Τρίτη 16 Μαρτίου 2010

Το παραμύθι με το σκιάχτρο



Φωτογραφίζω τα σκιάχτρα με συμπάθεια. Και για τα ίδια και για τους ανθρώπους που τα φτιάχνουν. Και για τα πουλιά που άλλοτε ξεγελιούνται κι άλλοτε όχι. Με συμπάθεια και κατανόηση. Χιλιάδες χρόνια πριν κάποιος μακρινός πρόγονος μπλεγμένος στο παιγνίδι του ανταγωνισμού των όντων σκέφτηκε ότι πρέπει να κοροϊδέψει τα πουλιά.
Συμπαθώ τα σκιάχτρα. Προσπαθώ να μαντέψω τα μυστικά τους, να συμμεριστώ την οδύνη τους. Χορταίνουν το λιοπύρι και παίζουν με το χρόνο φορώντας κουρελιασμένα ρούχα. Μερικές φορές έρχεται κι ο άνεμος για να παίξει μαζί τους, μερικές φορές αντιστέκονται, κι είναι τότε που τα αναρριχητικά φυτά σκαρφαλώνουν στα άδεια κορμιά τους.

Κάποτε στον κόσμο των παραμυθιών μπορεί ένα σκιάχτρο να ζωντανέψει, να αρχίσει να κουνά τα ισχνά μέλη του, κάποτε… Θυμάμαι ακόμη έναν παλιό παραμυθά. Τον είχα ακούσει ένα προχωρημένο απόγευμα, λίγο πριν νυχτώσει, στα παιδικά μου χρόνια. Έλεγε μια ιστορία για μια βασιλοπούλα· δεν θυμάμαι το παραμύθι. Όταν τέλειωσε, κοίταξε κάπου στο βάθος, είδε ένα άδειο ρούχο να κρέμεται και να πηγαίνει πέρα – δώθε στο φύσημα του ανέμου. Αυτό ήταν.
Αρχή του παραμυθιού, καλησπέρα σας. Κι άρχισε να λέει για ένα σκιάχτρο στο μποστάνι, σε χρόνο μακρινό κι απροσδιόριστο.
Μια φορά κι έναν καιρό. Το μποστάνι είχε απ’ όλα τα καλά. Πεπόνια, καρπούζια, κηπικά· παράδεισος. Πουλί πετούμενο δεν πλησίαζε. Και μια μέρα φάνηκε στο χωριό μια γριούλα με κουρελιασμένα ρούχα. Κλαδάκια από φασολιές κρέμονταν στα μανίκια της κι ένα καπέλο, δηλαδή τι καπέλο – πάτος από ένα σαπισμένο παλιό καλάθι ήταν, σκέπαζε το κεφάλι της. Δίπλα στα χέρια της κρεμόταν ένα παλιό ξεραμένο καλάμι. Και κρατούσε μιαν αρμαθιά με άδεια κουτάκια, τσίγκινα.
- Να σαν αυτά που κρατά το σκιάχτρο και χτυπούν όταν φυσά ο άνεμος.
Ήταν το σκιάχτρο που είχε γίνει άνθρωπος.


Ποτέ δεν κατάλαβα αν ήταν παραμύθι ή επινόηση της στιγμής. Είχε πετύχει όμως το σκοπό του. Σε μια γωνιά του δρόμου είμασταν καθισμένα πέντε – έξι παιδιά. Καθώς τον ακούγαμε φέρναμε στο νου μας όλα τα σκιάχτρα που είχαμε δει μέχρι τότε, προσπαθώντας να εντάξομε στο δικό μας χώρο και χρόνο το παραμύθι. Δε μπορεί, με κάποιο θα μοιάζει…
Δεν έμοιαζε με κανένα. Κάθε που πλησίαζα σε μια γνώριμη εικόνα ο παραμυθάς λες και το καταλάβαινε. Έβαζε κάτι καινούργιο στο παραμύθι και μου χαλούσε την εικόνα. Στο τέλος έβαλε κι ένα παράξενο φυτό να έχει φυτρώσει κάπου εκεί δίπλα. Έκανε φρούτα ροδοκόκκινα σαν το βερίκοκο, μεγάλα σαν καρπούζι και νόστιμα σαν όλα τα φρούτα μαζί. Άντε τώρα να καταλάβεις. Αυτό το φρούτο δεν το δοκίμασα ποτέ. Και πολύ φοβάμαι πως δεν θα το δοκιμάσω.
Παρακολουθώ από τότε τη γριούλα να περιφέρεται σαν αερικό στους δρόμους του χωριού και να κλείνουν οι πόρτες. Ακούγονται ακόμη σαν απόηχος μιας αδιερεύνητης μαγείας οι τρομαγμένες φωνές των παιδιών. Κανείς δεν την ανοίγει την πόρτα. Ποιος μπορεί να αντέξει ένα τέτοιο θέαμα;
Δεν ξέρω γιατί δεν μπορώ να φανταστώ τη γριά, δηλαδή το σκιάχτρο που ζωντάνεψε κι έγινε γριά, να καταλαγιάζει σε μια γωνιά. Ίσως επειδή κι εγώ, τώρα μεγάλος, αμφιβάλλω αν θα μπορούσα να τη δεχτώ, να την πάρω από τον κόσμο των φόβητρων και να την εντάξω στον κόσμο αυτών που φοβούνται, δηλαδή των ανθρώπων. Τελικά νομίζω πως οι άνθρωποι επινόησαν το σκιάχτρο με βάση την αρχή της ομοιότητας: Αφού φοβούνται οι ίδιοι θα φοβούνται και τα πουλιά.
Όσο κι αν οι άνθρωποι σήμερα γίνονται όλο και συχνότερα σκιάχτρα του άλλου εαυτού τους, δεν μπορώ να φανταστώ τη γριά του παραμυθιού να κάθεται σε τραπέζι, να πίνει καφέ δίπλα στους κανονικούς ανθρώπους. Αρκούμαι να παρακολουθώ το παραμύθι, να βλέπω τους πιο ψύχραιμους να ψάχνουν τρόπο να ξορκίσουν το κακό, τα μεγαλύτερα παιδιά να αρχίζουν πρώτα να πετροβολούν, τον παραμυθά να κάνει χειρονομίες – σα να πετά κι ο ίδιος πέτρες. Εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω γιατί να είναι τόσο κακό η μεταμόρφωση ενός σκιάχτρου.
Ο παραμυθάς, που ήξερε τι σκεφτόμουν, τι σκεφτόμασταν όλοι, συνεχίζει. Κι όσο τα απορημένα μάτια μας τον κοιτάζουν, τόσο ζωντανεύει το λόγο του. Όταν μιλά για πετροβόλημα σκύβει και παίρνει μια πέτρα. Κι εγώ στοιχηματίζω αν ξεχαστεί και την πετάξει συνεπαρμένος από το λόγο του. Ο παραμυθάς μοιάζει πια με αλλοπαρμένο θεατρίνο που γοητεύεται από την αντίδραση του κοινού του. Οι διάλογοι ζωντανοί, οι χειρονομίες, τα χέρια που ανεβοκατεβαίνουν, ο λόγος, ο μύθος.

Το παραμύθι σταματά απότομα το ταξίδι μου:
Αφού είδε κι απόειδε η γριά έγινε πάλι σκιάχτρο. Διωγμένο από τους ανθρώπους ξαναπήγε στο περβόλι, οι φασολιές ξαναφύτρωσαν στη γη. Το φυτό με τα μεγάλα φρούτα, ροδοκόκκινα σαν βερίκοκο, ήταν εκεί. Μόνο που τώρα ήρθε η σειρά των άλλων σκιάχτρων να ξεσηκωθούν για να διώξουν τον άνθρωπο.
Πέρασαν χρόνια, λοιπόν, από τότε. Ακόμη και σήμερα όταν βλέπω σκιάχτρο προσπαθώ να μαντέψω αν είναι αληθινό ή αν είναι η γριά του παραμυθιού, εκείνη που προκαλούσε φόβο στους ανθρώπους και αισθήματα απέχθειας στα άλλα σκιάχτρα. Είναι αληθινά σκιάχτρα ή μήπως είναι ο φόβος που παίρνει ζωή και σχήμα; Τα φτιάχνομε επειδή φοβούμαστε τα πουλιά. Κι ύστερα τα βλέπουν τα πουλιά και φοβούνται με τη σειρά τους. Ο ένας φόβος φέρνει τον άλλο.
Το αιώνιο παιγνίδι της φύσης. Ο ανταγωνισμός. Η μάχη για την τροφή.
Η αιώνια γοητεία του προφορικού πολιτισμού. Της ανθρώπινης ευρηματικότητας. Και του παραμυθιού. Εκείνος ο παλιός παραμυθάς τα έλεγε όμορφα, έλεγε πως το σκιάχτρο γίνεται άνθρωπος. Σκέφτομαι, λοιπόν, πως το σκιάχτρο του παραμυθιού γίνεται άνθρωπος για να επιστρέψει πίσω το φόβο. Και προκαλεί φόβο στους ίδιους που το είχαν φτιάξει. Ένα παιγνίδι που δεν έχει τέλος.
Κι αν δεν είναι παραμύθι, τι πειράζει; Ο παλιός παραμυθάς ήξερε να δένει το λόγο, να ταξιδεύει με το νου, να παίρνει κι εμάς στα ταξίδια του.
Δεν θυμάμαι το τέλος. Ίσως και να μην είχε τέλος. Όταν έβλεπε ο παραμυθάς πως είχε κουραστεί το ακροατήριο, έκοβε την κουβέντα στη μέση:

- Αύριο το υπόλοιπο.

Τώρα το παραμύθι έχει τελειώσει. Τον παραμυθά έχω χρόνια να τον δω. Το δικό μας αύριο δεν έχει τέτοια παραμύθια.
Και τα σκιάχτρα λιγοστεύουν.

Έγραψε ο Νίκος Ψιλάκης

1 σχόλιο:

πυθαρακι είπε...

Kαλή ανάσταση και σε σένα jk.