Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2009

Ο διαχρονικός Καζαντζάκης και η γοητεία του Νίτσε

Πενήντα δύο χρόνια, από τον θάνατο του δημιουργού του «Αλέξη Ζορμπά», οι εκδηλώσεις που γίνονται σε όλο τον κόσμο αποκαλύπτουν ότι ο κρητικός συγγραφέας έχει πλέον εισέλθει στο πάνθεον των μεγάλων λογοτεχνών και στοχαστών του 20ού αιώνα. Εντυπωσιακή είναι και η εκδοτική αντοχή του.



Η αντοχή του καπετάν Μιχάλη

«Ο Νίτσε είναι κατά των ασθενών την θέλησιν, φάρμακον τελέσφορον και επικίνδυνον· θεραπεύει τελείως ­ ή φονεύει. Οσοι, ­ άνθρωποι ή λαοί­, δύνανται, χωρίς να συντριβώσιν ή να γελοιοποιηθώσιν, ν' ανθέξωσιν εις την φιλοσοφίαν του και ν' ακολουθώσιν ηρωικώς και αρμονικώς αυτήν, είναι προωρισμένοι διά την ζωήν και την κυριαρχίαν. Οι λοιποί διά την εξαφάνισιν και τον οίκτον».
Ο αναγνώστης δύσκολα θα αναγνώριζε από το ύφος του κειμένου τον συγγραφέα της «Ασκητικής». Ο Νίκος Καζαντζάκης έγραψε την περί νιτσεϊκής σκέψης διατριβή του στο Παρίσι με σκοπό να την υποβάλει στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας διεκδικώντας τη θέση του υφηγητή στο μάθημα της Φιλοσοφίας του Δικαίου. Παραμένει άγνωστο αν η εργασία κατατέθηκε ή αν απορρίφθηκε -- και για ποιους λόγους. Και η ίδια η εργασία θα παρέμενε άγνωστη αν ο Νίκος Καζαντζάκης δεν είχε την προνοητικότητα να την τυπώσει σε 500 αντίτυπα στο τυπογραφείο του Στ. Μ. Αλεξίου στη γενέτειρά του, στο Ηράκλειο της Κρήτης. Το ολιγοσέλιδο βιβλίο έγινε ανάρπαστο, σε σημείο ώστε ο ίδιος ο συγγραφέας μέσα σε ένα χρόνο να μην έχει κάποιο αντίτυπο. Στα 90 σχεδόν χρόνια που μεσολάβησαν από την πρώτη έκδοση δεν είχε γίνει ανατύπωση του έργου. Ετσι, η επανέκδοση της διατριβής με τίτλο «Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τη φιλοσοφία του δικαίου και της πολιτείας» με εισαγωγή και επιμέλεια από τον Πάτροκλο Σταύρου λαμβάνει διαστάσεις μείζονος φιλολογικού γεγονότος. Η έκδοση συμπίπτει με τη συμπλήρωση τον Οκτώβριο του 1997 σαράντα χρόνων από τον θάνατο του συγγραφέα και τη διοργάνωση πολλών εκδηλώσεων στην Ελλάδα και στο εξωτερικό για τον Καζαντζάκη και το έργο του. Στην Αθήνα θα αποκαλυφθεί τον Απρίλιο, στον κήπο του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Αθηναίων η φιλοτεχνημένη από τον γλύπτη Απάρτη προτομή του συγγραφέα, το πρωτότυπο της οποίας υπάρχει στο Μουσείο Καλοκαιρινού του Ηρακλείου Κρήτης.

Η πρώτη επαφή του Νίκου Καζαντζάκη με τον Φρειδερίκο Νίτσε έγινε στη βιβλιοθήκη της Αγίας Γενεβιέβης. Ο 24χρονος συγγραφέας από την Κρήτη ­ έχοντας αριστεύσει στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και παίρνοντας μαζί με το πτυχίο και διδακτορικό δίπλωμα με άριστα ­ παρακολουθούσε στο Παρίσι μαθήματα Νομικής, Φιλοσοφίας και Κοινωνιολογίας. Εδειχνε μάλιστα μια προτίμηση για τις παραδόσεις του κατοπινού νομπελίστα Ανρί Μπεργκσόν. Γράφει λοιπόν ο συγγραφέας στην «Αναφορά στον Γκρέκο» ότι ενώ μελετούσε στη βιβλιοθήκη, τον πλησίασε μια κοπέλα και του έδειξε τη φωτογραφία ενός άνδρα, κρύβοντας με το χέρι της το όνομα του εικονιζομένου. «Μα είστε εσείς» του είπε, «εσείς απαράλλαχτος· κοιτάχτε το μέτωπο, τα πυκνά φρύδια, τα βαθουλά μάτια· μονάχα που αυτός είχε χοντρά κρεμαστά μουστάκια κι εσείς δεν έχετε». Ως τότε ο Καζαντζάκης γνώριζε τον Νίτσε μόνον εξ ονόματος. Την ίδια ημέρα πήρε στα χέρια του το «Τάδε έφη Ζαρατούστρα» ­ το οποίο μετέφρασε λίγα χρόνια αργότερα μαζί με το έργο «Η Γέννησις της Τραγωδίας».

Μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα ο Νίκος Καζαντζάκης κατάφερε να διεισδύσει στο πνεύμα του γερμανού φιλοσόφου. Το 1908 ξεκίνησε την εναίσιμο επί υφηγεσία διατριβή του με απώτερο στόχο να διαδεχθεί τον Νεοκλή Καζάζη στην έδρα της Φιλοσοφίας του Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Η διατριβή του καταλάμβανε 93 σελίδες και απαρτιζόταν από έξι ενότητες: «Προλεγόμενα», «Μηδενισμός», «Ο άνθρωπος - Η οικογένεια - Η πολιτεία», «Θρησκεία - Ηθική - Δίκαιον», «Συμπέρασμα», «Θετικόν μέρος της φιλοσοφίας του Νίτσε». Συνοπτικά ο Καζαντζάκης έκανε μια γενική θεώρηση του 19ου αιώνα και επισήμανε το χάσμα μεταξύ ηθικής και τεχνολογίας.

Θα περίμενε κανείς ότι η μελέτη ήταν ένας ύμνος για τον Νίτσε. Οπως επισημαίνει όμως ο επιμελητής της έκδοσης Π. Σταύρου «ο Καζαντζάκης λειτούργησε μέσα σε πλαίσια κριτικά, αντικειμενικά και επιστημονικά, τόσο κατά την ανάλυση των ιδεών του μεγάλου αυτού πνευματικού ανδρός όσο και κατά την όλη θεώρησή του μέσα στα δεδομένα της εποχής αλλά και διαχρονικά». Ο μελετητής συμπληρώνει: «Στα συμπεράσματά του ο Καζαντζάκης παρουσιάζεται ως επικριτικός σε αρκετά σημεία, αλλά και συνιστά τη μελέτη του Νίτσε με καλή προαίρεση, γιατί ό,τι είναι χρήσιμο για μια μερίδα ανθρώπων, μπορεί να είναι δηλητήριο για τους άλλους. Επισημαίνει πάντως την αναγκαιότητα της υπερβάσεως και επιλέγει ότι ο Υπεράνθρωπος πρέπει να είναι σκληρός με τον εαυτό του».

Ο Νίκος Καζαντζάκης έγραψε στην οικογένειά του μια επιστολή τον Ιανουάριο 1909, στην οποία ανέφερε ότι θα δώσει εξετάσεις για υφηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η ημερομηνία ορίστηκε για τον Μάιο του ίδιου χρόνου. Εκτοτε ο συγγραφέας δεν επανήλθε στο ζήτημα της υφηγεσίας. Υστερα από επίπονη αναζήτηση στο Αρχείο του Πανεπιστημίου (Σκουφά 45) δεν βρέθηκε κάποιο στοιχείο ικανό να διαφωτίσει για την έκβαση του ζητήματος. Υπάρχει δηλαδή πιθανότητα η διατριβή να αποσύρθηκε ή να απορρίφθηκε. Ο ανιψιός του συγγραφέα Μανώλης Σακλαμπάνης θεωρεί πως αν τελικά υποβλήθηκε η διατριβή, δεν έγινε δεκτή λόγω συντηρητισμού των καθηγητών «αλλά και όλου του κατεστημένου της εποχής».

Οταν το 1945 ο Νίκος Καζαντζάκης υπέβαλε αίτηση για να εκλεγεί ακαδημαϊκός, συμπεριέλαβε στην εργογραφία του και τη διατριβή για τον Νίτσε. Και ενώ πολλοί μελετητές αναζητούσαν κάποιο αντίτυπο, δεν υπήρχε δυνατότητα να βρεθεί. Φαίνεται ότι εξαντλήθηκε από τον ίδιο χρόνο της εκτύπωσής της ή το πολύ τον επόμενο χρόνο. Η εργασία αναδημοσιεύθηκε δύο χρόνια μετά τον θάνατο του συγγραφέα, το καλοκαίρι του 1959, στην επιθεώρηση «Καινούρια Εποχή» με σημείωμα από τον Πέτρο Μαρκάκη. Τον περασμένο μήνα η διατριβή επανεκδόθηκε από τις εκδόσεις Καζαντζάκη με τη φροντίδα του μελετητή Πάτροκλου Σταύρου. Η νέα εκτύπωση πραγματοποιήθηκε με χορηγία της Philip Morris. Εκδόσεις και επανεκδόσεις

Ορισμένοι ίσως αντιδρούν επιφυλακτικά σε χορηγίες όπως αυτή της εταιρείας σιγαρέτων. Πλην όμως η εμπειρία καταδεικνύει ότι οι προσφορές εύρωστων ατόμων συχνά επέτρεψαν την έκδοση έργων που δεν θα έπαιρναν διαφορετικά τον δρόμο προς το τυπογραφείο. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της «Οδύσειας» του Νίκου Καζαντζάκη που εκδόθηκε το 1938 σε μεγάλο σχήμα χάρη σε μιαν αμερικανίδα θαυμάστρια. Αντιγράφουμε από τη «Συμβολή στη χρονολογία του βίου» του Καζαντζάκη που συνέταξε ο Π. Πρεβελάκης το 1959: «Τέλη Οκτωβρίου έρχεται στην Αθήνα για να παρακολουθήσει το τύπωμα της Οδύσειας. Το βιβλίο βγαίνει τέλη Δεκεμβρίου· ένας ογκώδης τόμος σε μεγάλο σχήμα (0,38 Χ 0,265), αφιερωμένος στη Miss Joe Mac Leod, τη χορηγό της έκδοσης». Η επανέκδοση της «Οδύσειας» έχει προγραμματιστεί ήδη από τις εκδόσεις Καζαντζάκη. Το κείμενο στοιχειοθετήθηκε εξαρχής με τους χαρακτήρες που χρησιμοποιούνται για τα κλασικά κείμενα των εκδόσεων της Οξφόρδης. Θα περιληφθεί το λεξιλόγιο που είχε παραθέσει ο συγγραφέας στην έκδοση του 1938 και θα συμπεριληφθούν τα 38 σχέδια που εμπνεύστηκε από το έργο ο Νίκος Χατζηκυριάκος - Γκίκας.

Τον τελευταίο χρόνο από τις εκδόσεις Καζαντζάκη έχει αρχίσει συστηματική συγκέντρωση αδημοσίευτου υλικού. Ο διευθυντής των εκδόσεων Πάτροκλος Σταύρου ­ με θητεία 30 χρόνων ως υφυπουργός παρά τω Προέδρω της Κυπριακής Δημοκρατίας ­ διαβεβαιώνει πως δεν βρέθηκε ανέκδοτο άρτιο έργο του συγγραφέα. Ετσι οι επικείμενες εκδόσεις συμπεριλαμβάνουν αλληλογραφία, μεταφράσεις και σημειώσεις. Κατ' αρχάς θα εκδοθούν περί τις 150 επιστολές που απηύθυνε ο Νίκος Καζαντζάκης στους γονείς του. Ενδεικτικό της ιδιαίτερης σχέσης με τον πατέρα του είναι το γεγονός ότι συνήθως χώριζε τα γράμματα σε δύο μέρη. Το πρώτο, που απευθυνόταν στον πατέρα, ήταν γραμμένο με σοβαρότητα και με προσεγμένη καλλιγραφία. Το δεύτερο, προς τη μητέρα και τις αδελφές, είχε συχνά μουντζούρες, ακατάστατη γραφή ενώ παράλληλα είναι εμφανές ότι απελευθερώνει τον συναισθηματικό του κόσμο.

Σε άλλο βιβλίο θα συγκεντρωθούν τα περίπου 160 γράμματα που έστειλε στον εγκαταστημένο στην Αθήνα Κύπριο Αιμίλιο Χουρμούζιο, ο οποίος διετέλεσε διευθυντής της εφημερίδας «Καθημερινή». Είναι φιλικά γράμματα, στα οποία διασώζεται σωρεία γεγονότων. Την περίοδο του πολέμου τού ζητεί συχνά χαρτί, το οποίο ήταν δυσεύρετο. Σύμφωνα με μαρτυρίες ο Νίκος Καζαντζάκης είχε στο σπίτι του στην Αίγινα ένα ράφι στο οποίο φύλαγε το χαρτί χωρισμένο σε τέσσερις κατηγορίες: χαρτί για συγγραφή, χαρτί για επιστολές, χαρτί για περιτύλιγμα και χαρτί... που δεν χρησιμεύει σε τίποτε. Εχουν συγκεντρωθεί επίσης 84 επιστολές που αντάλλαξαν με τον Γιάννη Κακριδή εκ των οποίων οι περισσότερες αναφέρονται στη συνεργασία τους για τη μετάφραση της Ιλιάδας και της Οδύσσειας.

Ενα μέλημα του εκδοτικού οίκου είναι να κυκλοφορήσουν ξανά ορισμένες μεταφράσεις του Καζαντζάκη που έχουν εξαντληθεί. Μία από αυτές είναι η «Θεία κωμωδία» του Δάντη που θα κυκλοφορήσει εικονογραφημένη με τέσσερις ξυλογραφίες. Ο Καζαντζάκης ξεκίνησε το 1932 την έμμετρη μετάφραση του έργου και όπως μας πληροφορεί ο Παντελής Πρεβελάκης τελείωσε την πρώτη γραφή μέσα σε 45 μέρες. Συνέθεσε μάλιστα «ένα κάντο σε "τέρτσα ρίμα" για να τιμήσει το Δάντη». Την ίδια περίοδο μετέφρασε τα καλύτερα ποιήματα της νεότερης ισπανικής λυρικής ποίησης· μια ανθολογία που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Κύκλος» και πρόκειται να εκδοθεί σε τόμο το φθινόπωρο, σε δίγλωσση έκδοση, στην Αθήνα και στη Μαδρίτη.

Δεκατέσσερα θεατρικά έργα του Καζαντζάκη κυκλοφορούν ήδη από τις εκδόσεις σε τρεις τόμους. Ακόμη έξι θεατρικά έργα θα κυκλοφορήσουν σύντομα. Ανάμεσα σε αυτά περιλαμβάνεται το «Ξημερώνει», το οποίο γράφτηκε τον Αύγουστο του 1906, λίγους μήνες μετά την εμφάνιση του Καζαντζάκη στα γράμματα με τη δημοσίευση στο περιοδικό «Πινακοθήκη» του δοκιμίου «Η αρρώστια του αιώνος», το οποίο υπέγραψε με το ψευδώνυμο Κάρμα Νιρβαμή. Το δράμα «Ξημερώνει» διακρίθηκε τον επόμενο χρόνο στον Παντελίδειο Δραματικό Αγώνα και ανέβηκε στο θέατρο «Αθήναιον». Τα 20 θεατρικά έργα που σώζονται θα κάλυπταν πλήρως τη σχετική εργογραφία του συγγραφέα, αν δεν είχε χαθεί ένα χειρόγραφο: το 1922 ο Νίκος Καζαντζάκης είχε στείλει στο περιοδικό «Νέα Ζωή» της Αλεξάνδρειας την τραγωδία «Ηρακλής». Το κείμενο δεν δημοσιεύθηκε και απομένει το ερώτημα αν το διέσωσε κάποιος λόγιος Αιγυπτιώτης και αν έχει κληρονομηθεί μαζί με το αρχείο του περιοδικού.

Στον προγραμματισμό των εκδόσεων συγκαταλέγεται μια ενδιαφέρουσα μαρτυρία. Οπως μας πληροφορεί ο Π. Πρεβελάκης, ο Νίκος Καζαντζάκης το 1945 «πηγαίνει στην Κρήτη μαζί με τους καθηγητές Ι. Καλιτσουνάκη και Ι.Θ. Κακριδή. Τους στέλνει η κυβέρνηση για να διαπιστώσουν τις ωμότητες των κατακτητών (η έκθεσή τους παραμένει αδημοσίευτη, αλλά αντίγραφο βρίσκεται στα χέρια μου)». Το κείμενο για πρώτη φορά παρουσιάστηκε στο κοινό με τη φροντίδα του Δήμου Ηρακλείου το 1983. Το βιβλίο που πρόκειται να κυκλοφορήσει θα έχει τίτλο «Εκθεσις της Κεντρικής Επιτροπής διαπιστώσεως ωμοτήτων στην Κρήτη». Σε άλλο βιβλίο πρόκειται να συγκεντρωθούν και να αναδημοσιευθούν τα 226 λήμματα που συνέταξε ο Καζαντζάκης και δημοσιεύθηκαν στο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Ελευθερουδάκη. Τέλος, πρόκειται να επανεκδοθούν όλες οι ανταποκρίσεις που έστειλε ο Καζαντζάκης σε αθηναϊκές εφημερίδες. Πρόκειται για εκατοντάδες σελίδες άρθρων που γράφτηκαν στην Αίγυπτο, στην Κύπρο, στην Παλαιστίνη, στην Ιταλία, στην Ισπανία, στην Κίνα, στη Ρωσία, στην Ιαπωνία. Αυτά τα κείμενα καθώς και οι σημειώσεις αποτέλεσαν τη βάση για τη συγγραφή των πέντε ταξιδιωτικών βιβλίων του Νίκου Καζαντζάκη. Το ενδιαφέρον του κοινού

Αν κάποιος «βλάσφημος» ρωτήσει ποιον ενδιαφέρουν όλες αυτές οι νέες εκδόσεις του Καζαντζάκη, μπορούμε να απαντήσουμε με νούμερα αν και είναι δύσκολο να υπολογιστεί ο ακριβής αριθμός των βιβλίων του Νίκου Καζαντζάκη που έχουν πουληθεί στην Ελλάδα. Είναι ενδεικτικό πάντως ότι είχε καθιερωθεί παλαιότερα η έκφραση «Ο Χριστός ξανατυπώνεται». Μισόν αιώνα και πλέον μετά την κυκλοφορία του «Ζορμπά» το βιβλίο πωλεί περισσότερα από 10.000 αντίτυπα ανά έτος (δημοσιεύουμε πίνακα με τα ακριβή στοιχεία των πωλήσεων το 1997). Επικεφαλής του εκδοτικού οίκου είναι ο Πάτροκλος Σταύρου, τον οποίον υιοθέτησε η Ελένη Καζαντζάκη το 1983.

Η Ελένη Καζαντζάκη, 94 ετών σήμερα, συνηθίζει να λέει ότι ο Νίκος Καζαντζάκης πέθανε με τον καημό ότι «τα έργα του πωλούνται σε όλο τον κόσμο εκτός από την Ελλάδα». Η αλήθεια είναι πως η ιστορία τον έχει αναδείξει στον δημοφιλέστερο, ίσως, έλληνα συγγραφέα του αιώνα και είναι αξιοθαύμαστη η απήχηση που είχε ο Νίκος Καζαντζάκης σε ξένες χώρες. Αντλούμε ένα στοιχείο από τα πρακτικά της συνεδρίασης της Βουλής στις 11 Μαρτίου 1955: σε επερώτηση του Κ. Μητσοτάκη σχετικά με τον εκκλησιαστικό διωγμό του συγγραφέα που τίμησε την Κρήτη, αναφέρεται ότι τότε το έργο του είχε ήδη μεταφραστεί σε 13 γλώσσες.

Αυτή τη στιγμή είναι πάντως αδύνατο να υπολογίσουμε πόσα αντίτυπα βιβλίων του Καζαντζάκη έχουν κυκλοφορήσει στη υφήλιο· όχι επειδή δεν υπάρχει μια οργανωμένη ομάδα στατιστικών καταγραφών αλλά επειδή ο συγγραφέας του «Ζορμπά» και οι κληρονόμοι του συγκαταλέγονται στα μεγαλύτερα θύματα λογοκλοπής στην ιστορία της λογοτεχνίας. Σε δεκάδες χώρες κυκλοφορούν χιλιάδες αντίτυπα χωρίς κανέναν έλεγχο. Το πρόβλημα εντοπίζεται σε όλες τις αραβικές χώρες, στην Ιαπωνία στη Ρωσία και τις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ, στην Ασία. Αν θέλουμε να βρούμε τη θετική πλευρά του ζητήματος συμπεραίνουμε ότι ο Νίκος Καζαντζάκης αγαπήθηκε όσο λίγοι μεγάλοι άνδρες κατάφεραν.

Στην επιστολή της 10ης Μαΐου 1910 ο Νίκος Καζαντζάκης γράφει προς την οικογένειά του ότι εξαντλήθηκαν τα αντίτυπα της διατριβής του. Στην ίδια επιστολή, όπως συνήθιζε, απευθύνεται αρχικά στον πατέρα του και στη συνέχεια στη μητέρα του και στις αδελφές του. Τα μέρη προς τον πατέρα είναι καλλιγραφημένα και σοβαρά, ενώ εκείνα που απευθύνονται προς τις γυναίκες της οικογενείας έχουν σβησίματα και δεν είναι ιδιαίτερα προσεγμένα.

«Αθήνα 10 του Μάη 1910

...Εγώ τόσο πάει και ταχτοποιούμαι μα αν Σας πω πως είμαι πολύ στεναχωρημένος δεν ξέρω αν το πιστέψετε. Να μένω μαζί Σας δεν μπορώ, πάλι μακριά Σας αδύνατον. Γυρίζω ενωρίς στην κάμερά μου και διαβάζω και κοιμούμαι κι όμως είμαι φοβερά αδύνατος. Εχω λιώσει. Η υγεία μου είναι πολύ καλή μόνο που έχω αδυνατίσει φοβερά. Καθώς Σας έγραψα και προχτές θα διοριστώ τα μέσα στου μηνό αυτού και τότε όταν μπορέσω αυτύς θα πάρω άδεια νάρθω να Σας δω...

Αλήθεια, Μη ξεχάσετε να πείτε του Γιώργου να πει του Βουρδουμπάκη του καθηγητή πως τον παρακαλώ πολύ να του δώσει τη "Φιλοσοφία του Νίτσε" που του δάνεισα γιατί δεν έχω άλλο αντίτυπο. Κι άμα του τη δώσει να μου τηνε φυλάξεις καλά Ελένη γιατί δεν μου απόμεινε άλλο. Οσο κρατούσα εδώ μου τα ζητήσανε καθηγητές και δε μπορούσα να τους αρνηθώ...».

Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2009

Στη νεκρόπολη της Κρήτης


Ο ήλιος είχε γείρει προ πολλού και το σκοτάδι έπεφτε αργά αλλά σταθερά. Οι άνθρωποι, όμως, που δούλευαν βουβοί μέσα στο σκάμμα, αντί να σταματήσουν, συνέχιζαν με όλο και περισσότερη ένταση. Μόνον οι ανάσες τους ακούγονταν- ίσως και οι κτύποι της καρδιάς τους- σμίγοντας με τους πρώτους ήχους της νύχτας. Οι φακοί, τα κινητά τηλέφωνα, οι αναπτήρες είχαν επιστρατευθεί για λίγο φως. Οι κινήσεις ήταν προσεκτικές, γρήγορες, καίριες, σαν να επρόκειτο για μια σοβαρή εγχείρηση. Ή μήπως μια τελετουργία;

Ο καθηγητής κ.Νίκος Σταμπολίδης θυμάται με συγκίνηση εκείνες τις ώρες στον κλειστό θάλαμο ενός κτιστού τάφου, τον οποίο έφερε στο φως πριν από μερικές ημέρες στην αρχαία Ελεύθερνα της Κρήτης. Τα οστά τριών γυναικών που βρέθηκαν σε αυτόν τον τάφο του 8ου αιώνα π.Χ., μαζί με μοναδικά και παράξενα χρυσά αντικείμενα και κοσμήματα από σπάνια υλικά, όπως αμέθυστος, φαγεντιανή, κορνεόλη, κεχριμπάρι, ορεία κρύσταλλος, ήλεκτρον, αιγυπτιακό μπλε, δεν συνιστούσαν απλώς μια πλούσια ταφή που παρέμενε ασύλητη μέσα στους αιώνες.


Διότι μια απρόσμενη περίπτωση, ένα μυστήριο αναδυόταν σιγά σιγά μέσα από το χώμα. Μερικά από τα αντικείμενα σύμβολα δεν είχαν θέση εκεί, δεν μπορεί να συνόδευαν γυναίκες αλλά μόνον άντρες, και μάλιστα ιερείς... Αλλα πάλι θα ήταν χρήσιμα για την παρασκευή φαρμάκων, αρωμάτων ή δηλητηρίων. Μέσα στη σιωπή το μυαλό έτρεχε κάνοντας χίλιους συνειρμούς. Τι ήταν λοιπόν αυτές οι γυναίκες; Γιάτρισσες, μάντισσες ή ιέρειες; Ή μήπως, όπως θα λέγαμε σήμερα, φαρμακολύτριες;

Το σκηνικό έχει ως εξής: Η μεγαλύτερη σε ηλικία γυναίκα-περίπου 70 ετών, ενώ οι άλλες δύο ήταν γύρω στα 16-17- βρισκόταν στο κέντρο του δωματίου σε μια παράξενη στάση. Το κρανίο ήταν σχεδόν επάνω στη λεκάνη της, τα πλευρικά οστά είχαν απλωθεί προς αριστερά και δεξιά και τα πόδια ήταν λυγισμένα. «Η απόθεσή της ήταν περίεργη. Αν δεν συνέβη κατά την αρχαιότητα κάποιο ταφονομικό παράδοξο- δηλαδή δεν πέρασε ένας ασβός ή ένας αρουραίος ώστε να αναμοχλεύσει αυτά τα οστά-,τότε δεν αποκλείεται αυτή η γυναίκα να τάφηκε καθιστή»λέει ο κ. Σταμπολίδης. Η πιθανότητα άλλωστε ανακομιδής, τυμβωρυχίας ή αρχαιοκαπηλίας αποκλείεται καθώς όλα τα κτερίσματα βρέθηκαν στη θέση τους. Μπορεί να ερμηνευθεί όμως αυτή η στάση;«Οχι, επί του παρόντος» απαντά ο ίδιος. Αλλωστε τα παράξενα συνεχίζονται, με την ύπαρξη γύρω της μιας σειράς αντικειμένων που επίσης δεν μπορεί να εξηγηθεί:

Ενας μικρός χάλκινος ταύρος της γεωμετρικής εποχής, που βρίσκεται συνήθως σε ιερά όπως αυτό της Ολυμπίας, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν δίπλα στη νεκρή, αποτελεί καθαρά ιερατικό σύμβολο καθώς επιστέφει ένα σκήπτρο. Κρατούσε σκήπτρο δηλαδή η σεβάσμια γυναίκα; Ενα χάλκινο πριονάκι, ένα πολύ μικρό, επίσης χάλκινο, κουταλάκι για τη μέτρηση δόσεων, μια μικρή ζυγαριά με δίσκο και αλυσίδα συνθέτουν ένα ακόμη παράξενο σύνολο. Και μαζί τους ορισμένοι μικροί κύλινδροι χρυσού, από τους οποίους αποκόπτονταν κομμάτια για χρήση. Σε τι μπορεί να της χρησίμευαν στη ζωή;


Τα σύμβολα
Η γυναίκα φορούσε χρυσοκέντητα και καταστόλιστα φορέματα, όπως αποδεικνύουν τα ψήγματα χρυσού και οι εκατοντάδες χάντρες από φαγεντιανή που είναι απλωμένα γύρω της. (Αλλωστε και το χώμα γύρω από τα οστά φαίνεται ότι περιέχει αποσυντεθημένα οργανικά υλικά, όπως το ξύλο και το ύφασμα.) Τα σύμβολα του επίγειου κύρους της και τα κοσμήματα ήταν φορεμένα ή τοποθετημένα επάνω της. Από τον πλούτο των κοσμημάτων- περίπου 130- ήταν όμως μερικά τα οποία από την ώρα της ανασκαφής έκαναν τη μεγαλύτερη εντύπωση προκαλώντας, όπως λέει ο κ. Σταμπολίδης, ανάμεικτα συναισθήματα συγκίνησης και θαυμασμού και παράλληλα γεννώντας μεγάλα ερωτηματικά. Πρόκειται για δύο μεγάλα χρυσά μισοφέγγαρα που έφεραν έναν ημιπολύτιμο λίθο- γεγονός πρωτοφανές για την εποχή-, έχουν κοκκίδωση γύρω γύρω που σχηματίζει μαιάνδρους, ενώ στο κέντρο του αντικειμένου υπάρχουν οι κεφαλές δύο κρανοφόρων πολεμιστών.

Σε τρίτο παραπλήσιο αντικείμενο (όλα είναι επιστήθια) εμφανίζεται στο κέντρο η μορφή ενός πρίγκιπα, όπως είναι γνωστός από τις μινωικές παραστάσεις, ο οποίος περιστοιχίζεται από δύο λιοντάρια. Ενα ακόμη χρυσό αντικείμενο παριστάνει μια δαιδαλική μορφή με αιγυπτιακή φενάκη (κόμμωση), η οποία φέρει στο στήθος τρία δυσερμήνευτα σύμβολα που μοιάζουν με αγγεία ή αβγά και παραπέμπουν στα αντίστοιχα της Εφεσίας Αρτέμιδος, που έχουν θεωρηθεί μάλιστα ότι μπορεί να ήταν γυναικείοι μαστοί ή και όρχεις. Απροσδιόριστο και εντελώς άγνωστο έως σήμερα είναι το τελευταίο κόσμημα της ομάδας αυτής, με κυκλικό σχήμα, μια υψηλή βάση και ένθετους λίθους!

Ο Δίας

Ασημένια περόνη που καταλήγει σε κυλινδρικό κόσμημα «Τα σύμβολα στους μηνίσκους παραπέμπουν σε νεαρό Πόσι Θηρών, όπως ο Δίας,που γεννιέται και πεθαίνει,κατά την παράδοση,κάθε χρόνο στο Ιδαίον Αντρον.Στα λιοντάρια που απεικονίζονται επάνω στην ασπίδα, που έχει βρεθεί στην Ελεύθερνα,στα πώματα-ασπίδες και στους τεράστιους χάλκινους λέβητες της Ελεύθερνας και του Ιδαίου Αντρου. Στις κεφαλές των κρανοφόρων πολεμιστών επίσης από την Ελεύθερνα, που έχουν ευθεία αναφορά στους Κουρήτες, προστάτες πολεμιστές του νεαρού Δία»λέει ο κ. Σταμπολίδης.

Σημαντικό όμως είναι το γεγονός ότι τέτοια κοσμήματα έχουν βρεθεί ελάχιστα μέσα στα 200 χρόνια της αρχαιολογίας στην Κρήτη. Συγκεκριμένα, ένα μεγάλο στην Κνωσό και ένα μικρότερο στο Ιδαίον Αντρον. Εδώ είναι πέντε μαζί!«Πέραν της σημειολογίας τους, εξάλλου, αυτά τα κοσμήματα αλλάζουν την ιστορία της κοσμηματοτεχνίας όπως τη γνωρίζαμε ως τώρα, αφού εκτός από τις νέες τεχνικές,όπως η κοκκίδωση,εμφανίζεται η προσθήκη πολύτιμων ή ημιπολύτιμων λίθων,κάτι που πιστεύαμε ότι άρχιζε στα ελληνιστικά χρόνια,δηλαδή τέσσερις τουλάχιστον αιώνες αργότερα»προσθέτει ο ίδιος.


Το χρυσάφι

Πού μπορεί να βρέθηκε τόσο χρυσάφι και πώς;«Ο κοκκινωπός προέρχεται από την Κύπρο,όπως λένε οι μελετητές,αλλά ο κίτρινος πιστεύω ότι ερχόταν από τη Μικρά Ασία με τα χρυσοφόρα ποτάμια της, όπως ο Μαίανδροςπου εκβάλλει στη Μίλητο,τη μινωική αποικία της κρητικής πόλης Μιλάτου απέναντι από τη Σάμο.Ας μην ξεχνάμε άλλωστε τις ιστορίες του Ηροδότου για τον σάμιο καπετάνιο Κολαίο και τον κρητικό Κορώβιο,που ταξίδευαν σε όλη τη Μεσόγειο» λέει ο κ. Σταμπολίδης. Και οι τρεις γυναίκες άλλωστε έφεραν επίσης στα μαλλιά σφηκωτήρες από ήλεκτρο. Φορούσαν χρυσά ενώτια «τρίγληνα μορόεντα», όπως τα λέει ο Ομηρος, δηλαδή χαλκάδες με πολύ μικρά τσαμπιά σταφυλιού με τρεις ρόγες το καθένα- ένας τύπος αιγαιακού κοσμήματος γνωστός αρχικά από τις τοιχογραφίες της Θήρας. Επίσης ανάμεσα στα κτερίσματά τους υπήρχαν σκαραβαίοι από αιγυπτιακό μπλε, σφραγιδόλιθοι μινωικοί, πρίσματα και χάντρες από ορεία κρύσταλλο. Οι χάντρες μάλιστα, διαφόρων σχημάτων, μεγεθών ή υλικών, φέρουν συχνά εγχαράξεις με μινωικά σύμβολα όπως είναι ο διπλούς πέλεκυς, με θαλάσσια θέματα όπως είναι τα καλαμάρια ή οι αστερίες, ή κυνηγετικά όπως το ελάφι που έχει τοξευθεί από τον θηρευτή του. Αλλες πάλι μιμούνται ρόδια ή άνθη και, όπως θεωρεί ο ανασκαφέας, μπορεί να αποτελούσαν την κεφαλή από τις πολύτιμες καρφίτσες που επίσης υπάρχουν στα ευρήματα.


Η σπονδή
Μία γυάλινη φιάλη με γαλακτώδες χρώμα και ομφαλό στο κάτω μέρος της, η οποία βρέθηκε μέσα στον λαιμό ενός μεγάλου πήλινου αγγείου, αποτελεί το άλλο ανέλπιστο για τη μοναδικότητά του, αλλά και για το γεγονός ότι σώθηκε ακέραιο, εύρημα. Αχαιμενιδική, φυλλόσχημη, όπως είναι οι γνωστές χρυσές και ασημένιες της περσικής αυτοκρατορίας, έχει διάμετρο γύρω στα 10 εκατοστά και οι ραβδώσεις της- φύλλα- αρχίζουν από τον ομφαλό για να ανοίξουν προς το χείλος της σαν νούφαρο. Οπως εξηγεί ο κ. Σταμπολίδης, φιάλες αυτού του είδους είναι σπανιότατες- ο ίδιος θυμάται μία υστερότερη χρονολογικά από τους περίφημους ετρουσκικούς τάφους της Βίλας Τζούλια στην Ιταλία, ενώ στην Ελλάδα έχουν βρεθεί μόνο κάποια σπασμένα κομμάτια τους.«Πρόκειται για σπονδικό αγγείο,όπως αυτά που κρατούν οι θεοί,ο Απόλλωνας,η Αθηνά, στις παραστάσεις. Η παρουσία της επομένως σε αυτή τη γυναικεία ταφή είναι ένα ακόμη ερώτημα»σημειώνει ο ίδιος.


Μεγάλα πήλινα αγγεία, άδεια σήμερα, που προφανώς όμως περιείχαν κατά την εποχή της ταφής υγρά, όπως λάδι, κρασί ή άλλα προϊόντα, καθώς και πολλά μικρότερα ληκύθια, κρητοκυπριακά και φοινικικά, κατάλληλα για τη φύλαξη αρωμάτων ή φαρμάκων, συμπλήρωναν το ταφικό σύνολο. Μία τράπεζα προσφορών εξάλλου στην είσοδο του τάφου δείχνει σαφώς τη σημασία του. Για την προστασία του είχε κατασκευαστεί αυτός ο θαλαμωτός μυκηναϊκός τάφος, ένα τετράγωνο δωμάτιο διαστάσεων περίπου 3,10 Χ 3 μ., με σωζόμενο ύψος 2,10 μ. Το θυραίο άνοιγμα έχει παραστάδες σε ύψος 1,80 μ. κατασκευασμένες από μεγάλα μπλοκ λαξευμένων λίθων, ένα ακόμη μοναδικό εύρημα καθώς δείχνει τη διατήρηση της μνήμης της μινωικής αρχιτεκτονικής στα γεωμετρικά χρόνια. Το μυστήριο της Ελεύθερνας που ανασκάπτεται μεθοδικά κάθε χρόνο ολοένα μεγαλώνει. Ακόμη και ο ανασκαφέας της παρατηρεί ξαφνιασμένος πλέον τα ευρήματα, βρίσκοντας τώρα πιθανή τη σύνδεση της πόλης με το Ιδαίον Αντρον. Τα υπόλοιπα μένει να απαντηθούν στο μέλλον, αν και εφόσον δοθούν όλα τα κλειδιά της αποκρυπτογράφησης του αινίγματος.

Το μόνο βέβαιο επί του παρόντος είναι το κοινό συναίσθημα, η μυσταγωγία, που έζησαν εκείνη τη νύχτα οι άνθρωποι της ανασκαφής. Ενα τελετουργικό που θα έλεγε κανείς ότι συνδεόταν μέσω μιας κλωστής που διέτρεχε τον χρόνο με το ταφικό τελετουργικό της απόθεσης των τριών γυναικών από τους κηδευτές τους.

Ο καθηγητής κ. Νίκος Σταμπολίδης μιλάει για τον πρωτοφανή θησαυρό του 8ου αιώνα π.Χ. που ήρθε προ ημερών στο φως στην αρχαία Ελεύθερνα
της ΜΑΡΙΑΣ ΘΕΡΜΟΥ

Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2009

Ακύμαντες αμμουδιές του Λιβυκού


Το Μύρτος είναι ένα ήσυχο παραθαλάσσιο χωριουδάκι σε έναν μικρό όρμο της Νότιας Κρήτης, 14 χιλιόμετρα από την Ιεράπετρα. Ο οικισμός εκτείνεται κατά μήκος της θάλασσας και δένει απόλυτα με το περιβάλλον. Η παραλία του είναι από τις καλύτερες της περιοχής, με σταχτιά άμμο και καταγάλανα νερά στα οποία θα απολαύσετε την πεντακάθαρη θάλασσα. Βρίσκεται μπροστά από τις ταβέρνες και τα καφέ και επεκτείνεται προς τα δυτικά, όπου το πλάτος της είναι μεγαλύτερο. Εκεί θα βρείτε οργανωμένες υποδομές με ομπρέλες και ξαπλώστρες, καθώς και θαλάσσια σπορ. Η περιοχή δεν επηρεάζεται από τους δυνατούς βοριάδες και όπως λένε οι ντόπιοι, το Μύρτος είναι το μέρος όπου δεν φυσάει ποτέ.

Δυτικά και σε απόσταση 4 χιλιομέτρων, μέχρι το χωριό Τέρτσα, μπορείτε να βρείτε αρκετές παραλίες στις οποίες θα είσαστε μόνοι σας και θα απολαύσετε τη γαλήνη του τοπίου, τον ήλιο και τα κρυστάλλινα νερά, χωρίς τις ανέσεις μιας οργανωμένης παραλίας όπου μπορείτε να κάνετε και γυμνισμό.


Το χωριό είναι νοικοκυρεμένο και με ωραία ατμόσφαιρα. Στο Μύρτος τις μέρες σας θα τις περάσετε στην παραλία, θα πιείτε τον καφέ σας αγναντεύοντας τη θάλασσα και τα βράδια θα απολαύσετε το φαγητό, το κρασί και τη ρακή στα ταβερνάκια δίπλα στη θάλασσα, στα στενά του χωριού ή στα ξενοδοχεία της περιοχής.
Κάνοντας τη βόλτα σας στα στενά σοκάκια του Μύρτου, θα δείτε εικόνες που σε λίγα μέρη μπορεί κάποιος να δει. Τα λευκά σπίτια, τα μπλε παράθυρα, τις ασβεστωμένες μουριές, τις αυλές των σπιτιών με τα κάθε λογής φυτά και λουλούδια φυτεμένα στους κήπους, σε γλάστρες και πιθάρια.
Το Μύρτος έχει ιστορία χιλιάδων ετών. Κατοικήθηκε από τους Μινωίτες περίπου το 2800-2000 π.Χ.
Κοντά στον Μύρτο έχουν ανασκαφεί δύο σημαντικοί μινωικοί οικισμοί: η Φούρνου Κορυφή που είναι από τους αρχαιότερους οικισμούς της Κρήτης, και ο Πύργος που άκμασε λίγο αργότερα.
Για να επισκεφτείτε τον μινωικό οικισμό Πύργο θα πάρετε το μονοπάτι το οποίο ξεκινά δίπλα από τον ποταμό, στην έξοδο προς Ιεράπετρα. Θα χρειαστείτε περίπου 30 λεπτά για να ανεβείτε στην κορυφή του λόφου, εκεί που βρίσκονται τα ερειπωμένα σπίτια των Μινωιτών.
Η Φούρνου Κορυφή βρίσκεται 3,5 χιλιόμετρα ανατολικότερα και δεν είναι δυνατή η είσοδος στον αρχαιολογικό χώρο.

Βόλτα στη Χρυσή
Αφιερώστε μια μέρα για μια βόλτα στην Ιεράπετρα απ’ όπου θα πάρετε το καραβάκι για το νησί Χρυσή ή Γαϊδουρονήσι, με τους κέδρους και τις τροπικές παραλίες με τη ροζ άμμο.

Κρητικούς μεζέδες θα βρείτε στο «Καραβοστάσι», όπου και θα θαυμάσετε τα γλυπτά από πέτρες που διακοσμούν το κατάστημα. Δοκιμάστε την κρητική κουζίνα της Πόπης και το κρασί του Αλέκου, στις «Εσπερίδες» δίπλα στην πισίνα και σε πολύ καλές τιμές.

Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2009

Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2009

Στο δάσος των βελανιδιών


Αζίλακας είναι ένα σπάνιο δέντρο, κάτι μεταξύ βελανιδιάς και πρίνου, που συναντάται στα ορεινά της Κρήτης και κάποιων νησιών του Αιγαίου. Στο Βραχάσι, σε μεγάλο σχετικά υψόμετρο στις πρόποδες της Σελένας, υπάρχει ένα από τα ελάχιστα ίσως δάση από Αζιλάκους.Το δάσος είναι πυκνό και παρθένο, ενώ τα δέντρα ξεπερνούν σε ύψος τα 5 μέτρα.

Αζίλακας είναι η κρητική ονομασία του δέντρου Quercus ilex που στην υπόλοιπη Ελλάδα ονομάζεται Αριά ή Άριος Δρυς. Η Αριά (ή Άριος Δρυς - Quercus ilex), είδος βελανιδιάς, έχει δυνατότητα ανάπτυξης σε μεγάλο εύρος τύπου εδαφών και περιστασιακά βρίσκεται υπό μορφή πυκνού δάσους. Πρόκειται για είδος, ανθεκτικό σε ακραίες συνθήκες, με εξαιρετική προσαρμογή στις οικολογικές συνθήκες της Μεσογείου. Σήμερα, παρόλα αυτά, είναι λίγα τα δάση Αριάς που βρίσκονται σε «κλίμαξ βλάστηση», δηλαδή πυκνά δάση ύψους 12 – 15 μέτρα. Σε αυτόν τον τύπο δάσους, η Αριά παίζει κυρίαρχο δομικό ρόλο σε μια σειρά από πλούσιες σε σύνθεση φυτοκοινότητες, καθώς αποτελεί το είδος που μέσω μικροκλιματικών περιορισμών καθορίζει τη δομή και τη σύνθεση του υπορόφου (Arbutus unedo L., Phillyrea sp., Rhamnus sp., Viburnum sp ., Clematis sp., Lonicera sp., Smilax sp., Tamus communis).

Όπως όλα τα είδη βελανιδιάς, η Αριά δεν αντέχει στην σκίαση. Είναι υπεραιωνόβια δέντρα τα οποία μπορούν να κυριαρχούν για εκατοντάδες χρόνια σε ένα αδιατάρακτο δάσος. Ωστόσο, η παρουσία τους είναι πιο συνηθισμένη υπό μορφή διάσπαρτων δέντρων με μια καλά ανεπτυγμένη μακκία βλάστηση (Juniperus sp., Cistus sp., Genista sp., Pistacia lentiscus, Spartium junceum, Rosmarinus officinalis, Lavandula sp.) και σε πιο ανοιχτούς χώρους φρυγανική βλάστηση.

Στην Κρήτη, εκτός από το Βραχάσι, πληθυσμοί αζιλάκων συναντώνναι στο δάσος του Ρούβα και στην περιοχή της Γεωργιούπολης. Δάσος με αριές υπάρχει στην Ικαρία, το δάσος του «Ράντη», ενώ αριές συναντώνται και σε άλλα νησιά του Αιγαίου. Επίσης υπάρχουν και στην προεδρική κατοικία και στον εθνικό κήπο στην Αθήνα.



Πηγή: Κοινότητα Βραχασίου

Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2009

Σφακιανοί, οι άρχοντες του βουνού


Είναι άγριοι, όπως και ο τόπος τους, ανυπόταχτοι και χωρισμένοι από άσβεστο μίσος, αλλά με μια ισχυρή συνεκτική αναφορά. Το μένος και, τον επίσης κοινό, γενεαλογικό μύθο. Είναι «αρχοντορωμαίοι» με ρίζες στη χαμένη βασιλεύουσα, την Πόλη, το «κλειδί» της Ρωμανίας. Πρόκειται για τους Σφακιανούς, που συνθέτουν την αντίθετη εικόνα των καθημαγμένων της γης. Φυσικά, δεν έχω την αφελή πρόθεση να συνοψίσω σε λίγες αράδες την ιστορία των Σφακιών και των Σφακιανών. Αν και δεν χρειάζεται, ας ξεκαθαρίσω πως ό,τι θέλω να διηγηθώ είναι μυριόλεκτο, δεν αποτελεί δικό μου εύρημα. Ανήκουν σε μια έκθεση του Γενικού Προβλεπτή του Βασιλείου της Κρήτης Zuane Mocenigo, συνταγμένη το 1589 μετά τη λήξη της θητείας του στο αξίωμα αυτό. Την έκθεση δημοσιεύει με μια μετάφραση σε ακριβόλογη καθαρεύουσα γλώσσα ο γνώστης και επόπτης της Κρητικής Ιστορίας Στέργιος Σπανάκης στον πρώτο τόμο (1940) των πολύτιμών του και πολύτομων Μνημείων της Κρητικής ιστορίας.

Ο Mocenigo θα αφιερώσει μια ενότητα της έκθεσής του στα Σφακιά και στους Σφακιανούς. Οπως ήδη είπαμε είναι χώρα άγρια και άφορη, δηλαδή δεν είναι κάμπος, πεδιάδα. Οι κάτοικοί της διασπαρμένοι σε χωριά, αλλά με συνδετικό κρίκο. Τα γένη είναι δύο, οι Παπαδόπουλοι και οι Πάτεροι, με διαφορετικές, ωστόσο, ενασχολήσεις το καθένα. Τους διοικεί ένας από τους ευγενείς της Αποικίας με διετή θητεία με αυξημένες ποινικές και αστικές αρμοδιότητες. Ο τόπος δεν έχει φρούρια και οχυρά και το μόνο οχυρωμένο οίκημα είναι εκείνο όπου κατοικοεδρεύει ο διοικητής τους, ο Provveditore, που η συγχρονική του ελληνική απόδοση, ειρήσθω εν παρόδω, ήταν Προβεδούρος ή Προβλεπτής και όχι η, επιτυχέστερη ίσως, μεταγενέστερη απόδοση: Προνοητής. Αυτός ο Προβλεπτής ήταν κρατικός λειτουργός, όχι φεουδαλικός κύριος, και οι διοικούμενοι δεν ήταν «κολόνοι» ή «πάροικοι» ούτε αγγαρευόμενοι (angararii), γιατί οι Σφακιανοί δεν υπόκεινταν στην αγγαρεία της γαλέρας, δηλαδή να υπηρετούν ως κωπηλάτες στο βενετικό στόλο, «θεωρούμε σχεδόν όλοι ως προνομιούχοι (privilegiati) αρχοντορωμαίοι».


Ήταν, λοιπόν, περήφανοι άνθρωποι με καταγωγικές περγαμηνές. Άρχοντες που έστειλε η Κωνσταντινούπολη σ’ εκείνους τους τόπους, πάρισα της βενετικής ευγένειας της Αποικίας. Δεν καμπούριαζαν, συνεπώς, όταν πήγαιναν να προσκυνήσουν τον αφέντη τους, γιατί τέτοιον αφέντη δεν είχαν. Πριν προχωρήσω, ας ξομολογηθώ ότι δεν μου αρέσει να επαναλαμβάνω τα γνωστά· κι ακόμη, δεν θεωρώ ότι η ανάλυση, ή η επαναδιατύπωση, ενός κειμένου νομιμοποιεί την απόσβεση από την πραγμάτευση των υπολοίπων: πιστεύω, ωστόσο, ότι κάθε καταγραφή είναι «συστημική», ένα σύνολο που συμπυκνώνει μια γενική αντίληψη (ή πρόσληψη), ένα γενικότερο σύστημα ισορροπίας ή ανισορροπίας (αντιρροπίας θα έλεγε ο Ευγένιος Βούλγαρης), που εκβάλλει σε ομόλογα, παράλληλα ή αντιθετικά σχήματα, διανοητικά και πραγματικά.

Ο Mocenigo μου δίνει την αφορμή για να επισημάνω δύο καταστάσεις:

(α) τον αντίποδα των «καθημαγμένων της γης», για τους οποίους μιλούσαμε στο προηγούμενο σημείωμα και

(β) για το κοινό πρότυπο δύο αντιθετικών καταστάσεων, αλλιώς για τον αντίποδα της τοπικής βενετικής «ευγένειας», την ευγένεια των «ρωμαίων».

Και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για ευγένεια, δηλαδή για ομοιοτυπία των αξιολογικών κριτηρίων. Αυτή η ομοιοτυπία είναι διηνεκής. Ας θυμηθούμε τους πρόσφυγες που μιλούν για το τι είχαν και τι έχασαν· ας θυμηθούμε την καταγωγική ευγένεια των Ελλήνων που κορυφώνεται στην έννοια της ελευθερίας και τον αρχόμενο 19ο αιώνα ξεπηδά εκδικήτρια από τα πανάρχαια, επίσης ελληνικά, κόκαλα. Αντιθέσεις, λοιπόν, και αξιολογικές συγκλίσεις. Ας ξαναγυρίσουμε στους Σφακιανούς.


Διαιρούνται σε δύο μεγάλα γένη: τους Πάτερους και τους Παπαδόπουλους. Είναι διάσπαρτοι στον χώρο των Σφακίων, αλληλομισούνται, αλλά όλοι τους αυτοχαρακτηρίζονται ως «αρχοντορωμαίοι», με κοινή κοιτίδα την Κωνσταντινούπολη, είναι «αρχοντόπουλοι», όπως φέρονται σε άλλα κείμενα. Το κάθε γένος έχει συνείδηση της συνοχής του. Δεν είναι γένη, όπως ήδη σημειώσαμε, ομότροπα ως προς τη βιοτή τους, ούτε ενιαία, καθώς το καθένα τους διακρίνεται, σε επί μέρους γένη, στους Σκορδίληδες, λόγου χάρη, ως προς τους Παπαδόπουλους των Σφακιών – γιατί υπάρχουν Παπαδόπουλοι και έξω από τα Σφακιά, όπως ο συγγραφέας του Οccio. Δεν είναι γένη ομότροπα ως προς τη βιοτή τους. Κατά το λέγειν του Mocenigo, οι Πάτεροι αντλούν τα εισοδήματά τους από τα ζώα: είναι συνεπώς κτηνοτρόφοι και τυροκόμοι, έχουν τα «μιτάτα» τους. Δεν θα μιλήσουμε εδώ γι’ αυτή τη βιοτεχνική και πρόσκαιρη, εποχιακή, επιχείρηση. Θα πω μόνο ότι είναι μια πρόσκαιρη αλλά επαναλαμβανόμενη κοινωνική συνάθροιση, όπου αν η τυροκομία είναι το πρώτιστο, εμφιλοχωρούν και άλλες κοινωνικότητες: από το «μιτάτο» βγήκε το τραγούδι του Δασκαλογιάννη.

Ο ποιητάρης υπαγόρευε και ο εγγράμματος κετέγραφε. Η Ελευθερία Ζέη, μια ιστορικός με βαθιά αίσθηση και γνώση της «βιωματικότητας», μου λέει ότι ο άνθρωπος της πόλης ή του γεωργούμενου χώρου δεν μπορεί να ανεχθεί τη «μυρωδιά», την οσμή, του τυροκομιού. Κάποτε οι άνθρωποι ήταν εθισμένοι σε όλες τις οσμές: μην πιάνεις το πουκάμισο του φιδιού και λες στον άλλο να μυρίσει τα δάχτυλά σου, λέει μια παλιά Χρηστοήθεια. Δεν κάνω συνειρμικές μόνο παρεκφράσεις και αυτό θα φανεί. Οι Πάτεροι, λοιπόν, ζουν από τα ζωντανά τους και από τις λείες. Το κλεμμένο σφαχτό είναι πιο νόστιμο και η κλοπή δεν είναι απαξία.


Ο Θουκυδίδης, μιλώντας για περασμένες, ως προς τον χρόνο εποχές, έλεγε ότι η ληστεία ήταν συνηθισμένη στους παλιούς κατάσταση και θεμιτή: γι’ αυτό ρωτούσαν τους νεοεμφανιζόμενους αν ήταν ληστές, για να πει ότι και στους δικούς του χρόνους κάπου η ληστεία κρατούσε την παλιά της σημασία. Το ίδιο συμβαίνει και με τους Πάτερους και πολλούς άλλους σε διαφορετικούς χρόνους. Στην Κρήτη, όπως κι αλλού, η κλοπή των «σφαχτών» δεν θεωρείται απαξία, όταν τα κλεμμένα σφαχτά προορίζονται για τη συλλογική και τελετουργική κατανάλωση και όχι για την εμπορία. Νομίζω ότι σ’ αυτό τον κόσμο ανήκαν οι ζωοκλέπτες Πάτεροι. Οι Παπαδόπουλοι επιδίδονται σε άλλα έργα: είναι ναυτικοί, σιδηρουργοί, μαζεύουν ρετσίνι, κόβουν ξύλα και όλα αυτά τα εμπορεύονται. Δέχονται τις επιθέσεις των Πάτερων και απαντούν σ’ αυτούς.

Για τον Mocenigo, που οι συμπάθειές του είναι προς τους Παπαδόπουλους, γιατί με τις οικονομικές τους δραστηριότητες ωφελούν τα δημόσια οικονομικά, και οι δύο «φατρίες» έχουν ένα κοινό γνώρισμα. Τη συγκάλυψη των «κακοποιών» τους, των «maleficii». Δύο κόσμοι, λοιπόν, σε αντίθεση αλλά με επίκοινα σημεία: εκείνα που ορίζει η σύγκρουση των γενεών.

Δεν νομίζω (εκτός κι αν μου διαφεύγει κάποια βαθυστόχαστη και τεκμηριωμένη ανάλυση) ότι είναι εύκολο να αναγάγουμε τη σύγκρουση σε ένα διαφορετικού τύπου έλεγχο (και κατοχής;) του χώρου. Δεν είναι, άλλωστε, αυτό το ζητούμενο ετούτου του σημειώματος. Πρόθεσή του είναι να δείξει δύο διαφορετικές (και ακραίες) εικόνες των ανθρώπων της γης: των καθημαγμένων «κολόνων» και των ανυπόταχτων του βουνού. Στην ταπεινοσύνη των πρώτων και στην καθυποταγή τους και στην ατίθαση περηφάνια των δεύτερων υπάρχει ένα κοινό σημείο αναγωγής· η αυθεντία. Οι καθημαγμένοι με τις σωματικές εκφράσεις της υποταγής, αναγνωρίζουν μια έξω απ’ αυτούς, μια ξένη αυθεντία. Οι περήφανοι Σφακιανοί αναγνωρίζουν μιαν άλλη, που είναι όμως δική τους: είναι κι αυτοί άρχοντες, αλλά άρχοντες ρωμαίοι, όχι λατίνοι. Δύο κόσμοι, συνεπώς, αποκλίνοντες αλλά και συγκλίνοντες: η ταξικότητα είναι ένα ενδεχόμενο, προφανώς, διαμεσολαβημένο· η «πρωτόγονη» επανάσταση μια επαληθεύσιμη πιθανότητα, αλλά η υπέρβαση με τη βία των όπλων των οικονομικών όρων της ζωής, περισσότερο από μια ενδεχομενικότητα είναι μια πραγματικότητα: κάποια στιγμή θα μιλήσουμε για το τραγούδι του Αληδάκη. Θα χρειαστεί όμως να επανέλθουμε στο Occio του Τζουάνε Παπαντόπολι, δηλαδή Ιωάννη Παπαδόπουλου, εκτός Σφακιών.



Tου ιστορικού,Σπύρου Ι. Ασδραχά.

Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2009

Ο άγιος, οι κλήσεις και οι εκλογές


Η στενή, γερασμένη εθνική οδός που διατρέχει τη βόρεια ακτή της Κρήτης έχει πήξει πλέον. Λίγες είναι οι ώρες που τα αυτοκίνητα, φορτηγά και πούλμαν, δεν σχηματίζουν ατελείωτα κονβόι και στις δύο κατευθύνσεις. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι τοπικές αρχές βοηθούν στο να μην επιδεινωθεί η κατάσταση ή ότι οι ίδιοι οι οδηγοί προσέχουν για να αποφύγουν ατυχήματα. Πριν από λίγες μέρες, οδηγώντας από τα Χανιά προς Ρέθυμνο, λίγο μετά τη δύση του ήλιου, τρόμαξα βλέποντας ξαφνικά μια παρέα ανθρώπων να περπατάει στην άκρη του δρόμου, μέσα στη λωρίδα έκτακτης ανάγκης, η οποία λειτουργεί ουσιαστικά ως δεύτερη λωρίδα κυκλοφορίας. Τα αυτοκίνητα περνούσαν ξυστά από τους πεζούς. Λίγο πιο κάτω είδαμε κι άλλους, και μετά κι άλλους. «Θα ’ναι τουρίστες που χάλασε το λεωφορείο τους ή τους κορόιδεψαν και τους άφησαν μακριά από τον προορισμό τους» είπα, αναζητώντας μια λογική εξήγηση.

Πολλά χιλιόμετρα μακρύτερα, κατάλαβα τι γινόταν. Ξαφνικά βρεθήκαμε σταματημένοι σε μια ουρά χιλιομέτρων κάπου στη μέση της διαδρομής. Ηταν η παραμονή του Αγίου Φανουρίου, ο οποίος εορτάζεται σε ένα εκκλησάκι κοντά στη Γεωργιούπολη. Στις άκρες του δρόμου -για χιλιόμετρα- ήταν σταθμευμένα αυτοκίνητα. Οικογένειες πιστών περπατούσαν με φανουρόπιτες, με λαμπάδες ψηλότερες από το μπόι τους, με καροτσάκια (μωρών και αναπήρων), με την ελπίδα ότι ο άγιος θα τους δώσει αυτό που ζητούν, θα φανερώσει αυτό που χάθηκε. Γι’ αυτό τόσοι είχαν ξεκινήσει από μακριά, θέτοντας σε κίνδυνο τους εαυτούς τους και τα παιδιά τους, για να πάνε περπατώντας στον μεγαλομάρτυρα τον θαυματουργό.

Γύρω από το εκκλησάκι είχε στηθεί πανηγύρι με παγκάκια μικροπωλητών (με σουβλάκια, αφρικανική τέχνη, λοταρία για μια μοτοσικλέτα, παιχνίδια, κουρτίνες κ. λπ.). Η εθνική οδός η ίδια ήταν ο χώρος του πανηγυριού. Συμφιλιωθήκαμε με το γεγονός ότι θα καθυστερούσαμε και χαρήκαμε το θέαμα. Σαν να ’μαστε πρωταγωνιστές σε ταινία του Φελίνι. Είτε ξυπόλυτοι με πρησμένα πόδια (με τα ψηλοτάκουνα πέδιλα στο χέρι) είτε με λουξ τζιπ, οι πιστοί έφθαναν να τιμήσουν τον άγιό τους - δίνοντας και περιμένοντας να λάβουν.

Λίγο αργότερα, αφού το κονβόι είχε περάσει τον Άγιο Φανούριο και κοντεύαμε στο Ρέθυμνο, σε μια κλειστή στροφή με διπλή διαχωριστική γραμμή, με έναν άγριο ελιγμό και εκκωφαντικό μαρσάρισμα, ένα μαύρο αυτοκίνητο χώθηκε μπροστά μας. «Τι ήταν αυτό;». ρώτησε ο γιος μου. «Αυτός είναι ο ήχος ενός ηλίθιου», απάντησα. «Οταν ακούς αυτόν τον ήχο θα ξέρεις ότι βρίσκεσαι κοντά σε έναν βλάκα». «Και η αστυνομία, βέβαια, δεν κάνει τίποτα», πρόσθεσε η μεγάλη κόρη. «Γιατί; Πού είδες αστυνομία;». «Απέναντι. Ένα περιπολικό σταματημένο». «Καλά», απάντησα. «Αυτοί βαριούνται που ζουν. Σιγά μην ασχοληθούν».

Συνεχίσαμε, βλέποντας τα φώτα του μαύρου κουπέ να σφηνώνεται επιθετικά ανάμεσα στα αυτοκίνητα μπροστά μας. Ξαφνικά, είδαμε να μας προσπερνάει ένα περιπολικό, με τα φώτα -κόκκινα και γαλάζια- αναμμένα. «Δεν το πιστεύω!», φώναξα. «Αν κυνηγάει τον βλάκα θα ανακτήσω την εμπιστοσύνη μου στην αστυνομία, στο κράτος. Τόσα χρόνια που οδηγώ δεν έχω δει ποτέ να σταματούν κάποιον για επικίνδυνη οδήγηση». Και όμως, λίγο πιο πέρα, είδαμε το περιπολικό να σταματάει πίσω από το μαύρο αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου. Φωνές, χαρά μέσα στο αμάξι. Σηκώσαμε γροθιές, σαν να είχε βάλει το νικητήριο γκολ η ομάδα στον τελικό, σαν να είχαμε πετύχει μια μεγάλη προσωπική νίκη...

Λίγη ώρα αργότερα, αφού τους είχαμε αφήσει πίσω, σκεφτόμουν σιωπηλά. Μάλλον θα βρουν τον μπελά τους οι αστυνομικοί... Ρέθυμνο είναι, θα πάει ο καπάτσος ο οδηγός στον βουλευτή και θα σβήσει η κλήση.

Προχθές, στην Αθήνα πλέον, άλλη μια επιβεβαίωση ότι και στα μεγάλα θέματα το «σύστημα» συγκάλυψης ανομιών λειτουργεί άψογα. Ο Μιχάλης Χριστοφοράκος, ο πρώην διευθυντής της Siemens στην Ελλάδα, δεν θα εκδοθεί από τη Γερμανία. Έτσι, μάλλον σβήνει και η δική του «κλήση» και όλων αυτών που έμπλεξαν στη μεγαλύτερη γνωστή υπόθεση μαύρου πολιτικού χρήματος. Έτσι οδεύουμε προς τις εθνικές εκλογές της 4ης Οκτωβρίου, με το 42% των ερωτηθέντων σε πανελλαδική δημοσκόπηση να λέει ότι δεν εμπιστεύεται ούτε το ένα κόμμα ούτε το άλλο για να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση.

Θα περιμένουμε από τον Άγιο Φανούριο το θαύμα...

Tου Νίκου Κωνσταντάρα

Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου 2009

Οι κυνηγοί του χρόνου


Εστέτ αναχωρητές και Ιρλανδοί λυράρηδες σε μεταμεσονύκτιες μεταφυσικές αναζητήσεις στα μπαράκια και στα καλντερίμια της Παλιάς Πόλης. Βαριά αχνάρια λαών που άλλοτε τη φλερτάρισαν και άλλοτε τη βίασαν, η Παλιά Πόλη των Χανίων δεν είναι κομμάτι της ιστορίας, είναι η ίδια η ιστορία, γραμμένη από ανθρώπους που αναζήτησαν τον εαυτό τους στην πόλη των αντιθέσεων. Ξημέρωμα στο Παλιό Λιμάνι...

Ακολουθώντας τη συμβουλή ενός ανήσυχου ταξιδιώτη, περπατώ καλώντας τις σκιές του παρελθόντος της πόλης να περιπλανηθούν μαζί μου, να μου ψιθυρίσουν τα μυστικά τους...

Μου διηγούνται παλιές, νοσταλγικές ιστορίες του 70΄ και του 80΄, τότε που η τύχη –ή η μοίρα- φύσηξε στην πόλη ανθρώπους διαφορετικούς, αλλά ταυτόχρονα και ταιριαστούς.

Μου μιλούν για τον Βαγγέλη, που δεν δίστασε να αφήσει την ασφαλή, ξεκάθαρη ζωή του τραπεζικού αναζητώντας να γευτεί την άναρχη ελευθερία, για τον Σταύρο, λάτρη των καλών τεχνών, που δεν αποχωριζόταν ποτέ το μπαγλαμαδάκι του, για το Μιχάλη με τη ρεπούμπλικα και το μαύρο παλτό που έκλεινε το παλαιοπωλείο κι έπιανε το τουμπερλέκι, για να εκστασιαστεί με τους ρυθμούς της Ανατολής, για τον πολυταξιδεμένο Ρος, που ταίριαξε το φλογερό ιρλανδικό ταμπεραμέντο με την κρητική λύρα.

Κοινωνία ονειροπόλων κυνηγών του ανέφικτου που έπαιρνε σάρκα και οστά τις νύχτες, στις αποθήκες πίσω από τα Νεώρια, με τον ήχο της μουσικής να συνοδεύει τις παθιασμένες συζητήσεις για νέες ιδέες κι επαναστατικές αλλαγές. Καθισμένοι ακόμα και στο πάτωμα στο κατάμεστο «Φαγκότο», θυμίζοντας σύγχρονους υπαρξιστές φιλοσόφους ακουμπώντας πού και πού για ν'ακούσουν την τρομπέτα του Miles Davis.

Το τσιγάρο δεν ήταν υπό διωγμό, η μέθη ήταν ζητούμενο, και η μοναξιά επιλογή και όχι μονόδρομος. Σήμερα στο «Φαγκότο» επιστρέφουν οι Χανιώτες και οι Χανιώτισσες του τότε που έχουν σκορπίσει σε άλλα μέρη της Ελλάδας και –επισκέπτες πια στην ίδια τους την πόλη- αναζητούν κάτι από την ηρωική ατμόσφαιρα των χρόνων της αθωότητας...

Τις μπαλάντες των αισθήσεων και των παραισθήσεων ήρθε να σαρώσει το κύμα εκσυγχρονισμού της δεκαετίας του 90΄, όταν οι ιδεαλιστικές συζητήσεις μπολιάστηκαν με ρεαλιστικούς στόχους.

Ήταν η εποχή που η εικόνα της Edie Brickell να παίζει την κιθάρα της στα σοκάκια της πόλης πλαισιωνόταν από την τεχνοκρατική εικόνα των νεοφερμένων επενδυτών που μελετούσαν εξονυχιστικά την πόλη σχεδιάζοντας τις μεγαλεπήβολες επιχειρήσεις τους. Ο τουρισμός είχε αρχίσει να γίνεται πρωταγωνιστής και στη σκηνή της Παλιάς Πόλης...

Τις αναμνήσεις του παρελθόντος έρχεται να ξορκίσει βίαια η ανατολή του ηλίου, το πανάρχαιο κρητικό φως, το αχανές πέλαγος που αντανακλά τον ουρανό και μου φανερώνει το φάρο στο παλιό λιμάνι που θυμίζει μιναρέ, το Γιαλί Τζαμισί. Το φρούριο Φιρκά, τα Νεώρια και τα δαιδαλώδη στενάκια ανάμεσα στα υποβλητικά ενετικά σπίτια.

Κάθε στοιχείο στην Παλιά Πόλη των Χανίων αποτελεί αισθητική αξία. Και όλα μαζί διαμορφώνουν τη φινέτσα τής εντός των τειχών πόλης. Της πόλης που –αν και περικυκλωμένη- ήταν πάντα πόλη ανοιχτή στο διαφορετικό, κόντρα στην κρητική εσωστρέφεια.

Πολυεθνική στην ιστορία της, πολυπολιτισμική στη νοοτροπία της, κοσμοπολίτικη στον τρόπο της. Μία ιδιόμορφη μητρόπολη του Νότου, που από τη δεκαετία του 70΄ έδωσε χώρο σε περιπλανώμενους ταξιδιώτες, ντεσπεράντος της τέχνης και της διανόησης, χίπηδες, αναχωρητές και απλούς τυχοδιώκτες.

Ένα κράμα περιθωρίου και αβάν γκαρντ που πρόσθεσε πόντους στη γοητεία μιας ιδιαίτερα ελκυστικής πόλης. Σήμερα η εντός των τειχών πόλη αποτελεί ιστορικό διατηρητέο μνημείο.


Η Παλιά Πόλη

Ισορρόπησε σε τεντωμένο σκοινί ανάμεσα στη μοναξιά και στην κοσμικότητα. Δέχτηκε τους διαφορετικούς και τους περιθωριακούς, χωρίς ποτέ η ίδια να μπει στο περιθώριο. Κρυφάκουσε στα καλντερίμια της ψιθυριστά μικρά νυχτερινά μυστικά, αλλά κράτησε την εχεμύθειά της.

Δεν παραδόθηκε στο προφανές του κοσμοπολίτικου lifestyle, κρατώντας σφιχτά τη μυστηριακή και ανατολίτικη πλευρά της ακόμη και τώρα που δεν ακούγεται ο μουεζίνης στο τζαμί του Κιουτσούκ Χασάν Πασά.

Το παραδοσιακό πρόσωπο της Παλιάς Πόλης συνυπάρχει με μια ζωντάνια που ξεχειλίζει ενέργεια. Ψηλαφίζεις την υγρασία της στα αναψοκοκκινισμένα μάγουλα των κοριτσιών που δοκιμάζουν για πρώτη φορά στη ζωή τους ρακή στο πολύβουο Κουμ Καπί, την παλιά απαγορευμένη, σκοτεινή συνοικία, που τώρα πια φωτεινή και ελκυστική θεωρείται must για τη νεολαία της πόλης.

Από νοσταλγική περιέργεια ρωτάω δυο φοιτητές αν γνωρίζουν το «Φαγκότο». Με κοιτούν με απορία και με παραπέμπουν ν' αναζητήσω στα χνάρια των ρομαντικών του 70΄-80΄ σε πιο ήσυχα, ψαγμένα στέκια που βρίσκονται στα λιγότερο γνωστά στενά του Κουμ Καπί.

Όπως εκείνα που σημάδεψαν την αλλαγή μιας ολόκληρης εποχής κάπου εκεί στη δεκαετία του 80΄, το «Κανάλι» και το «Street». Ήταν η εποχή που η ελληνική μουσική, που κυριάρχησε στη γενιά της μεταπολίτευσης, άρχισε να δίνει τη θέση της στην αποενοχοποιημένη πλέον rock κουλτούρα.

Καθώς περπατώ στα πλακόστρωτα δρομάκια, με τυλίγουν αρώματα και εικόνες του παρελθόντος, η ευωδιά της απόλυτης μπουγάτσας του Ιορδάνη που ξυπνάει την πόλη από τις πέντε το πρωί.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο πως τα Χανιά έχουν χαρακτηριστεί ως η «Βενετία της Ανατολής». Νιώθω έντονα πως το μυστηριακό σκηνικό της παλιάς καστροπολιτείας δεν είναι φτιαγμένο για celebrities τουρίστες.

Τα Χανιά και η Παλιά Πόλη δεν είναι απλώς μια επαρχιακή πόλη. Είναι περισσότερο μία πολιτεία μέσα σε μια μεγάλη πολιτεία που έχτισε την κουλτούρα της πάνω στα ίχνη λαών που άλλοτε τη φλερτάρισαν κι άλλοτε τη βίασαν.

Ανάμεσα στ' απομεινάρια των τζαμιών, των χαμάμ, των μοναστηριών, των Καπουτσίνων και Δομινικανών μοναχών έστησε τα Μαχαιράδικα και στα Στιβανάδικα. Ακόμα και σήμερα προσπαθεί να συνδυάσει από τη μία την ενετική και από την άλλη την αραβική και τούρκικη επιρροή στην ελληνική πραγματικότητα και μάλιστα στην κρητική πραγματικότητα.

Μία προσπάθεια που πότε την οδηγεί στην αρμονία και πότε στην αναρχία. Αυτή την αναρχία η οποία, αν και σε τρελαίνει, σε κάνει ταυτόχρονα ν' αναπνέεις με ελευθερία.

Τα μεσημέρια είναι γλυκά και νοσταλγικά. Ο δρόμος πολιορκείται από τα καΐκια στη μαρίνα του παλιού λιμανιού και από τις καμάρες των κιτρινισμένων κτιρίων.

Πηγαίνεις όπου σε πάει η μυρωδιά. Χταπόδια που λιάζονται, κουτσομούρες που τηγανίζονται, μύδια που αχνίζονται. Πάνω απ' όλα το σταμναγκάθι και η ασκολίμπρη, τα υπέροχα κρητικά χόρτα που αποτελούν την κρητική ρόκα-παρμεζάνα και που έχουν αναχθεί από παραδοσιακό πιάτο σε διαπιστευτήριο γαστρονομικής επιτυχίας.

Στα τραπέζια η ρακή πνίγεται σε σουπιές με ελιές και μάραθα. Και τα καλτσούνια με ανθότυρο φέρνουν στο νου μου τα γαστριμαργικά σχόλια γνωστών και φίλων που επιστρέφοντας από διακοπές στην Κρήτη διαφημίζουν με ενθουσιασμό ότι το φαγητό στο νησί αυτό είναι μια εμπειρία που πρέπει να βιώσεις.

Ιδιαίτερα όταν μπαίνεις στα σπίτια όπου εγκάρδια σε προσκαλούν οι ντόπιοι, για να σε φιλέψουν κατιτίς, και νιώθεις κάθε άλλο παρά ξένος, κάθε άλλο παρά επισκέπτης. Λένε πως ο ήλιος και το ζεστό κλίμα χαρακτηρίζει την πόλη. Ο κακός καιρός όμως σφραγίζει τη γοητεία της.

Τα κύματα σπάνε στην προκυμαία του παλιού λιμανιού και τα γκρίζα σύννεφα χαϊδεύουν την κορυφή του φάρου, η εικόνα γίνεται τελείως ατμοσφαιρική και η ατμόσφαιρα σε υποβάλλει τόσο, ώστε η παρέα να σου είναι το ίδιο περιττή όσο και απαραίτητη.

Τέτοιες μέρες αποτελεί στοιχείο μεγάλης ευτυχίας μία πολυθρόνα με θέα στο λιμάνι, ζεστός καφές κι ένα δυνατό μπράντι. Από το ναυτικό μουσείο όμως μέχρι τα Νεώρια η προκυμαία συντονίζεται με τη δύναμη των μποφόρ και ο χρόνος με τη δύναμη των ψυχικών διακυμάνσεων. Νοσταλγία, μοναξιά, πληρότητα, αναμονή.

Για το βράδυ που θα έρθει και θα σε βρει παρέα μ' ένα καλό κρητικό κρασί και μύδια αχνιστά. Το ενετικό λιμάνι, φωτισμένο, ξεπερνά τον καιρό και ξυπνά την περιέργειά σου γι' αυτό που πρόκειται να συμβεί και δεν μπορείς να γνωρίζεις.

Στο παλιό μπουγατσάδικο πίσω από την πλατεία Βενιζέλου το μοσχοβολιστό φρεσκοψημένο φύλλο που τυλίγει το γλυκό τυρί με ζάχαρη αποτελεί ακόμα την αρχή της εξιλέωσης και το τέλος της αμαρτίας.

Τις Κυριακές το πρωί στους πάγκους γύρω από τους τοίχους με τους καθρέφτες συναντιούνται οι πιστοί που μόλις κοινώνησαν με τα ρετάλια της νυχτερινής κραιπάλης που μετά βίας επικοινωνούν. Στα μπουγατσάδικα και στα ταβερνάκια με τη στάκα και τους τζιγιεροσαρμάδες υπάρχει μία ιερή συμφωνία.

Η συνύπαρξη δύο κόσμων που ξέρουν πως δεν είναι σύμμαχοι, δεν είναι όμως και εχθροί. Ο ντάκος και η ρακή συμφιλιώνουν τους διαφορετικούς τρόπους της ίδιας ζωής, ανεξάρτητα αν η κουβέντα αφορά το κυνήγι ή το clubbing.

Μέσα στις αντιθέσεις του αυτός ο τόπος έχει μία ιδιαίτερη ικανότητα να κρατά τις ισορροπίες και να θέτει το μέτρο. Και μπορεί αυτό το μυστικό να τον κάνει ιδιαίτερο, κι αυτόν και τους κατοίκους του, που καταφέρνουν να ισορροπούν ανάμεσα στην κατασταλαγμένη σοφία και την αυθεντική εξωστρέφεια. Ίσως γιατί εδώ ο καθένας ξέρει και καταφέρνει να είναι ο εαυτός του. Επιλέγοντας την υπερέκθεση ή την απομόνωση.

Κατά μήκος του λιμανιού βλέπεις εκατοντάδες τουρίστες να περπατούν και να κοιτάζουν το απέραντο γαλάζιο. Τόσοι πολλοί, αλλά και τόσο μόνοι. Λες και ο καθένας από αυτούς έχει χτίσει ένα μικρό προσωπικό φρούριο που δεν διαπερνάται.

Μοιάζει με κοινοτοπία, με πολυφορεμένο κλισέ, αλλά είναι η αλήθεια: η παλιά πόλη των Χανίων είναι πόλη ερωτική.

Η ατμόσφαιρα έχει τέτοια ένταση, που γεννά τον έρωτα για τη μουσική, τον έρωτα για τις σκέψεις, τον έρωτα για τον ίδιο τον έρωτα. Αποπνέει ακόμα κάτι από την εποχή που άνθρωποι φαινομενικά αταίριαστοι έρχονταν από διαφορετικά μέρη, για ν' ανακαλύψουν –πίνοντας ρακή και τρώγοντας μούσμουλα υπό τους ήχους τζαζ και κρητικής λύρας- ότι ο προορισμός ήταν και παραμένει κοινός.

Πόλη με μαγνητισμό και προσωπικότητα, που διευκολύνει την ανθρώπινη επαφή και συντηρεί έστω και την ψευδαίσθηση ότι «σαν έτοιμη από καιρό» είναι ανοιχτή σε αυτό που έρχεται...