιδιά πηγαίνουν κι έρχονται απο το σχολειό. Παιδιά με μάγουλα αναμμένα παίζουνε μπάλα στα στενά σοκάκια. Στο καφενείο, απέναντι, ρακές απ’ το πρωί, καυγάδες για ζώα, δρόμους, και φραχτά. Συνηθισμένοι οι ντόπιοι στη μυρωδιά καμένων πλαστικών. Τα καίνε στα βοσκοτόπια και στα λιόφυτα, ρίχνουν μπουκάλια πλαστικά στο τζάκι για προσάναμα. Κανείς δεν τους εξήγησε ποτέ κι ούτε θέλουν να γνωρίζουν. Τώρα, όμως, καιγόταν ολάκερη χωματερή. Χιλιάδες τόνοι σκουπιδιών.
Εκείνη η βαθιά λεκάνη που πρωτοπήγαν τα σκουπίδια το ‘94, είναι σήμερα βουνό. Βουνό που αχνίζει διοξίνες. Ένα μεγάλο σύννεφο, δυσώδες, πλανιέται στην περιοχή και, καταπώς φυσούν οι άνεμοι, αλλάζει κατευθύνσεις, απλώνεται χιλιόμετρα μακριά. Τις νύχτες, φαίνεται η χωματερή σαν να ‘χει καντηλάκια αναμμένα. Εκατοντάδες καντηλάκια καίνε το λάδι της ζωής μας.
Ας καίγεται η χωματερή. Τα σκουπιδιάρικα, των δήμων Ρεθύμνου και Αρκαδίου, την ταΐζουν ακατάπαυστα.
Σαν να μη συμβαίνει τίποτα, στο Ρέθυμνο, η ζωή ακολουθεί το γνώριμο ρυθμό της. Οι τοπικές αρχές συσκέπτονται για το πώς θα παρατείνουν την παρανομία, χωρίς να χαθεί η Ευρωπαϊκή χρηματοδότηση.
Μια εικόνα μαγική είναι η χωματερή. Επίσημα δηλώθηκε ότι έκλεισε, όμως δεν έπαψε ποτέ να λειτουργεί. Πήρε φωτιά, και ανακοινώθηκε ότι έσβησε, όμως καπνίζει επτά μήνες συνεχώς.
Συσκέπτονται, λένε οι τοπικές αρχές, για να λύσουν το πρόβλημα. Μετά από κάθε σύσκεψη δηλώνουν ότι η χωματερή θα κλείσει σύντομα. Στους πολίτες αρέσουν ιδιαίτερα οι ευχάριστες δηλώσεις και οι αρχές, απο αγάπη, τους καθησυχάζουν. Κίνδυνος δεν υπάρχει, μετρήσεις θα γίνουν για διοξίνες, όταν θα κλείσει η χωματερή.
Ο καιρός γύρισε πάλι σε νοτιά. Δεν την αντέχω άλλο τη μυρωδιά καμένου πλαστικού. «Κάποια πράγματα δεν πρέπει να λέγονται» είπε για τη χωματερή, πριν λίγους μήνες, ο δήμαρχος Ρεθύμνου, προτρέποντας σε μια ιδιότυπη ομερτά.
Χαζεύω στα τηλεοπτικά παράθυρα τους τοπικούς μας άρχοντες. Στηλιτεύουν την εγκληματικότητα στο Μυλοπόταμο και διαμαρτύρονται επειδή ο τόπος δυσφημίζεται. Αναρωτιέμαι, πόσοι τηλεθεατές θα φάνε κρέας, τυρί, λάδι ή ελιές με διοξίνες της ρεθεμνιώτικης χωματερής, χωρίς να το γνωρίζουν.
Φυσάει νοτιάς, ντουμάνιασε το σπίτι. Αυτή η βρομιά δε φεύγει απο πάνω μας, έγινε πλέον κομμάτι της ζωής μας, μια τοπική πραγματικότητα που μας ζητούν να αποδεχθούμε. Κλείσε την πόρτα γρήγορα και πες μου, σε ποιούς να απευθυνθούμε για να μας βοηθήσουν. Το ξέρω, η χωματερή δεν έχει φωτογένεια κι ο κόσμος έχει πια εξοικιωθεί. Παντού χωματερές.
Κατερίνα Κορρέ
Δημοσιεύθηκε στην στήλη του Περιβαλλοντικού Συλλόγου «ΟΙΚΟΘΕΡΜΟΜΕΤΡΟ» στην εφημερίδα ΚΡΗΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ.
Κυριακή 5 Απριλίου 2009
Στο μπαλκόνι του Λιβυκού


Ετοίμασα τα πράγματα μου, πήρα δύναμη και κουράγιο και μπήκα τρεις μέρες αργότερα σε ένα αεροπλάνο που με προσγείωσε στο Ηράκλειο. Εκεί με περίμεναν για να πάμε Ιεράπετρα. Από το σχολείο είχα τρέλα με την Κρήτη. Δεν ξέρω πως μου κόλλησε. Ήθελα να περάσω Φιλοσοφική στα Χανιά, να παντρευτώ Κρητικό. Στη Β' Λυκείου άσκησα βέτο στο σπίτι και πήραμε μια φοιτήτρια από τα ΤΕΙ να μένει μαζί μας. Ήταν Χανιώτισσα, κι εγώ την ήθελα σπίτι. Κάτι σαν μπιμπελό, αναμνηστικό από το νησί τέλος πάντων. Η Ρία έμεινε μαζί μας δύο χρόνια. Ακόμη και σήμερα έχουμε επαφές και την αγαπώ πολύ κι αυτή και τους δικούς της. Στην 7ήμερη εκδρομή του Λυκείου παράτησα ένα βράδυ στη Ρόδο τις παρθενώπες, ήταν πολύ ήσυχες για την 7ημερη, και βρέθηκα σε ένα τραπέζι απέναντι σε ένα Λύκειο Κρητικών. Κόντεψα να φάω αποβολή, γιατί αρνιόμουν πεισματικά να γυρίσω στο τραπέζι μας και να καθήσω με τις υπόλοιπες. Ο Θεολόγος μας στέναξε μέχρι να με φέρει πάλι πίσω.
Κι ενώ είχα τόση αγάπη για αυτό το άγνωστο νησί, τώρα που ήμουν εδώ με είχε πιάσει πανικός. Θυμάμαι, πως σε όλη τη διαδρομή ένιωθα σαν να με είχαν σε ηλεκτρική καρέκλά. Έβλεπα εκείνα τα θεόρατα γκρίζα, δίχως ίχνος πράσινου βουνά και με έπιανε απελπισία. Φτάσαμε στην Ιεράπετρα και ήθελα να πάρω το επόμενο αεροπλάνο και να γυρίσω πίσω. Δεν είχα καμιά διάθεση να μείνω σε τούτον τον τόπο. Με βαριά καρδιά πήγα να γνωρίσω τον ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου που θα εργαζόμουν. Ένας άντρας γύρω στα 45, πανίψηλος και πολύ εύσωμος, με ένα τεράστιο μουστάκι, που μόλις τον είδα έγινε πιο έντονη η επιθυμία μου να το βάλω στα πόδια. Παρακαλούσα από μέσα μου, να μην με εγκρίνει και να επιστρέψω την επόμενη σπίτι. Εκείνος όμως, είχε άλλα σχέδια και μάλιστα θα ήταν υπέυθυνος για τα 3 ευτυχισμένα χρόνια που έζησα εκεί.


Από το γραφείο μου έβλεπα να στρώνουν οι σερβιτόροι τα τραπέζια έξω. Με χιλιάδες λιχουδιές, ρακί και κόκκινα αυγά για να τσουγκρίσουμε. Εκεί που χάζευα, ήρθε ο κυρ Νίκος και με παρακάλεσε να δώσω ένα χεράκι στο στρώσιμο. Ε, δεν ήταν και άσχημη ιδέα. Να ξεπιαστώ κι από την καρέκλα μου. Άλλωστε ένα γυναικείο χέρι πάντα τα κάνει πιο όμορφα τα στρωσίματα. Κατέβηκα στους κήπους και βρήκα τον κηπουρό. Τον παρακάλεσα να μου κόψει λουλούδια κι εκείνος χαμογελαστός μου είπε...Τα καλύτερα! Δεν πήγαινε Πασχλιάτικο τραπέζι δίχως λουλούδια. Ανέβηκα γρήγορα στο μπαλκόνι και μαζί με τα παιδιά στρώσαμε το τραπέζι. Ένα τραπέζι για 7ο άτομα. Τόσοι είμασταν.
Έμεινε ένα μόνο τραπεζομάντηλο να βάλω αλλά όταν γύρισα το κεφάλι είχαν ήδη έρθει οι καλεσμένοι μας και ο κυρ Νίκος με τους φίλους του. Και καθόταν στο άστρωτο τραπέζι... Ε, δεν είχα και πολλές επιλογές, θα το έστρωνα. Μάλλον όμως τα έχασα από την τρομάρα μου και το έστρωσα ανάποδα! Ποιος είδε το θεό και δεν φοβήθηκε... Ο Νικολής άρχισε να βρίζει, να φωνάζει και να ωρίεται. Κοκκάλωσα, ποτέ κανείς δεν μου είχε μιλήσει έτσι και δεν το επέτρεπα κιόλας. Όταν συνήλθα και ενώ εκείνος ακόμη χτυπιόταν, μάζεψα άτσαλα το τραπεζομάντηλο το έκανα μια μπάλα στα χέρια μου και του το πέταξα. Στη συνέχεια έφυγα στη reception κλαίγοντας με μαύρο δάκρυ.

Από την επόμενη μέσα όμως, έκπληκτη ζούσα μια μεγάλη αλλαγή. Ο τρόπος που μου μιλούσε από το πρωί ήταν εντελώς διαφορετικός. Και κάποια στιγμή με κάλεσε στο γραφείο του μου είπε να καθήσω και με ρώτησε: Ξέρεις γιατί τους βρίζω όλους εδώ; Δεν με αφορά κύριε Νίκο γιατί το κάνετε αυτό, αλλά κακώς συμβαίνει. Αυτοί οι άνθρωποι σας τρέμουν, και με τον φόβο δε κερδίζεται τίποτα. Με κοίταξε ολόισα στα μάτια και μου είπε... Περιμένω κάποιος να με στείλει στο διάολο τόσα χρόνια. Αλλά κανείς δεν το χει κάνει. Εσύ χτες το έκανες ευγενικά, και γι αυτό σε σέβομαι. Έμεινα άφωνη... Τι μπορούσα να πω; Δεν μου άρεσε ο τρόπος που φερόταν στο προσωπικό αλλά κι εκείνοι ήταν άδολα πλάσματα. Δεν ήταν όλοι άνθρωποι του χωριού και αγράμματοι. Γιατί είχαμε και τέτοιους, μα ήταν όλοι τόσο καλοσυνάτοι που δεν σου πήγαινε καρδιά να τους κακοκαρδίσεις. Είχαμε και νέα παιδιά μορφωμένα. Κι εκείνα έπρεπε να μιλούν. Δεν το έκαναν όμως. Σίγουρα θα είχαν τους λόγους τους. Με την αξιοπρέπεια σου δεν παίζεις, δεν αφήνεις κανέναν να την τσαλαπατά. Ο Νικολής εκείνη τη μέρα μου έμαθε κάτι σημαντικό, πως δεν πρέπει να μένουμε σιωπηλοί και να καταπίνουμε ότι μας πειράζει. Πρέπει να μιλάμε και να μην αφήνουμε κανέναν να μας φέρεται άσχημα. Τον σεβασμό, τον κερδίζεις...

Τα επόμενα χρόνια οι σχέσεις μας ήταν άριστες. Ποτέ δεν τόλμησε να μου ξαναμιλήσει άσχημα. Και κάθε χρόνο που ερχόταν από την Ελβετία δεν ξεχνούσε να μου φέρει εκείνες τις υπέροχες σοκολάτες. Δεν ήταν κακός άνθρωπος. Ένα κομμάτι πηλός ήταν, που ανάλογα με το πως τον έπλαθες σου δινόταν. Οι μέρες που πέρασα κοντά του μέσα στο ΑΡΙΟΝ ήταν μέρες που πολλές φορές τώρα τις νοσταλγώ. Είχαν απ όλα εκείνα τα χρόνια. Τρέξιμο, άγχος, πίεση, αλλά και όμορφες στιγμές. Με χαμόγελα, με πλάκες, με καζούρα. Μπορεί να φώναζε, αλλά σκυλί που γαυγίζει λένε ότι δεν δαγκώνει. Και το σίγουρο είναι ότι κανέναν δεν δάγκωσε ο Νικολής. Παρόλο το επιβλητικό παρουσιαστικό του, ήταν ένας άνθρωπος άκακος. Αλλά έπρεπε να κρατήσει και την Κρητική του φύση, που τον ήθελε αγριεμένο... σαν το Λιβυκό το χειμώνα.
Δώρα καρδιάς από την Κρήτη



Σάββατο 4 Απριλίου 2009
Ραντεβού με την ελιά






