Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2010

Μέρος 2ο "Kαφενεία στην Κρήτη"



Στο κέντρο…

Τα καφενεία είναι συγκεντρωμένα εκεί που συναντώνται τα δίκτυα επικοινωνίας, σε πλατείες, σε κεντρικούς δρόμους, σε σημεία στα οποία συγκεντρώνεται κόσμος για διάφορους λόγους. Στον αγροτικό χώρο το φαινόμενο των κεντρικών καφενείων είναι σχεδόν καθολικό. Τα ελάχιστα παραδείγματα που μπορεί να συναντήσει κανείς σε άκρες οικισμών αιτιολογούνται με μια απλή χωροταξική παρατήρηση· είναι τα σημεία εισόδου στους οικισμούς ή τα σημεία αναχωρήσεων, συνήθως εκεί που βρίσκονταν (ή και βρίσκονται ακόμη) στάσεις λεωφορείων ή συγκεντρώνονται μόνιμες ή περιοδικές δραστηριότητες, όπως μπορεί να είναι, για παράδειγμα, κάποιο παζάρι. Αν δεν υπάρχει κεντρική πλατεία, το ρόλο του κέντρου παίζει ένας κεντρικός δρόμος. Εκεί βρίσκονται τα καφενεία, το ένα δίπλα στο άλλο. Από αυτόν διοχετεύονται όλες οι εξερχόμενες και οι εισερχόμενες δραστηριότητες στον οικισμό.



Στο καφενείο καταλήγουν όχι μόνον οι εξωτερικοί επισκέπτες, αλλά και κάθε πληροφορία που φτάνει στον οικισμό. Οι εξωτερικοί επισκέπτες μπορεί να είναι εμπορευόμενοι, ειδικευμένοι τεχνίτες που αναζητούν εργασία, ζητιάνοι, περαστικοί ή και τουρίστες, όπως άρχισε να συμβαίνει κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Όλοι αυτοί, φορείς πληροφοριών και ειδήσεων για τις προβιομηχανικές κοινωνίες με τα ελλιπή οδικά και συγκοινωνιακά δίκτυα, καταλήγουν στο καφενείο. Εκεί θα ασκήσουν την όποια δραστηριότητά τους, θα συζητήσουν, θα συνάψουν συμφωνίες μέχρι αργά το βράδυ. Οι θαμώνες συμμετέχουν σε ένα σύστημα ανταλλαγών πληροφοριών και απόψεων, ταυτόχρονα όμως καθιστούν αισθητή την παρουσία τους: «η αγορά – και το καφενείο που αποτελεί μέρος της – είναι χώροι του βλέμματος, της διερεύνησης, της εμφάνισης αλλά και της αποφυγής. Πηγαίνουμε για να δούμε και για να ειδωθούμε· και η παράστασή μας είναι μια δήλωση λιγότερο ή περισσότερο εμφατική της παρουσίας μας στον δημόσιο χώρο: είμαι παρών, φαίνομαι, φάνηκα, θα φανώ. Είναι χώροι που μας επιτρέπουν να γνωρίζουμε, να παρακολουθούμε και να κατανοούμε τους αδιόρατους, συχνά, κυματισμούς των μικρογεγονότων και των καταστάσεων που συνιστούν την καθημερινότητα, στην κλίμακα του τόπου», θα σημειώσει ο καθηγητής Γ. Νικολακάκης.



Σε ένα βιωματικό κείμενο γραμμένο το 1965 ένας κρητικός συγγραφέας σημειώνει:
«Πολλές φορές μου τυχαίνει να θυμούμαι το Ντουκιάνι του χωριού μου. Θυμούμαι πως όποιοι κι αν περνούσανε από το χωριό, διαβατάρηδες, ξενοχωριανοί και πραματευτάδες από μακρινούς τόπους και γυρολόγοι και τζαμπάζηδες (ζωέμποροι) Μεσαρίτες, όλοι τους στο Ντουκιάνι ξέπεφταν στην αρχή. Εμπαίνανε μέσα κι αμέσως δίνονταν παραγγελιά από κάποιον χωριανό για κέρασμα. Ξεφόρτωναν τις πραμάτειες τους, κάθε λογής πράγμα – υφάσματα και έτοιμα ραμμένα ρούχα […] και οι Μαργαριτσανοί σταμνολαηνάδες, πιθάρια και κουρούπια και πλουμιστά σταμνολάινα…»



Ώρες λειτουργίας

Στα χωριά τα καφενεία διατηρούν το «παραδοσιακό» ωράριό τους. Επειδή οι καφετζήδες είναι μαζί και αγρότες εργάζονται στα χωράφια όλη τη μέρα και αργά το απόγευμα ανοίγουν τον επαγγελματικό τους χώρο. Είναι η ώρα της επιστροφής για όλους. Τα καφενεία αρχίζουν να γεμίζουν. Από τα μπουριά (καπνοδόχους) βγαίνουν καπνοί. Η μυρωδιά της οφτής πατάτας (ιδανικός ρακομεζές για το χειμώνα) ξεχύνεται παντού. Ακόμη και οι ηλικιωμένοι καφετζήδες, ακόμη και αυτοί που περνούν τα 80, δεν εννοούν να εγκαταλείψουν τις αγροτικές δραστηριότητές τους. Συναντήσαμε καφετζή που συνηθίζει να περιφέρεται για ώρες στα βουνά και να μαζεύει σταμναγκάθι και σαλιγκάρια. «Τα ζητούν οι πελάτες μου», λέει. Το ίδιο βράδυ πελάτες και καταστηματάρχης κάθονταν μαζί και έπιναν. Μια παρέα. Πάνω από το «τεζιάκι» άναβε ένα μικρό φουρνάκι. «Ειδικό για πατάτες», μας εξήγησε.
Σε άλλες περιπτώσεις, αναλόγως με τη φύση και τις συνήθειες της πελατείας, τα καφενεία ανοίγουν από νωρίς, έτοιμα να φιλοξενήσουν τους πιο πρωινούς τύπους. Το μεσημέρι οι δρόμοι αδειάζουν, οι ρυθμοί πέφτουν και ο καφετζής κλειδώνει το καφενείο του για να το ανοίξει και πάλι το βράδυ. Ωστόσο, τις Κυριακές και τις αργίες η πελατεία πολλαπλασιάζεται και έτσι το ωράριο παρατείνεται. Λίγο οι συγγενείς που επισκέπτονται τους δικούς τους στο χωριό, λίγο οι παρέες που σχηματίζονται μετά την εκκλησία, το άλλοτε μισοάδειο καφενείο σφύζει από ζωή.



Τα καφε – παντοπωλεία, τα καφεκρεοπωλεία και τα καφε-κουρεία
Ανάμεσα στις πιο σημαντικές μεταβολές που έχουν υποστεί τα καφενεία τα τελευταία χρόνια είναι η απώλεια του μικτού τους χαρακτήρα. Καφενεία – παντοπωλεία, καφενεία – κρεοπωλεία, καφενεία – κουρεία είναι μερικά μόνο από τα μικτά είδη που άνθησαν στην Κρήτη αλλά και σε πολλές άλλες περιοχές της Ελλάδας. Η συνήθεια να συνυπάρχει το καφενείο με κάποιο κουρείο μας είναι γνωστή από τα χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σύμφωνα με τον Σκαρλάτο Βυζάντιο, «μετά των καφενείων είναι πολλαχού ηνωμένα και τα κουρεία». Η συνήθεια αυτή φαίνεται να ξεκίνησε από την Κωνσταντινούπολη και να επεκτάθηκε σταδιακά σε πολλές περιοχές της Αυτοκρατορίας. Είχε τόσο διαδοθεί μάλιστα, ώστε είχε δημιουργηθεί και η ιδιαίτερη συνήθεια να προσφέρεται καφές από τους κουρείς σε όλους τους πελάτες τους, ανεξαρτήτως από το αν η επαγγελματική δραστηριότητά τους ασκούνταν μέσα σε καφενείο ή όχι.
Σε μεγάλους οικισμούς, όπου λειτουργούσαν καφενεία με αρκετή πελατεία, τα σύνεργα του κουρέα καταλάμβαναν μια γωνιά, συνήθως απέναντι από το τεζιάκι, σε σχετικά απομονωμένο χώρο, και η δραστηριότητα αυτή ασκούνταν όχι από τον καφετζή αλλά από διαφορετικό πρόσωπο. Σε μικρούς οικισμούς καφετζής και κουρέας ήταν το ίδιο πρόσωπο. Ο πελάτης που ήθελε καφέ ήξερε πως έπρεπε να περιμένει μέχρι να τελειώσει το κούρεμα άλλου πελάτη.



Το φαινόμενο της παράλληλης άσκησης δυο διαφορετικών επαγγελματικών δραστηριοτήτων από το ίδιο πρόσωπο μας βοηθά να κατανοήσουμε σε μεγάλο βαθμό το συνηθισμένο φαινόμενο των καφε-παντοπωλείων (και άλλων σύνθετων επαγγελματικών ενασχολήσεων) που αποτέλεσαν καθεστώς για την Κρήτη και για πολλές άλλες ελληνικές περιοχές. Στην Ελλάδα υπάρχουν τα αμιγή καφενεία, τα καφε-παντοπωλεία (στα οποία μπορούμε να κατατάξουμε και τις υπόλοιπες παράλληλες αλλά όχι συναφείς δραστηριότητες) και τα καφε-ζαχαροπλαστεία που αποτελούν χαρακτηριστικό γνώρισμα του ημιαστικού και του αστικού χώρου.
Ο καφετζής στο παράδειγμα της σύνθετης λειτουργίας είναι ταυτόχρονα και παντοπώλης ή κρεοπώλης. Συναντήσαμε ακόμη και καφενείο – υποδηματοποιείο που δεν λειτουργεί σήμερα. Στους μικρούς οικισμούς το ένα επάγγελμα δεν αρκούσε για επιβίωση και η ελληνική ευρηματικότητα ανακάλυψε αυτή τη σύνθεση. Θα πρέπει να προσέξουμε, όμως, μια σημαντική λεπτομέρεια: στον αγροτικό χώρο ο ιδιοκτήτης του καφενείου δεν είναι αποκλειστικά επαγγελματίας καφετζής. Μοιράζει τη δραστηριότητά του ανάμεσα στα χωράφια και στο καφενείο, το οποίο συμπληρώνει το εισόδημά του.
Σήμερα λειτουργούν αρκετές δεκάδες κατάλοιπα αυτού του παλαιότερου είδους, του μικτού τύπου καφενείου - παντοπωλείου, συνήθως από ηλικιωμένους επαγγελματίες.



Στη λογική των μετασχηματισμών


Κατά τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται στα μεγάλα χωριά μια σημαντική μεταβολή στη δομή και στη λειτουργία του καφενείου. Ακόμη και στους πιο μικρούς οικισμούς ο εκσυγχρονισμός εισβάλλει με μεγάλη ταχύτητα. Το παλιό καφενείο χάνει τον χαρακτήρα που είχε μέχρι σήμερα. Χάνει τη γνησιότητα και την παραδοσιακότητα που το συνόδευε τώρα και μερικές εκατοντάδες χρόνια. Και, παράλληλα, επιζητείται να εκσυγχρονιστεί. Σιγά–σιγά οι παλιές ξύλινες καρέκλες αντικαθίστανται με μεγαλύτερες, κάποιες φορές με πλαστικές, τα τραπέζια είναι πιο χαμηλά, συχνά γυάλινα. Η τηλεόραση παύει πλέον να παίζει δευτερεύοντα ρόλο καθώς μεγαλώνει σε μέγεθος και εμπλουτίζεται με δορυφορική κεραία. Η μουσική που ακούγεται από τα υπερσύγχρονα μεγάφωνα μόνο παραδοσιακή που δεν είναι.



Όμως οι αλλαγές δεν αφορούν μόνο στα μορφολογικά χαρακτηριστικά. Ο καφές δεν είναι πια αποκλειστικά «ελληνικός» ή «τούρκικος». Μηχανές καπουτσίνο και εσπρέσο χρησιμοποιούνται κατά κόρον. Και το οινοπνευματώδες ποτό δεν είναι πια αποκλειστικά η τσικουδιά. Το ουίσκι καταλαμβάνει όλο και μεγαλύτερη θέση. Ακόμη και οι παλιές ονομασίες αλλάζουν. Τώρα οι επιγραφές είναι συνήθως ξενόγλωσσες.
Δίπλα σε αυτά τα καινούργια καταστήματα – καφετέριες σώζονται τα έρημα παλιά καφενεία. Άλλα είναι αποθήκες, άλλα διατηρούν τον παλιό εξοπλισμό ή τμήμα απ’ αυτόν, αλλά φαίνεται με την πρώτη ματιά ότι έχουν χρόνια να λειτουργήσουν… Οι παλιές ταμπέλες που τρίζουν με τον νοτιά, οι στοιβαγμένες καρέκλες, οι σκονισμένες πόρτες και τα σπασμένα τζάμια ίσως και να μαρτυρούν το τέλος μιας εποχής.
Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι αυτός ο πολιτισμός χάνεται μέρα με τη μέρα. Χωριά που ρημάζουν, καφενεία που κλείνουν, επιγραφές που παραμένουν σαν μάρτυρες μιας ζωής περασμένης. «Καφενείον η Συνάντησις», «Η Ομόνοια», «Η καλή καρδιά», ή απλά το όνομα του ιδιοκτήτη. Στους μικρούς ορεινούς οικισμούς οι ιδιοκτήτες των καφενείων είναι υπερήλικες. 70, 80, 90 ή και περισσοτέρων ετών, όπως και η πελατεία τους. Αναρωτιέται κανείς αν είναι επαγγελματίες ή αν συνεχίζουν απλώς τις καθημερινές συνήθειες της νεότητας. Ωστόσο, δεν δυσκολεύεται να καταλάβει πως ο κόσμος ενός τέτοιου καφενείου είναι απλώς μια φιλική παρέα.



Έτσι περνούν οι χειμώνες. Γύρω από μια σόμπα που ανάβει, έναν καφέ ή ένα τσάι που αχνίζει και τα ζάρια που χτυπούν ακατάπαυστα στο τάβλι. Σε κάποιαν άκρη είναι μόνιμα ανοιχτή η τηλεόραση, όμως η κυριαρχία της περιορίζεται στην ώρα των ειδήσεων. Οι άλλες ώρες ανήκουν στη συντροφιά. Στην παρέα, στις κουβέντες, στα πειράγματα, στα ανέκδοτα. Και όταν ανοίγει η πόρτα και μπαίνει κάποιος καινούριος στον καφενέ, ντόπιος ή ξένος, γνωστός ή άγνωστος, ακούγεται η απρόσμενη φωνή που καθρεφτίζει το κρητικό ήθος, δηλαδή ολόκληρο τον κόσμο του καφενείου:

«Καφετζή, κέρασέ τονε».

Κείμενο – Φωτογραφίες: Έφη Ψιλάκη
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Explore Nature της εφημερίδας ΕΘΝΟΣ, τ. 20, Νοέμβριος 2009)

Δεν υπάρχουν σχόλια: