Παρασκευή 27 Αυγούστου 2010
O Νεραϊδόσπηλιος
Πηγαίνοντας στο Νεραϊδόσπηλιο, στους Αστρακούς Πεδιάδος, είχε ξυπνήσει μέσα μου μια μικρή, πολύ μικρή κρυφή ελπίδα, ότι θα δω επιτέλους τις Νεράιδες ή έστω απ' αυτές, ένα σημάδι τους, ας πούμε. Κι ότι θα εκπληρωθεί έτσι ένα παιδικό μου όνειρο, που μου είχε στοιχίσει πολλούς κόπους, ξενύχτια και περπάτημα στο παρελθόν। Μια ελπίδα σαν κι αυτή που έχουν όλοι οι μεγάλοι, που δεν έχουν σκοτώσει ακόμα το μικρό παιδί μέσα τους, ότι ο Άγιος Βασίλης θα ’ρθει αυτή την Πρωτοχρονιά και θα τους φέρει το δώρο τους. Ότι όλα αυτά τα ωραία και αγνά (παραμύθια;) που πιστέψαμε ως παιδιά, δε μπορεί να ’ναι ολότελα ψέματα. Κάπου πρέπει να υπάρχει μια δόση αλήθειας, ή έστω αληθοφάνειας.
"Ας ήταν να δω έστω και μια απ' αυτές" σκεφτόμουν, καθώς κατηφόριζα το μονοπάτι, "κι ας είναι μόνο για μια στιγμή, όσο διαρκεί ένα ανοιγόκλεισμα ματιών". Κι ας ήξερα ότι θα διαψευστώ για άλλη μια φορά, δε μπορούσα (ή μάλλον δεν ήθελα) να σκοτώσω αυτή τη μικρή ελπίδα μέσα μου. "Δε βαριέσαι" σκεφτόμουν, "έχω διαψευστεί και έχω απογοητευτεί τόσες φορές στο παρελθόν αναζητώντας τις, που μια φορά πάνω ή κάτω δεν έχει πια καμιά ιδιαίτερη σημασία".
Τις Νεράιδες αναζητούσα λοιπόν στο Νεραϊδόσπηλιο των Αστρακών, έναν απ’ τους πολλούς Νεραϊδόσπηλιους της Κρήτης και ένα από τα πολλά μέρη που αναφέρονται ως τόποι εμφάνισής τους.
Οι θυγατέρες του Νηρέα στην αρχαιότητα, οι νύμφες των νερών, μετονομάστηκαν σε Νεράιδες και με το όνομα αυτό πέρασαν στη Νεοελληνική λαϊκή μας παράδοση. Ο λαός μας τις θεωρεί ως γυναίκες εξαίρετου κάλλους και ομορφιάς, με μακριά μαλλιά, με κάτασπρη σάρκα που φεγγοβολά στο σκοτάδι και το διασπά, ντυμένες με άσπρο αραχνοΰφαντο πέπλο. Η όψη τους είναι γλυκιά, οι κινήσεις τους αέρινες και το τραγούδι κι ο χορός τους σαγηνεύουν τους ανθρώπους. Δεν είναι ορατές όμως απ’ όλους τους ανθρώπους, παρά μόνον απ' τους "αλαφροΐσκιωτους" και τους "Σαββατογεννημένους".
Ζουν κοντά στη φύση, ιδιαίτερα όμως τους αρέσουν τα μέρη με πολλά νερά, δροσιά, δέντρα και λουλούδια. Οι τόποι εμφάνισής τους σχετίζονται άμεσα με τους τόπους λατρείας των αρχαίων νυμφών, των Νηρηίδων, που γινόταν σε τρίστρατα, σε δισταύρια, σε σπηλιές, σε πηγές, σε ποτάμια ή κοντά στη θάλασσα. Αγαπούν ιδιαίτερα το χορό, τη μουσική και τα τραγούδια και είναι ιδιαίτερα προκλητικές την ώρα του χορού τους. Κυριολεκτικά, εκείνη την ώρα, μαγεύουν τους (τυχόν) περαστικούς, μαγνητίζοντας τα βλέμματα και το μυαλό τους.
Αυτά είναι σε γενικές γραμμές τα γενικά χαρακτηριστικά των Νεράιδων, όπως εξελίχθηκαν και διαμορφώθηκαν από την αρχαιότητα (Νηρηίδες) ως τις μέρες μας(Νεράιδες). Από ’κει και πέρα όμως, οι παραδόσεις και οι θρύλοι που σχετίζονται μ’ αυτές είναι τόσο πολλοί, με τόσες παραλλαγές από τόπο σε τόπο (καθώς η μυθοπλαστική φαντασία του λαού μας είναι τεράστια και δεν μπορεί ν’ αφήσει τίποτα στην τύχη, τίποτα να γίνει μόνο του), ώστε κάθε μέρος που αναφέρεται ως τόπος εμφάνισής τους να έχει τη δική του μοναδική, ξεχωριστή, διαφορετική ιστορία. Τη δική του ιδιαιτερότητα.
Ας αφήσουμε όμως το θρύλο του Νεραϊδόσπηλιου των Αστρακών να ξετυλιχθεί μπρος τα μάτια μας, μεταφέροντάς μας συγχρόνως σε μια άλλη εποχή, στην εποχή που "υπήρχαν" οι Νεράιδες και οι άνθρωποι (ιδίως οι άντρες), τις έβλεπαν, τις ερωτεύονταν ή τις φοβόταν κι ας προσπαθήσουμε μετά μαζί να καταλάβουμε γιατί σήμερα δεν υπάρχουν πια. Εξαφανίστηκαν όπως και τόσα άλλα είδη από τούτο τον πλανήτη ή εμείς χάσαμε τη δυνατότητα να τις βλέπουμε; Να "βλέπουμε" και "κάτι" παραπέρα από το τυπικό είδωλο που αποτυπώνεται στον αμφιβληστροειδή του ματιού μας;
Λέει λοιπόν ο θρύλος, όπως τον κατέγραψε ο Βασίλης Γ. Χαρωνίτης στο βιβλίο του "Η Κρήτη των Θρύλων" (τόμος Β') ότι στο Νεραϊδόσπηλιο των Αστρακών που βρίσκεται μέσα στο φαράγγι του Καρτερού, πήγαιναν οι Νεράιδες και χόρευαν.
Αυτή την υποβλητική σπηλιά, με τις πολλές πηγές, τα κρύα νερά, τα δέντρα και τα πλατάνια γύρω γύρω, που είναι κάπως αποκομμένη από τη γύρω περιοχή. εξαιτίας του ότι βρίσκεται μέσα στο φαράγγι, είχαν διαλέξει για τόπο τους οι Νεράιδες! Ώσπου μια νύχτα, ένας νέος, καλός λυράρης, άκουσε το τραγούδι τους και από περιέργεια μπήκε στη σπηλιά. Κι εκεί τις είδε! Οι Νεράιδες, με ξέπλεκα μαλλιά, πεπλοντυμένες, λουσμένες στο φως μιας αιώνιας άνοιξης, χόρευαν! Η λάμψη τους διασπούσε το σκοτάδι, το τραγούδι τους του χάιδευε τ’ αυτιά και τα μάτια του δεν χόρταιναν να βλέπουν τον "αέρινο" χορό τους.
Συνεπαρμένος απ’ όλα τούτα τα πρωτόγνωρα που ξετυλίγονταν μπροστά στα μάτια του, έπιασε χωρίς να το καταλάβει τη λύρα του και τις συνόδεψε στο χορό. Οι Νεράιδες ακολούθησαν το παίξιμό του και ξετρελάθηκε ο νέος από τα όσα γίνηκαν μπροστά του. Την αυγή, άμα χάθηκαν οι Νεράιδες, ο λυράρης δεν ήξερε αν έζησε ένα όνειρο ή αν πραγματικά συνόδεψε τις Νεράιδες στο χορό τους με τη λύρα του. Μα το επόμενο και το μεθεπόμενο βράδυ, οδηγημένος από κάποια αόρατη δύναμη, βρέθηκε πάλι στη σπηλιά και με τη λύρα του έπαιζε ασταμάτητα για τις Νεράιδες που χόρευαν. Σιγά σιγά, η ματιά του σταμάτησε πάνω σε μια απ’ αυτές και δεν χόρταινε να την κοιτάζει! Ήταν ερωτευμένος μαζί της!
Όταν το συνειδητοποίησε, πήγε σε μια γριά πολύξερη και ζήτησε τη βοήθειά της. Η γριά, αφού τον άκουσε με προσοχή, του είπε πως άμα πλησιάζει η ώρα να λαλήσουν οι πετεινοί (οπότε χάνονται οι Νεράιδες), ν’ αρπάξει από τα μαλλιά εκείνη που αγαπούσε και να μην την αφήσει με κανέναν τρόπο. Ήρθε το βράδυ και ο νέος πήρε τη λύρα του και πήγε στη σπηλιά, όπου άρχισε να παίζει όσο γλυκύτερα μπορούσε, χορευτικούς σκοπούς. Σε λίγο, παρουσιάστηκαν οι Νεράιδες και πιάστηκαν στο χορό.
Λίγο προτού λαλήσουν οι πετεινοί, ο νέος άφησε τη λύρα του και έκαμε όπως τον είχε συμβουλέψει η γριά. Η Νεράιδα αντιστάθηκε με λύσσα, αγρίεψε, έβαλε τις φωνές, μα τίποτα! Ο νέος την κρατούσε γερά! Άρχισε τότε να μεταμορφώνεται πότε σε σκύλο, πότε σε φωτιά, πότε σε φίδι, πότε σε καμήλα, αλλά ο λυράρης την κρατούσε γερά από τα μαλλιά και δεν την άφηνε. Ξαφνικά, λάλησαν οι πετεινοί κι οι άλλες Νεράιδες εξαφανίστηκαν. Τότε εκείνη που κρατούσε ο νέος ξανάγινε πανέμορφη, όπως ήταν πριν και τον ακολούθησε στο σπίτι του. Έζησε μαζί του ένα χρόνο, του γέννησε ένα γιο, αλλά τη μιλιά της δεν την άκουσε ποτέ!
Δυστυχισμένος καθώς ήταν ο νέος λυράρης με τη βουβαμάρα της Νεράιδας - γυναίκας του, μεταχειρίστηκε όλα τα μέσα για να την κάνει να μιλήσει, χωρίς αποτέλεσμα όμως. Ξαναπήγε λοιπόν στη γριά και της ζήτησε τη συμβουλή της. Εκείνη του ορμήνεψε να πυρώσει καλά το φούρνο κι ύστερα να πάρει το παιδί από τα χέρια της γυναίκας του, να κάνει πως θα το πετάξει μέσα στο φούρνο και να πει: "Δε μου μιλείς; Τότε ρίχνω κι εγώ το παιδί σου στο φούρνο". Ακολούθησε πιστά τη συμβουλή της, μα τη στιγμή που έκανε ότι θα έριχνε το παιδί στη φωτιά, η Νεράιδα χίμηξε πάνω του σέρνοντας φωνή: "Μη σκύλε το παιδί μου!". Του τ’ άρπαξε από τα χέρια και έγιναν άφαντοι, μάνα και παιδί μαζί.
Απελπισμένος τους αναζήτησε με φωνές, παρακάλια και κλάματα, αλλά μάταια. Η Νεράιδα - μάνα και το παιδί, δεν ξαναφάνηκαν πια. Πήγε λένε στις αδελφές της, αλλά αυτές δεν τη δέχτηκαν. Δεν της συχώρεσαν το ότι άφησε άνθρωπο και την άγγιξε και τη μόλυνε. Γι’ αυτό αναγκάστηκε και πήγε λίγο πιο πέρα σε μια βρύση που τη λένε Λούτρα. Εκεί τη βλέπουν δυο - τρεις φορές το χρόνο να κρατεί το παιδί στην αγκαλιά της και να κλαίει. Οι άλλες εξακολουθούν να χορεύουν και να τραγουδούν, χωρίς όμως να έχουν πια λύρα να τις συνοδεύει και χωρίς την αδελφή τους. Η Νεράιδα - μάνα κάθεται λυπημένη παραπέρα και κλαίει. Τα δάκρυά της πέφτουν πάνω στο νερό και το θολώνουν, γι’ αυτό τα νερά του Νεραϊδόσπηλιου εμφανίζονται θολά πότε - πότε.
Αυτά λοιπόν, λέει ο θρύλος. Γύρω από το Νεραϊδόσπηλιο των Αστρακών υπάρχουν πολλές πηγές και σχισμές από τις οποίες βγαίνει νερό, συνοδευόμενο από ένα ελαφρύ θόρυβο, κάτι σαν κλάμα. Και μετά από κάθε νεροποντή στη γύρω περιοχή, τα νερά των πηγών θολώνουν. Τούτα τα απλά φαινόμενα πυροδότησαν τη φαντασία του λαού μας και τον οδήγησαν στην κατασκευή του μύθου για τη Νεράιδα που κλαίει.
Φαινόμενα που παρατηρούνται και σήμερα. Γιατί και σήμερα τα "δάκρυα της Νεράιδας" εξακολουθούν να θολώνουν τα νερά του ποταμού. Τόσα χρόνια δε στερέψανε. Τρέχουν ακόμα απ' τα μάτια της. Μόνο που τα τελευταία χρόνια τρέχουν μερικές φορές, κυριολεκτικά "μαύρα δάκρυα". Και τα νερά του ποταμού δε θολώνουν απλά, αλλά παίρνουν ένα σκούρο καφέ ως μαύρο χρώμα, αναδίδοντας μια έντονη δυσοσμία. Όχι, δεν άλλαξε η χημική σύσταση των δακρύων της Νεράιδας. Για κατσίγαρο πρόκειται! Για κατσίγαρο που ρίχνουν (άθελα θέλω να πιστεύω), τα ελαιουργεία της περιοχής, ανεξέλεγκτα, σε κάποιους χώρους στην ευρύτερη περιοχή του Νεραϊδόσπηλιου, λερώνοντας έτσι τη φύση, τα υπόγεια νερά και την ψυχή μου (πιστεύω και τη δική σας, αγαπητοί αναγνώστες).
Τα πετρώματα της γύρω περιοχής, εξαιτίας της μεγάλης τους υδροπερατότητας δεν μπορούν να συγκρατήσουν μέσα τους τα νερά και να τα "φιλτράρουν", όπως κάνουν άλλου είδους πετρώματα, αλλά τα απελευθερώνουν άμεσα, οδηγώντας τα στις σπηλιές του Νεραϊδόσπηλιου, μέσα από "δρόμους" που έχει χαράξει εδώ και αιώνες με το αλάθευτο "χέρι" της η φύση.
Αυτά σχετικά με τα "δάκρυα" της Νεράιδας. Αλλά με τις ίδιες τις Νεράιδες τι γίνεται; Υπήρξαν ή όχι; Κι αν ναι, γιατί δεν τις βλέπουμε σήμερα; Γιατί εγώ, αν και Σαββατογεννημένος, δεν τις έχω δει ποτέ κι ας τις έχω αναζητήσει τόσο πολύ; Γιατί κατέληξα μάταιος αναζητητής τους, εγώ, που ούτε με τη φαντασία μου δεν μπορούσα να τις πλάσω, αφού τόσα πολλά είχα ακούσει γι' αυτές (ας όψεται η γιαγιά μου και οι άλλες γυναίκες της γειτονιάς του χωριού μου), για την εξωτική ομορφιά του χορού και της θωριάς τους, για την αιώνια νιότη τους και για τα βάσανα που περίμεναν οποιονδήποτε προσπαθούσε να τις κάνει "δικές του";
Μάταια τις αναζήτησα σε σπηλιές, σε ρεματιές (κυρίως), σε τρίστρατα, σε δισταύρια, σε πανσεληνόφωτες, φεγγαρόφωτες ή αφέγγαρες νύχτες, μεσάνυχτα, μεσημέρια, δειλινά και αυγές. Τίποτα, Νεράιδες πουθενά!
Ώσπου κατάλαβα! Κατάλαβα τη δυνατότητα που είχαν "τα μάτια" των παλιών αντρών που τις έβλεπαν (γιατί κυρίως οι άντρες είχαν αυτό το προνόμιο) και την αδυναμία των δικών μου. Ας όψεται η σεξουαλική απελευθέρωση, η χειραφέτηση της γυναίκας, οι φεμινίστριες, το πλησίασμα των δυο φύλων, η άρση του ενδυματολογικού καθωσπρεπισμού των περασμένων ετών και το ... πλυντήριο (κι αυτό άντρας το ανακάλυψε).
Πήγαιναν οι γυναίκες παλιά (που δεν υπήρχαν ούτε πλυντήρια ούτε σκάφες ούτε νερό στα σπίτια) να πλύνουν τα ρούχα στους ποταμούς, στα ρέματα και στα ρυάκια, ξεκινώντας πολύ πρωί, αξημέρωτα ακόμα και πολλές φορές έμεναν εκεί όλη μέρα, μέχρι το βράδυ, ακόμα κι όταν η νύχτα είχε αρκετά προχωρήσει. Άλλωστε είχαν να κάνουν τόσες δουλειές: να βράσουν νερό, να πλύνουν τα ρούχα, να τα ξεπλύνουν, να τα στραγγίξουν, να τα απλώσουν στον ήλιο να στεγνώσουν, να τα μαζέψουν και να φύγουν. Έβγαζαν τα "περιττά" ρούχα τους, μένοντας με τα εσώρουχα (μεσοφόρι) και μέσα στα νερά έπλεναν. Πολλές φορές, καθώς περίμεναν τα απλωμένα ρούχα να στεγνώσουν, εκμεταλλεύονταν την ευκαιρία για ένα μπάνιο στα καθαρά νερά του ποταμού.
Όλοι οι ποταμοί είχαν καθαρά νερά τότε κι ας μη ξεχνάμε ότι ο κόσμος δεν πήγαινε καλοκαιρινές διακοπές εκείνες τις εποχές. Περνούσαν λοιπόν (τυχαία;) οι καημένοι οι άντρες, μόνιμα "πεινασμένοι" για γυναικείο σώμα, χάδι, τρυφερότητα και ομορφιά, μονίμως ακόρεστοι, έβλεπαν αυτό το πρωτοφανές γι’ αυτούς θέαμα και έμεναν έκθαμβοι. Έβλεπαν τα απόκρυφα γυναικεία μέλη (χέρια, πόδια, καμιά φορά και κάτι παραπάνω), κάτασπρα, με τις σταγόνες του νερού να στραφταλίζουν στον ήλιο, τα μακριά μαλλιά ξέπλεκα και ... "έχαναν τη λαλιά τους" (αρκετές φορές και κυριολεκτικά).
Έτσι δημιούργησαν το μύθο σχετικά με τις Νεράιδες, για το χορό τους και την ομορφιά τους. Οι πιο πεζοί και συνάμα ρεαλιστές (οι "χορτάτοι";) το εκμεταλλεύονταν ανάλογα (οι "ματάκηδες" της εποχής). Οι άλλοι, οι πιο αλλοπαρμένοι και ίσως πιο "πεινασμένοι σεξουαλικά", έβλεπαν ... Νεράιδες! Έτσι δημιουργήθηκαν κατά τη γνώμη μου οι διάφοροι μύθοι σχετικά με τις Νεράιδες. Το στηρίζω ακόμη στο ότι κανείς δε μου διηγήθηκε ποτέ ότι τις είδε χειμώνα, με βροχή, με κρύο ή με χιόνι. Άνοιξη, καλοκαίρι και φθινόπωρο τις έβλεπαν. Επίσης δεν αναφέρονται σε Βόρειες χώρες, αλλά μόνο σε Μεσογειακές.
Και σήμερα δεν υπάρχουν Νεράιδες; Υπάρχουν, είναι η απάντηση. Μόνο που έχουν αλλάξει χώρο και χορό. Υπάρχουν στα μπαράκια, στα κέντρα, στα clubs, στις pubs, στις καφετέριες, στους δρόμους, στις πλατείες. Δίπλα μας είναι. Και δε χορεύουν πια στους ρυθμούς της λύρας, αλλά της τζαζ, της ροκ, της ποπ, της τέκνο, της ραπ, της χέβυ μέταλ μουσικής. Ενδυματολογικά, μοιάζουν πολύ με τις Νεράιδες, αλλά εκεί που σίγουρα τις ξεπερνούν είναι στο ότι εξακολουθούν να "παίρνουν" σε μεγαλύτερο βαθμό τα μυαλά και τη λαλιά εμάς των αντρών.
Αλήθεια, έχετε παρατηρήσει πόσο όμορφες είναι σχεδόν όλες οι κοπέλες τα τελευταία χρόνια;
Πηγή: "ΣΤΙΓΜΕΣ", το Κρητικό περιοδικό
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
2 σχόλια:
Τί εξαιρετική ανάρτηση είναι αυτή; Μπράβο και πάλι μπράβο.
Να σαι καλά Σοφία.Οι εφημερίδες της Κρήτης εκτός από κακά μαντάτα κρύβουν και θησαυρούς κάποιες φορές.
Δημοσίευση σχολίου