Τρίτη 29 Ιουνίου 2010

Κουζουλάθηκε η γριά;



Δεν είναι πολύς καιρός που κατέβηκα στην Κρήτη κι έκανα μια σαββατιάτικη πρωινή βόλτα στα δρομάκια του χωριού μου. Ήθελα να ξαναβρώ τις γνώριμες εικόνες τής ζωής μου, αλλά κυρίως για να μυρίσω καλοκαιρινή μαντζουράνα και βασιλικό. Βρήκα την κυρία Ηρακλεία στην αυλή της, γιαγιούλα ογδόντα χρονών και βάλε, διπλωμένη στα δύο να σαρώνει το σκασμένο τσιμέντο με μια από κείνες τις παλαιικές κίτρινες σκούπες που πίστευα ότι έχουν εξαφανιστεί από χρόνια. (Αλήθεια, που τις πουλάνε;) Αφού μιλήσαμε για τα παιδιά και τα εγγόνια της και έλυσα αντίστοιχες απορίες της, (αυτή στην πάνω γειτονιά, εγώ στην κάτω, δυο άλλοι κόσμοι) τη ρώτησα μισοαστεία μισοσοβαρά πως τα πάει με την οικονομική κρίση και πως βλέπει την Τρόϊκα και το ΔΝΤ. Δεν ήμουν διόλου σίγουρος ότι καταλάβαινε τι σήμαιναν οι όροι αυτοί, όμως η γριούλα ήξερε καλά διότι μού απάντησε ακαριαία: «Δε τσοι φοβούμαι εγώ παιδί μου, γιατί έκαμα ευχέλαιο στο σπίτι.»

Δεν πρόλαβα να γελάσω, διότι κάτι από την κουβέντα της με άφησε άναυδο. Τόσο απλά λοιπόν θα μπορούσαν να ήταν όλα; Δέκα λέξεις όλες κι όλες κολλημένες η μια δίπλα στην άλλη, περιέγραψαν με θαυμαστή ακρίβεια τον δήθεν περίπλοκο κόσμο μας και τη θέση μας μέσα σ’ αυτόν. Ήταν μια φράση χωρίς ίχνος περιττολογίας, χωρίς πολιτικά, ιδεολογικά ή οικονομοτεχνικά φτιασιδώματα. Μια απλή, μικρή, φαινομενικά αφελής κουβέντα κάποιας γιαγιάς ενός χωριού, που όμως καθόριζε αφοπλιστικά τα όρια του καλού και του κακού, του διαβολικού και του θεϊκού. Κι αφού περίγραψε τον κόσμο, κατάταξε αμετάκλητα στο στρατόπεδο τού Διαβόλου αυτούς που (σε τελευταία ανάλυση, όπως λέγαμε τον καιρό της Μαρξιστικής μας θητείας) ανήκουν πράγματι εκεί. Με την ίδια λιτή φράση καθόρισε παράλληλα τα μέσα και τα όρια της δικής της άμυνας.
Η κυρία Ηρακλεία δεν έχει τη γνώση κάποιου υπουργού, την επιστημονική επάρκεια ενός οικονομολόγου ή το εύρος της πληροφόρησης κάποιου δημοσιογράφου. Έχει όμως κάτι άλλο, πολύ σοβαρότερο από όλα τούτα τα βαρύγδουπα μαζί. Το σοφό ένστικτο τού απλού βασανισμένου ανθρώπου, που πατά σε στέρεες βάσεις ζωής. Κι αυτό το ένστικτο τη βοηθά να διαθέτει το δυσκολότερο όλων. Καθαρή εικόνα του κόσμου. Πόσες χιλιάδες ώρες έχουμε καταναλώσει ακούγοντας και διαβάζοντας εμβριθείς αναλύσεις για την παγκόσμια και την ελληνική κρίση, για να καταλήξουμε ότι στην πραγματικότητα δεν ξέρει κανένας τίποτα; Ε λοιπόν, η κυρία Ηρακλεία ξέρει το βασικότερο. Ξέρει τον εχθρό. Όλοι εμείς οι υπόλοιποι, μέσα από τους δαιδάλους της γνώσης και της πληροφόρησης ακόμα τον ψάχνουμε, αν υποτεθεί ότι θέλουμε πραγματικά να τον βρούμε.

Θα ρωτήσετε τώρα: «Κι αν δεχτούμε ότι η γριά ξέρει τον εχθρό, σημαίνει πως κατέχει και τον τρόπο να τον αντιμετωπίσει;» Απαντώ όχι, αλλά προχωρώ τον ίδιο συλλογισμό: «Μπορούν όμως να τον αντιμετωπίσουν αυτοί που δεν τον ξέρουν καν;» Βεβαίως, κανένας μας δεν είναι τόσο υπερβατικός ώστε να πιστεύει ότι η οικονομική κρίση δεν θα αντιμετωπιστεί με αγιασμούς και ευχέλαια. Είδατε όμως πως κι η γριούλα, παρά την αναμφισβήτητη πίστη της, είχε επίγνωση των περιορισμών. Ευχέλαιο για τη χώρα δεν ζήτησε, μόνο για το σπίτι της. Ίσως γιατί η έσχατη γραμμή άμυνας δεν είναι η εθνική οικονομία (χαμένη μάχη αυτή), αλλά η ψυχή μας που βρίσκει στερνό καταφύγιο κάτω απ’ τη στέγη της εστίας. Κι αν κάποιοι υποστηρίξουν ότι στην οικονομία δεν χωρούν θεωρίες συνομωσίας με εχθρούς, φίλους, αγίους και διαβόλους, δεν δέχομαι την παραμικρή συζήτηση για το γεγονός ότι αυτή η κρίση έχει στείλει στρατιές δαιμόνων εναντίον της ψυχής και της ανθρώπινης συνείδησης μας. Κοιτάξτε γύρω σας…

Έφυγα από την αυλή της κυρίας Ηρακλείας σκεπτικός. Και προχωρώντας στα σοκάκια του χωριού, μού ήρθε στο νου ένα δειλινό του Ιούλη του 1968 στον ίδιο ακριβώς τόπο, με μια αντίστοιχη γριούλα. Ήμουν μόλις επτά χρονών και κείνο το βράδυ έφτασε στο χωριό μας το ρεύμα. Δε θυμάμαι μεγαλύτερη γιορτή στην παιδική μου ηλικία. Ήταν η στιγμή που καταργήσαμε το λύχνο με το λάδι, τη λάμπα με το πετρέλαιο και το λουξ στο καφενείο με τα οποία είχαμε γεννηθεί. Οι ηλεκτρολόγοι είχαν περάσει από καιρό, είχαν βάλει λάμπες στα δωμάτια και τις αυλές, ενώ από την απέναντι πλαγιά όλο και πλησίαζε η ευλογημένη γραμμή των ξύλινων στύλων της ΔΕΗ που θα μάς έφερνε τη νέα ζωή. Εκείνο το βράδυ, όλοι οι διακόπτες ήταν ανοιχτοί. Και στις 8.30 ακριβώς, το χωριό μας άστραψε όπως δεν είχε αστράψει ποτέ από γεννήσεως κόσμου. Το τι έγινε δεν περιγράφεται. Χειροκροτήματα, φωνές, σφυρίγματα, γέλια, πυροβολισμοί, ουρλιαχτά γέμισαν την ατμόσφαιρα. Γιορτάζαμε την είσοδο μας σ’ έναν νέο κόσμο, πιο εύκολο, πιο ξεκούραστο. Γιορτάζαμε την ένταξη μας στον πολιτισμό. Καταλήξαμε όλοι μέσα σ’ ένα παραλήρημα ευτυχίας στην πλατεία όπου στήθηκε γλέντι τρικούβερτο. Μεζέδες, τσικουδιές, κρασιά, χοροί, τραγούδια…χαμός.

Και τότε ξαφνικά, είδαμε μια γριά που το σπιτάκι της είχε πρόσοψη στην πλατεία, να βγαίνει έξω κουκουλωμένη με το τσεμπέρι της, κρατώντας ένα μικρό θυμιατήρι που σκόρπιζε παντού την ευωδιά του λιβανιού. Άρχισε να μάς λιβανίζει ψέλνοντας δυνατά. Ήταν τόσο παράταιρη η εικόνα μιας γερόντισσας να θυμιατίζει ανάμεσα σε εκατό μεθυσμένους, που έγινε χαμός κυρίως απ’ τους νεότερους και τα παιδιά που δεν διακρίνονται για το σέβας τους. «Κουζουλάθηκε η Αντωνάκενα!» φωνάζαμε. «Θαρρεί πως είναι σε κηδεία». Κάποιες γυναίκες την σταματήσανε και τη ρωτήσανε γιατί το κάνει αυτό:
- «Αυτός ο διάολος ήρθε απ’ έξω και τον βάλαμε μέσα στα σπίτια μας» απάντησε η γριά. «Που ξέρω εγώ τι είναι; Γι’ αυτό θυμιάζω».
- «Δεν είναι διάολος» της απάντησαν γελώντας. «Το ρεύμα είναι. Είναι καλό. Μην το φοβάσαι. Θα βλέπουμε τα βράδια. Θα πάρουμε και ψυγεία να μη χαλάνε τα φαγητά.»
- «Αν είναι καλό, ένα λιβάνισμα δεν το βλάφτει» απάντησε αυτή στωικά. «Αλλά τόσο φως, δε κάνει καλό. Διώχνει τις ψυχές απ’ τις γωνιές του σπιτιού. Που θα πάνε τώρα αυτές;»

Γελάσαμε άλλη μια φορά και τη βάλαμε στο σπιτάκι της. Τι ψυχές και αηδίες τώρα, μέσα στη μεγάλη γιορτή της προόδου…

Όμως η γριά Αντωνάκενα, μέσα από την απλότητα του μυαλού της είχε δει και τότε τον εχθρό. Του κόσμου της ίσως, αλλά τον είχε δει. Και μη σπεύσετε να πείτε ότι είμαι εναντίον του ηλεκτρισμού ή της προόδου.

Τα ξέρω όλα. Και τα δεδομένα της παγκοσμιοποίησης, και τα διεθνή εμπόρια, και τις μετακινήσεις κεφαλαίων, και το αναπόφευκτο της επιβίωσης μας μαζί τους. Τον εχθρό ψάχνω κι εγώ, μήπως στη συνέχεια (δια της ατόπου) αντιληφθώ και κανέναν φίλο…


Tου Δημήτρη Καμπουράκη

Δεν υπάρχουν σχόλια: