Λέει ιστορίες ο παπούς, πολλές απ’τα παλιά
Κι όλοι γροικούνε αχόρταγα, γυναίκα και παιδιά.
-Τον είδες με τα μάθια σου, παπού, τον Βενιζέλου;
Κι εμίλησες του κι άκουσες την ίδια την φωνή του;
-Δεν ήτονε στσ’αγώνες του ποτέ του κουρασμένος
κι ο λόγος του σε μάγευε, σε σκλάβωνε η θωριά του.
ΣΕ όλα τα χωρικά σπίτια της Κρήτης, αρχοντικά και φτωχόσπιτα, το τζάκι (ή παρασιά) αποτελούσε το βασικώτερο στοιχείο του σπιτιού. Το σχήμα του, ακόμα και η τοποθεσία του, διέφεραν από τόπο σε τόπο. Εκεί, πλάϊ στο τζάκι, διαπλάσσονταν η κρητική ψυχή.
Τις βαριές χειμωνιάτικες νύχτες, απ’ τον παπού ως το εγγονάκι, το τζάκι ζέσταινε τα κορμιά και την ψυχή τους.
Σαν κάποτε έσβηνε η τρεμάμενη φλόγα του λυχναριού τα πρόσωπα φωτίζονταν απ’την αναλαμπή της φλόγας των ξύλων που τριζοβολούσαν στο τζάκι και τα μάτια ορθάνοιχτα κυττούσαν τις σκιές που χόρευαν στον τοίχο και η φαντασία απ’τις ιστορίες των περασμένων ηρωϊκών στιγμών του παππού φλόγιζε και γιγάντωνε τις καρδιές των νεαρών παλληκαριών.
Εκεί, στο κρητικό αυτό τζάκι, μεταλαμπαδεύονταν οι θρύλοι και οι παραδόσεις. Εκεί θέριευε το πνεύμα της θυσίας για τον τόπο και ρίζωνε ως τα φυλλοκάρδια των νεαρών Κρητικόπουλων η αγάπη και η λαχτάρα για ό,τι ωραίο και ευγενικό.
Όποιος δεν γνώρισε την γλύκα του, δεν φωτίστηκε από την λάμψη του, δεν ζεστάθηκε από την φλόγα του, δεν κοιμήθηκε κοντά του κι ακόμα δεν καπνουλιάστηκε δεν μπορεί να καταλάβη την αξία του και την επίδραση που είχε στην ψυχοσύνθεση του Κρητικού.
Δυστυχώς όμως και το σύμβολο αυτό της οικογενειακής γαλήνης και ευτυχίας τα τελευταία χρόνια το ξετοπίζει σιγά-σιγά ο καταλύτης πολιτισμός, το πετρογκάζ και ο ηλεκτρισμός και το θάβουν οριστικά και αμετάκλητα στο γραφικό παρελθόν.
πηγή από ριζίτικο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου